Διαμένουν σε πούλμαν και τρώνε παξιμάδι και τομάτα οι πρόσφυγες που περιμένουν να τους επιβιβάσουν σε πλοίο του πολεμικού ναυτικού. Του Νίκου ΣερβετάΑπό το αεροδρόμιο προς τη Μυτιλήνη τηλεφώνησα σε γνωστό δημοσιογράφο του νησιού λέγοντας του ότι θα θέλαμε να τον δούμε. Πριν μου πει οτιδήποτε άλλο, πριν με χαιρετήσει καν, η απολύτως πρώτη κουβέντα του ήταν «Να προσέχετε. Η κατάσταση εδώ είναι τρομερά επικίνδυνη». Δεν του ζήτησα εξηγήσεις, ήξερα. Άλλωστε, αυτός ήταν και ο λόγος της επίσκεψής μας στο νησί.
Το διαπιστώσαμε με την άφιξη. Η πρώτη εικόνα ήταν μεν εντυπωσιακή, αλλά έδειχνε περισσότερο ένταση παρά κίνδυνο. Στρατιώτες με προτεταμένα όπλα στο ένα χέρι και σκυλιά στο άλλο περιπολούσαν στην παραλία. Τι μπορούσαν να ψάχνουν; Τους « λαθρό-εισβολείς» ίσως.
Με στολές παραλλαγήςΤον κίνδυνο τον διαπίστωσα αμέσως μετά, όταν πλησιάσαμε στο λιμάνι για να κινηματογραφήσουμε την επιβίβαση ομάδας προσφύγων, σε πλοίο του πολεμικού ναυτικού. Στρατιώτες και αστυνόμοι, με πλήρη εξάρτηση, κουκούλες και μαύρα γυαλιά, και στην είσοδο και παντού γύρω. Ανάμεσά τους και κάποιοι μεσήλικες, με φθαρμένες στολές παραλλαγής - σαν αυτές που φοράνε οι κυνηγοί νομίζοντας ότι δεν τους βλέπουν τα ζώα - ξεχνώντας ότι τα ζώα δεν βλέπουν αλλά τους αντιλαμβάνονται από μακριά λόγω της μυρωδιάς τους - και παπούτσια σκαρπίνια. Ήταν αυτοί που έκαναν τους ελέγχους. «Τι είναι αυτό, εγώ θέλω χαρτί με σφραγίδα» είπε ένας απ’ αυτούς σε συνάδελφο δημοσιογράφο, επίσης ξένου τηλεοπτικού συνεργείου, που έδειξε την άδεια κινηματογράφησης την οποία είχε πάρει μέσω e-mail στο κινητό τηλέφωνο του. Ο άνθρωπος δεν κατάλαβε τι του έλεγε στα ελληνικά αλλά ο αυτόκλητος φύλακας των συνόρων επέμενε: «σφραγίδα, σφραγίδα, stamp». Οι κάμερες ελληνικών καναλιών είναι μόνιμα εγκατεστημένες δίπλα στην προβλήτα.
Παρκάραμε για να δούμε τι θα κάνουμε. Αμέσως εμφανίστηκε μπροστά μας ένας ευτραφής μεσήλικας. «Όχι εδώ απαγορεύεται» μας είπε σε πολύ καλά αγγλικά. «Από ποιόν απαγορεύεται;» τον ρώτησα» «από ’μενα» ήταν η απάντηση που μου έδωσε. «Κι όλα αυτά τα αυτοκίνητα που είναι εδώ;» συνέχισα με αφέλεια. «Να μη σε νοιάζει. Ξεκουμπιστείτε από ’δω, γουρούνια». Δεν χρειάστηκε να μεταφράσω στον Κρίστοφερ και τον Σαλίμ. Συνεννοηθήκαμε με τα μάτια.
Πήγαμε στο Λιμεναρχείο για να βγάλουμε τις σχετικές άδειες. Εκεί ήρθε η έκπληξη. Κάτι που αντιμετώπισα για πρώτη φορά στην όχι και μικρή επαγγελματική πορεία μου είναι ότι με την υποβολή της αίτησης για να δοθεί άδεια κινηματογράφησης από τις ελληνικές αρχές θα πρέπει να κατατεθεί και απόδειξη πληρωμής παράβολου του δημοσίου, ποσού 2,93 ευρώ το οποίο όμως θα πρέπει να πληρωθεί μόνο μέσω του TAXISNET. Δηλαδή, απεσταλμένος ή ανταποκριτής ξένου μέσου ενημέρωσης, ο οποίος δεν έχει αριθμό φορολογικού μητρώου, δεν μπορεί να πληρώσει το παράβολο. Τηλεφωνώ σε συνάδελφο στην Αθήνα και του περιγράφω το περιστατικό. «Αυτό είναι οργανωμένη προσπάθεια φίμωσης» ήταν η απάντηση του.
Παρενοχλούνται οι αλληλέγγυοιΠρώτη μας συνέντευξη ήταν με μία κοπέλα, Σουηδή, μέλος οργάνωσης ανθρωπιστικής βοήθειας. Την πήραμε από το σπίτι της με το δικό μας αυτοκίνητο και την επιστρέψαμε έξω από την πόρτα της. «Στην αρχή μας παρενοχλούσαν αλλά δεν καταλαβαίναμε τι έλεγαν και νομίζαμε ότι ήταν τα συνηθισμένα ελληνικά «μάτσο φλερτ». Όσο περνούσαν οι μέρες γίνονταν επιθετικοί και μας έβριζαν, ήταν τα ίδια άτομα. Αποφεύγαμε πλέον να βγαίνουμε έξω τα βράδια. Κλειστήκαμε μέσα και πηγαίναμε όλες μαζί όπου είχαμε να πάμε. Βρήκα κρεμασμένη στην πόρτα μου μία σακούλα με κόπρανα. Ειδοποίησα τους επικεφαλής της οργάνωσης και μου είπαν ότι πρέπει να φύγουμε αμέσως. Έχουν αποχωρήσει πολλές οργανώσεις και η κατάσταση στον καταυλισμό της Μόριας χειροτερεύει συνεχώς. Αν φύγουμε και εμείς οι πρόσφυγες θα μείνουν στα χέρια τους τελείως απροστάτευτοι». Την επομένη ταξίδευε.
Οι εικόνες και οι κουβέντες ίδιες, απ’ όλους όσους συναντήσαμε. Αμερικανός συνάδελφος μας είπε ότι του κόλλησαν στον φακό της κάμερας μασημένες τσίχλες. «I have coronavirus» του είπε ένας απ’ αυτούς που το έκαναν.
«Αυτοί δεν είναι άνθρωποι»Μάθαμε ότι τα απογεύματα, αφού τελειώσουν τις δουλείες τους, ορισμένοι κάτοικοι στήνουν μπλόκο έξω από το χωρίο Μόρια και δεν επιτρέπουν να περνάνε πρόσφυγες. Πήγαμε να τους δούμε. Ήταν αρκετοί, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι. Ανάμεσά τους και κάποια παλικάρια, κατά πολύ νεότεροι σε ηλικία, με ύφος βλοσυρό κοίταγαν γύρω και έδιναν, με τα μάτια, εντολές για το ποιος θα μας μιλήσει και ποιος όχι. Ο κοινοτάρχης μας είπε ότι είχε μία δουλειά και έπρεπε να φύγει αμέσως. Αν θέλαμε να του μιλήσουμε και να μας δώσει την άδεια να κινηματογραφήσουμε, με ποια αρμοδιότητα άραγε, θα έπρεπε να πάμε την επομένη το πρωί στο γραφείο του. Συμφωνήσαμε. Ο αστυνόμος που πέρασε με το περιπολικό χαιρετήθηκε με διάφορους. «πώς πάει;» ρώτησε. «Εδώ, στον αγώνα» του είπε ένας. «Κουράγιο» απάντησε και έφυγε. Μείναμε για κάμποση ώρα και προσπαθήσαμε να μιλήσουμε με τον κόσμο χωρίς κάμερα. «Δεν θέλουμε να σας μιλήσουμε στην κάμερα διότι εσείς πηγαίνετε και τα αλλάζετε και κάνετε fake news» μας είπε ένας παλιός ναυτικός σε λιμανίσια αγγλικά. «Έχουμε κουραστεί να τους βλέπουμε, δεν μπορούμε άλλο. Αυτοί δεν είναι άνθρωποι αυτοί, καίνε σπίτια, πηδάνε κατσίκες, κατέστρεψαν όλα τα λιόδεντρα, κουραστήκαμε πια» μας λέει ένας άλλος και μας δείχνει φωτογραφίες στο κινητό του για να τεκμηριώσει τα λεγόμενα του. Οι ίδιες ακριβώς φωτογραφίες, και σε κινητά άλλων, σαν να μην τις είχαν τραβήξει οι ίδιοι αλλά να τις αντάλλαξαν μεταξύ τους ή να τις πήραν από τον ίδιο αποστολέα.
Την άλλη μέρα το πρωί πήγαμε να βρούμε τον κοινοτάρχη. Συναντηθήκαμε έξω από το γραφείο το κτήριο της κοινότητας, έφευγε διότι είχε δουλειά. «Δεν ξέρω τι ώρα θα επιστρέψει, έχει να αλλάξει κάτι λάμπες» μας είπε υπάλληλος του γραφείου. Μπήκαμε μέσα στο χωριό. Σώγαμπρος, όπως μας συστήθηκε, μας μίλησε. Γύρω στα 35, οικοδόμος. «Πρέπει να γίνει αποσυμφόρηση από τους λαθρομετανάστες. Δύο χιλιάδες άνθρωποι ζουν περιτριγυρισμένοι από είκοσι χιλιάδες ξένους. Ο κόσμος θέλει να ξαναβρεί την καθημερινότητα του, να ξαναπάει στις δουλείες του, τα παιδιά να παίξουν στους δρόμους» Μια χαρά καταγράφηκε με τα λόγια του και η «άλλη πλευρά». Ήταν ουσιαστικός, ανθρώπινος. Οι λέξεις που χρησιμοποιούσε έδιναν πολιτικό στίγμα, αλλά το νόημα τους την ουσία του θέματος.
Το αντικείμενο της διαμάχης, βρέθηκε ξαφνικά μπροστά μας. Η Μπακίζ, από το Αγφανιστάν μαζί με τη μάνα της, τα δύο αδέλφια της και το μικρό μωρό της. Τα λίγα λεπτά που μας μίλησε όσα αυτοκίνητα πέρασαν από δίπλα κόρναραν δυνατά και παρατεταμένα, από μέσα ακούστηκαν βρισιές. «Θέλεις να μείνεις στην Ελλάδα ή θέλεις να πας σε κάποια χώρα στην Ευρώπη» την ρωτάει η Κρίστοφερ «θέλω ένα σπίτι να μείνω. Στη σκηνή που μένω 3 χρόνια θα έχω κακό μέλλον, εγώ θέλω να έχω καλό μέλλον» είπε με τα σπασμένα αγγλικά της.
Ξαναπερνάμε από το γραφείο της κοινότητας. Ο κοινοτάρχης δεν έχει φανεί, δεν ξέρουν ούτε πού είναι ούτε πότε θα γυρίσει. Επιστροφή, με το αυτοκίνητο, στη Μυτιλήνη για μοντάζ. Βλέπουμε πίσω μας δύο μοτοσυκλέτες να πηγαίνουν με τον δικό μας ρυθμό. Δεν θέλουν να μας προσπεράσουν. Μέσα σε ένα χωράφι η Μπακίζ θηλάζει το μωρό. Στον μεγάλο δρόμο η μία μοτοσυκλέτα περνάει μπροστά. Μπαίνουμε σε ένα βενζινάδικο για να δούμε τι θα γίνει. Οι μοτοσυκλέτες σταματάνε και περιμένουν στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
Τηλεφώνημα στη Στοκχόλμη για οδηγίες. «Αλλάξτε αμέσως αυτοκίνητο και ξενοδοχείο, τελειώστε τα γυρίσματα με το θέμα που κάνετε και μην αρχίσετε άλλο. Πάρτε το πρώτο αεροπλάνο και φύγετε αμέσως.” Το μοντάζ το κάναμε στην Αθήνα και τη βραδινή σύνδεση από την πλατεία Συντάγματος, λίγο μετά τη διαδήλωση.