Τόνι Μόρισον «Αγαπημένη»
(μετάφραση Κατερίνα Σχινά,
εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2019)


Σε κάθε της γραπτό –από τα έντεκα μυθιστορήματα, διηγήματα ή κριτικά δοκίμιά της– η Τόνι Μόρισον (1931, Λορέιν, Οχάιο – 2019, Νέα Υόρκη) αγωνίζεται να αποκαλύψει τις πτυχές του ρατσισμού και του σεξισμού από την αρχή της δουλείας στις ΗΠΑ ως σήμερα. Όπως λέει η ίδια, «λογοτεχνία χωρίς πολιτική σημαίνει ότι το περιεχόμενο δεν έχει καμιά σημασία, ότι ο γυναικείος λόγος δεν είναι σημαντικός και ότι οι γυναίκες δεν έχουν να πουν τίποτε το αξιόλογο».
Το 1993, η Τόνι Μόρισον ήταν η πρώτη Αφροαμερικανίδα συγγραφέας που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τα βιβλία της τής χάρισαν πολλά βραβεία, διεθνή αναγνώριση και πουλήθηκαν πολύ γιατί αναφέρονται στο κοινό παρελθόν των Αμερικανών, είτε αυτοί ανήκουν σε φυλετική μειονότητα είτε στη λευκή άρχουσα τάξη. Επιπλέον, η γυναικεία οπτική που υιοθετεί στην προσπάθειά της να αποτυπώσει ιστορικά την εμπειρία των Αφροαμερικανίδων στη λευκοκρατούμενη και ανδροκρατούμενη κοινωνία των ΗΠΑ χαρίζουν στα μυθιστορήματά της πρωτοτυπία και γνησιότητα.
Tο καλύτερο μυθιστόρημα της Μόρισον είναι αναμφισβήτητα η Αγαπημένη που εκδόθηκε το 1987. Το 1988 η Αγαπημένη κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ και εξακολουθεί να διαβάζεται πολύ. Μόνον ο Σέξπιρ την ξεπερνάει σε αριθμό μελετών στα πανεπιστήμια. Μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη το 1998, σε σκηνοθεσία Τζόναθαν Ντιμ, με πρωταγωνίστρια την Όπρα Γουίνφρι. Στα ελληνικά η πρώτη έκδοση ήταν στη Νεφέλη το 1989, σε μετάφραση Έφης Καλλιφατίδη.
Πρόκειται για ένα έργο που συγκεντρώνει αριστοτεχνικά όλα τα στοιχεία των προηγούμενων βιβλίων της: προφορική παράδοση, μαγικό ρεαλισμό, μοντερνισμό, αλληγορία, ιστορικές αναφορές, προγονική λατρεία, ανάγκη ελευθερίας και αυτοκαθορισμού. Πιο απλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Αγαπημένη είναι μια ιστορία φαντασμάτων που εξερευνά τις ψυχολογικές συνέπειες του φόνου, της οδύνης, της μοναξιάς. Μόνον που τα φαντάσματα ελλοχεύουν μέσα στο είναι των ηρώων.

***


Η Αγαπημένη στηρίζεται στην αληθινή ιστορία της Μάργκαρετ Κάρνετ που είχε δραπετεύσει από το Κεντάκι και προσπάθησε να σκοτώσει τα παιδιά της όταν την πρόλαβαν οι φρουροί, στο Οχάιο του 1850, γιατί δεν ήθελε να καταντήσουν κι εκείνα σκλάβοι. «Στην αρχή σκέφτηκα ότι δεν θα μπορούσε να γραφτεί μια τέτοια ιστορία αλλά με ενοχλούσε να μην μετουσιωθεί σε τέχνη», έγραψε η συγγραφέας. Γιατί, όπως το Ολοκαύτωμα έτσι και η Δουλεία είναι μια πολύ σοβαρή Ιστορία για να μετατραπεί σε μυθοπλασία και χρειάζεται μια διαφορετική προσέγγιση κάθε φορά.

***


Στο νούμερο 124 στην οδό Μπλοθστόουν, απ’ όπου ξεκινάει η αφήγηση, βρίσκεται το στοιχειωμένο σπίτι: «Γεμάτο με το δηλητήριο ενός μωρού».
Βρισκόμαστε στο 1873, μόλις έχει τελειώσει ο εμφύλιος πόλεμος και, μολονότι η σκλαβιά έχει τερματιστεί, εξακολουθεί να βασανίζει την ψυχή των Αφροαμερικανών μαύρων. Η γιαγιά Μπέιμπι Σαγκς, η πεθερά της Σιθ, έχει πεθάνει πριν από οκτώ χρόνια, τα δύο εγγόνια της και παιδιά της Σιθ έχουν φύγει μην αντέχοντας την ατμόσφαιρα στο 124. Η Σιθ και η κόρη της, Ντένβερ, μόνες πια και αποφασισμένες, πρέπει να αναμετρηθούν με το φάντασμα που τις βασανίζει, γιατί το στοιχειωμένο σπίτι κατατρύχεται από την οπτασία της σκοτωμένης κόρης της. Ποτέ δεν μαθαίνουμε το όνομα του κοριτσιού, η Σιθ ζήτησε να χαράξουν στον τάφο της μια απλή λέξη, «Αγαπημένη», κι αυτό το έκανε δίνοντας το κορμί της στον χαράκτη ανάμεσα στους τάφους.
Το μυθιστόρημα ξεκινάει την ημέρα που εμφανίζεται ο Πωλ Ντη, τον οποίο γνώριζε η Σιθ όταν δούλευαν στο κτήμα του κυρίου Γκάρνερ, στο Κεντάκι. Ο Πωλ Ντη, ο τελευταίος άντρας από το «Φιλόξενο σπιτικό», αναζητά την Σιθ δεκαοκτώ χρόνια μετά. Η Σιθ τον καλεί μέσα. Αυτός λοιπόν εξορκίζει το φάντασμα του σπιτιού.
Από αυτό το σημείο και μετά η ιστορία ξετυλίγεται σε παράλληλα επίπεδα: αφ’ ενός στο παρόν, στο 124, και αφ’ ετέρου σε ό,τι συνέβη στο «Φιλόξενο σπιτικό» στο παρελθόν. Το κομμάτι του παρελθόντος περιγράφεται μέσα από αναδρομές όπου ξεπηδάει σταδιακά η ιστορία της Σιθ. Γεννήθηκε στο Νότο από μητέρα Αφρικάνα που δεν γνώρισε ποτέ, στα δεκατρία της πουλήθηκε στους Γκάρνερ, στο «Φιλόξενο Σπιτικό». Η Σιθ ζήτησε να παντρευτεί τον Χαλ επειδή εκτίμησε το γεγονός ότι, για να εξαγοράσει την ελευθερία της μητέρας του, νοίκιαζε τον εαυτό του τα Σαββατοκύριακα. Έτσι η Σιθ και ο Χαλ απόκτησαν δύο αγόρια και ένα κορίτσι που δεν μαθαίνουμε το όνομά του.
Όμως, όταν πέθανε ο κύριος Γκάρνερ, ανέλαβε το κτήμα ο γαμπρός του, ο επονομαζόμενος δάσκαλος που, μαζί με τους ανιψιούς του, γίνονται πιο σκληροί και καταπιεστικοί και συλλαμβάνουν τον Πωλ Ντη που ήθελε να δραπετεύσει. Στο μεταξύ η Σιθ σκόπευε να το σκάσει και έχει ήδη στείλει τα παιδιά της, με ένα καραβάνι νέγρων, στην πεθερά της την Μπέιμπι Σαγκς, στο Σινσινάτι.
Ύστερα από τη σύλληψη των σκλάβων, φυλακίζουν την Σιθ μέσα στην αποθήκη και την κακοποιούν ενώ ο Χαλ, κρυμμένος, παρατηρεί την αποτρόπαιη σκηνή και τρελαίνεται. Ο Πωλ Ντη είναι αναγκασμένος να φοράει ένα σιδερένιο φίμωτρο. Η Σιθ μαστιγώνεται παρά το γεγονός ότι είναι έγκυος. Πληγωμένη και σημαδεμένη δραπετεύει έχοντας ένα «δέντρο» στην πλάτη της από το μαστίγωμα. Και όταν θα έρθει η ώρα να επιλέξει αν πρέπει το μωρό της να ζήσει σκλαβωμένο, δεν θα το επιτρέψει.
Όλα αυτά τα μαθαίνουμε σαν να ξεφλουδίζουμε ένα κρεμμύδι. Οι μνήμες ανασύρονται και θάβονται, όπως το μυαλό της Σιθ που είναι φυλακισμένο αλλά απελευθερώνεται μέσα από την πράξη της αφήγησης. Το φάντασμα του νεκρού μωρού και η επιστροφή της Αγαπημένης στο 124 είναι η αφορμή για την επανεκκίνηση της μνήμης, συμφιλιωτικής και στενάχωρης, ιαματικής και τραυματικής.

***


Ένα ακόμη χαρακτηριστικό στα μυθιστορήματα της Μόρισον είναι οι δυνατές φιλίες γυναικών. Μπορεί η σχέση ανδρός και γυναικός να είναι μια πρωτεύουσα σχέση αλλά οι γυναίκες πάντα έχουν στο πλευρό τους φίλες, ειδικά όταν λείπουν οι άντρες και δεν κυριαρχούνται από την έλλειψη του άλλου φύλου όπως στα μυθιστορήματα του Χένρι Τζέιμς ή της Τζέιν Ώστιν. Μπορεί σήμερα να έχουμε δεκάδες αφηγήσεις με φιλίες γυναικών αλλά όταν ξεκίνησε να τις περιγράφει η Μόρισον, ειδικά με το Σούλα (1971), ήταν κάτι εντελώς ριζοσπαστικό.
Η Αγαπημένη, μια ιστορία βίαιη, σωματική, λυρική, απόκοσμη αλλά και γήινη, διαβάζεται σαν ένα τραγούδι των Μαύρων που ξεκινάει από τις φυτείες των σκλάβων, περνάει στους αγώνες τους να αποτινάξουν τις αλυσίδες και τα φίμωτρα και φτάνει στις μέρες μας, στους ίδιους αγώνες που δίνει κάθε μεγάλη ή μικρή κοινότητα για να διεκδικήσει δικαιώματα και ισότιμη μεταχείριση. Η Αγαπημένη είναι ένα γκόσπελ που μετατρέπεται σε τζαζ και απλώνεται με σόουλ και χιπ χοπ ρυθμούς στις γειτονιές του κόσμου.

Θεόδωρος Γρηγοριάδης,
συγγραφέας

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet