Σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος της Γερμανίας είδε την κρίση στα ελληνοτουρκικά σύνορα σαν μια απειλή επανάληψης των γεγονότων του 2015, τα οποία όλοι δείχνουν να θέλουν να αποφύγουν πάση θυσία. Με δεδομένη αυτή την προτεραιότητα είναι εύκολα εξηγήσιμες και οι χλιαρές αντιδράσεις για τις παλινωδίες της ελληνικής κυβέρνησης.
Του Δημήτρη ΣμυρναίουΟ καιρός που η απόρριψη των προσφύγων και μεταναστών και ο χαρακτηρισμός τους ως μια απειλή για την Ευρώπη ήταν αποκλειστικό «προνόμιο» της ακροδεξιάς έχει περάσει προ πολλού στην Γερμανία. Οι τελευταίες εξελίξεις στον Εβρο έφεραν στο προσκήνιο το φάντασμα επανάληψης της μεγάλης κρίσης του 2015 και τα πολιτικά κόμματα έδειξαν να τρομάζουν από ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών απεφάνθη ότι δεν υπάρχει χώρος για υποδοχή νέων προσφύγων από την Γερμανία, τουλάχιστον όσο και οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ δεν είναι έτοιμες να εφαρμόσουν την παλιά ή μια νέα απόφαση για ποσοστώσεις, η οποία στην πράξη ποτέ δεν εφαρμόστηκε. Για τους Χριστιανοδημοκράτες το θέμα ήταν απλό. Σε μια περίοδο που έχει ξεκινήσει η κούρσα της διαδοχής της Ανγκέλα Μέρκελ κανένας από τους υποψήφιους δεν είναι διατεθιμένος να ρισκάρει. Οι δημοσκοπήσεις σε διάφορες ιστοσελίδες μεγάλων γερμανικών ΜΜΕ έδιναν ποσοστά πάνω από 75% σε εκείνους, που δηλώνουν ότι η Γερμανία δεν πρέπει να δεχτεί άλλους πρόσφυγες. Σκληρότερος όλων ήταν ίσως ο Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος απορρίπτει εδώ και καιρό το ενδεχόμενο μιας πιο φιλικής πολιτικής για τους πρόσφυγες. Ισως αυτό είναι ένα μέρος του σχεδίου του για τον «επαναπατρισμό» ψηφοφόρων που έχουν στραφεί στην ακροδεξιά.
Μια καρδιά για (μερικά) παιδιάΟ μόνος που έκανε μια δήλωση σε πιο ανθρωπιστικό πνεύμα ήταν ο βαυαρός, χριστιανοκοινωνιστής υπουργός των Εσωτερικών Χορστ Ζέεχοφερ, ο οποίος άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο για μεταγκατάσταση 5.000 ασυνόδευτων παιδιών από την Ελλάδα. Αλλά και αυτός έσπευσε να διευκρινίσει υπό το βάρος της κατακραυγής συγκεκριμένων Μέσων ότι εννοούσε κάτι τέτοιο σε ένα πανευρωπαϊκό πλαίσιο και μόνο για ένα πολύ συγκεκριμένο-περιορισμένο αριθμό.
Για τους σοσιαλδημοκράτες τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα, αφού από τη μια η ηγεσία του κόμματος συντάσσεται με την Χριστιανοδημοκρατία, ενώ από την άλλη η νεολαία του κόμματος εκφράζει σαφώς φιλοπροσφυγικές θέσεις. Το κατά πόσον η διαφωνία αυτή θα μπορούσε να ταράξει για μια ακόμα φορά τη φαινομενική ηρεμία των τελευταίων εβδομάδων μέσα στο SPD μένει να φανεί, αναλόγως και των εξελίξεων των επόμενων ημερών.
Δύσκολα είναι τα πράγματα και για τους Πράσινους. Ηγετικά τους στελέχη μίλησαν για βοήθεια προς την Ελλάδα και τους πρόσφυγες, στο πνεύμα της παραδοσιακής γραμμής του κόμματος. Είναι σαφές όμως ότι σε μια περίοδο, που το κόμμα βαδίζει από την μια εκλογική επιτυχία στην άλλη και τα ποσοστά του παραμένουν σε επίπεδα ρεκόρ, μια τοποθέτηση υπέρ της υποδοχής προσφύγων θα μπορούσε να έχει μεγάλο κόστος και απώλειες από ένα κεντρώο ακροατήριο που δείχνει να τους εμπιστεύεται περισσότερο. Ετσι και αυτοί τηρούν μια πιο προσεκτική στάση, παρά τις επιμέρους προτάσεις για την μεταφορά τουλάχιστον ασυνόδευτων παιδιών στη χώρα. Ακόμα και η Αριστερά κατανοεί ότι είναι δύσκολο να πάει ενάντια στο ρεύμα και να αντικρούσει το επιχείρημα εκείνων που προειδοποιούν ότι οποιαδήποτε εκδήλωση καλής πρόθεσης από το Βερολίνο θα μπορούσε να προκαλέσει ένα νέο προσφυγικό κύμα. «Αν λέγαμε ότι θα δεχτούμε για παράδειγμα 10.000, αυτομάτως θα είχαμε 100.000 αιτήσεις», είναι το επιχείρημα που ακούει κανείς από πολλούς γερμανούς βουλευτές, ανεξαρτήτως προέλευσης.
Οι μόνοι που φαίνεται να χαίρονται με τους εκβιασμούς του Ερντογάν είναι οι ακροδεξιοί της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, οι οποίοι κινδυνολογούν ήδη ασύστολα στο πλαίοιο της ρητορικής για «εισβολείς» και «αντικατάσταση πληθυσμών». Αλλά όπως είπαμε και στην αρχή το ακροδεξιό λεξιλόγιο έχει καταστεί πλέον ευρείας χρήσεως και από άλλες πολιτικές δυνάμεις. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν καταγγελίες από την die Linke ότι νεοναζί έχουν μεταβεί στα ελληνοτουρκικά σύνορα προκειμένου να «συνδράμουν» τους περιβόητους «πολιτοφύλακες» κυνηγούς προσφύγων και μεταναστών, που αλωνίζουν στην περιοχή.
Από την άλλη αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν πρωτοβουλίες αρκετών δήμων και κοινοτήτων από τη Γερμανία που προσπαθούν με «ιδίες δυνάμεις» να βρουν τρόπους για να φέρουν στη χώρα κυρίως ασυνόδευτα παιδιά από τις δομές της Λέσβου.
Κεντροδεξιά αλληλεγγύη με ακραία γαρνιτούραΠάντως, στο Βερολίνο προσεύχονται να αντέξουν τα σύνορα και να πιάσουν τόπο τα μέτρα αποτροπής και καταστολής. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν στον γερμανικό Τύπο πολλά ρεπορτάζ που αναφέρονται στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης μεταναστών και προσφύγων στα ελληνικά νησιά, στην υπερβολική χρήση βίας από τις ελληνικές αστυνομικές δυνάμεις και στην αναστολή ισχύος του διεθνούς δικαίου την οποία με πομπώδες ύφος ανακοίνωσε η αμήχανη ελληνική κυβέρνηση. Αλλά επειδή ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, η γερμανική κυβέρνηση προτίμησε να μην σχολιάσει το θέμα. Οπως επίσης δεν σχολίασε τα ρεπορτάζ, που εμφανίστηκαν σε γερμανικές εφημερίδες και ιστοσελίδες για τις βιαιότητες και απειλές εναντίον ΜΚΟ, κυρίως στη Λέσβο αλλά και σε άλλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Είναι φανερό ότι σε αντίθεση με το 2015 τώρα λειτουργούν και τα κομματικά αντανακλαστικά αλληλεγγύης που κάνουν τους συντηρητικούς της Ευρώπης να είναι πολύ πιο ελαστικοί στις κρίσεις τους απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση. Βεβαίως τα καλύτερα εύσημα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη δόθηκαν από τον Βίκτορ Ορμπαν, ο οποίος με καμάρι εκτίμησε ότι η Ευρώπη ήρθε τώρα στα λόγια του και υιοθέτησε επιτέλους έστω και καθυστερημένα τα μέτρα για την αποτροπή μιας «μουσουλμανικής εισβολής».
Σκληρότερη γλώσσα από εκείνη της κυβέρνησης, που απλώς «μάλωσε» τον Ερντογάν για τη στάση του χρησιμοποιούν και πολλά γερμανικά ΜΜΕ και απέναντι στην πολιτική της Τουρκίας. Δεν λείπουν οι προτάσεις για αυστηρότερες κυρώσεις ή για ακύρωση της συμφωνίας με την Αγκυρα και διακοπή της χρηματοδότησης προς την Τουρκία. Αλλά βεβαίως όλα αυτά είναι εύκολο να γραφτούν από ένα δημοσιογραφικό γραφείο στην Φρανκφούρτη. Οι πιο «ρεαλιστές»πάντως προτιμούν μια λύση που θα κατευνάσει και πάλι τον Ερντογάν, με μερικά πρόσθετα δισ. ευρώ, για να γλυτώσουν από τον πονοκέφαλο ουσιαστικής αντιμετώπισης του προσφυγικού αλλά και τις κατά καιρούς απειλές του. Μέχρι και για διπλασιασμό των συμφωνηθέντων κονδυλίων έφτασαν να γράψουν αρκεί να μπορέσουν να κρατήσουν το πρόβλημα μακριά τους. Το ερώτημα είναι αν αυτό θα αρκούσε για να ικανοποιή��ει την όρεξη του τούρκου προέδρου ή θα του την άνοιγε ακόμα περισσότερο.
•