Οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν ένα κλίμα πολιτικού θριάμβου. Τα κυβερνητικά μέτρα για το προσφυγικό φαίνεται ότι επικροτούνται από τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης υπερθεματίζουν. “Ακόμα πιο σκληρά μέτρα” ζητούν οι πολίτες, υποστηρίζει το «Πρώτο Θέμα» της 8-3-2020.
Είναι όμως η εικαζόμενη λαϊκή αποδοχή των μέτρων κριτήριο για την ορθότητα και τη νομιμότητά τους; Γίνεται δεκτό ότι σε ό,τι αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα, η αποδοχή της πλειοψηφίας έχει μικρή σημασία. Γι’ αυτό και τα ατομικά δικαιώματα δεν νοείται να τίθενται στη δοκιμασία του δημοψηφίσματος.
Τις προηγούμενες ημέρες, η κυβέρνηση πήρε κάποιες κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις σε σχέση με το προσφυγικό. Με πράξη νομοθετικού περιεχομένου ανέστειλε για ένα μήνα την υποβολή αιτήσεων ασύλου, αλλά και – ακόμα πιο σημαντικό – εξήγγειλε την επιστροφή στην καταγωγής τους χωρίς καταγραφή κάθε εισερχόμενου στη χώρα μετά την 1-3-2020. Ταυτόχρονα, κυβερνητικά στελέχη αφήνουν ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο δημιουργίας κέντρων κράτησης σε μη κατοικημένα νησιά.
Είναι νόμιμες οι αποφάσεις της κυβέρνησης;Είναι νόμιμες αυτές οι αποφάσεις; Η κυβέρνηση απαντά καταφατικά επικαλούμενη μεταξύ άλλων την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην υπόθεση N.D. και N.T. κατά της Ισπανίας και την απόρριψη από το ΕΔΔΑ ασφαλιστικών μέτρων σύρων προσφύγων σχετικά με την άρνηση πρόσβασης στην διαδικασία ασύλου.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Στη μεν πρώτη περίπτωση, το ΕΔΔΑ απέρριψε την αίτηση γιατί έκρινε ότι οι προσφεύγοντες - αιτούντες άσυλο θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη νόμιμη δίοδο και τη νόμιμη διαδικασία που πράγματι τους εξασφάλιζε το ισπανικό κράτος για να υποβάλουν το αίτημά τους. Στην ελληνική περίπτωση, μετά την 1η Μαρτίου, πλέον τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει.
Σε ό,τι δε αφορά στα ασφαλιστικά μέτρα, το ΕΔΔΑ έκρινε απλά ότι δεν συντρέχει κατεπείγουσα περίπτωση, αφού οι αιτούντες βρίσκονται ήδη σε τουρκικό έδαφος, και παρέπεμψε την ουσιαστική κρίση της υπόθεσης σε σύντομη δικάσιμο.
Ο αντίλογος στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου ήρθε – μεταξύ άλλων - από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και από το συμβουλευτικό όργανο της Ελληνικής Πολιτείας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) και το σύνολο των οργανώσεων που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα στη χώρα μας.
Σύμφωνα με την τεκμηριωμένη αυτή κριτική, μια κυβερνητική απόφαση (και μάλιστα με μειωμένη νομιμοποίηση, όπως είναι η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου) δεν μπορεί να καταργεί την υποχρέωση συμμόρφωσης προς διατάξεις που πηγάζουν από την δέσμευση της χώρας από διεθνείς συνθήκες.
Η κυβέρνηση επικαλέστηκε ως νομική βάση για την αναστολή της παραλαβής αιτήσεων ασύλου το άρθρο 78 παρ.3 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ. Το συγκεκριμένο άρθρο πράγματι προβλέπει τη λήψη προσωρινών μέτρων για την αντιμετώπιση επείγουσας κατάστασης λόγω αιφνίδιας εισροής υπηκόων τρίτων χωρών, Ωστόσο – και αυτό είναι μια κρίσιμη διαφορά – απαιτεί για το σκοπό αυτό την λήψη απόφασης από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μετά από πρόταση της Επιτροπής και σε διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κάτι που εν προκειμένω δεν υφίσταται.
Ξεκάθαρη η παραβίασηΤο πιο σημαντικό όμως είναι ότι η δέσμευση της χώρας για την παραλαβή αιτήσεων ασύλου πηγάζει απευθείας από τη Σύμβαση της Γενεύης, δηλαδή μια διεθνή συνθήκη που δεν μπορεί να ανασταλεί ούτε με απόφαση των κοινοτικών – ενωσιακών οργάνων, καθώς δεν υπάγεται στην κοινοτική δομή.
Και αν όμως ακόμα κανείς προσχωρούσε στιγμιαία στην γνώμη ότι αυτή η αναστολή είναι νοητή, οπωσδήποτε δεν μπορεί να υποστηριχθεί το ίδιο για την άλλη απόφαση της κυβέρνησης, δηλαδή την άμεση επαναπροώθηση κάθε εισερχόμενου στη χώρα μετά την 1-3-2020 χωρίς καταγραφή. Εδώ, είναι προφανές ότι η επιστροφή χωρίς εξέταση στην χώρα προέλευσης αποτελεί παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης και εκθέτει τον δυνητικό πρόσφυγα σε άμεσο κίνδυνο ζωής. Και αν ακόμα δηλαδή μια χώρα αναστείλει για συγκεκριμένο χρόνο την παραλαβή αιτημάτων ασύλου, οφείλει να κρατήσει στο έδαφός της και μην επιστρέψει κανένα στη χώρα προέλευσης χωρίς να του δώσει πρώτα την δυνατότητα να ακουστεί και να υποβάλει αίτημα διεθνούς προστασίας, μετά την λήξη της αναστολής. Η παράβαση αυτού του κανόνα δεν μπορεί να έχει κανένα νομικό έρεισμα. Αντιθέτως, αποτελεί την πιο ξεκάθαρη περίπτωση παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Αντίστοιχες σκέψεις μπορεί να κάνει κάποιος σε σχέση με το ζήτημα της ιδέας για τη δημιουργία κέντρων κράτησης σε μη κατοικημένα νησιά. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι είναι μια λύση συμβατή με το διεθνές δίκαιο. Αυτό είναι εξαιρετικά αμφίβολο. Σε μία χώρα που έχει καταδικαστεί επανειλημμένα για τις συνθήκες κράτησης των κρατουμένων της, ιδίως των τελούντων υπό διοικητική κράτηση, σε μία χώρα που δημιούργησε και ανέχτηκε την Παγανή και τη Μόρια, η δημιουργία τέτοιας ποιότητας φυλακών υπό το πρόσθετο φορτίο της απομόνωσης, είναι σαφές ότι συνιστά την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.
Ακραία επίδειξη σκληρότηταςΤο γεγονός ότι κυβερνητικά στελέχη - και δυστυχώς όχι μόνο οι συνήθεις ακροδεξιοί - δηλώνουν ότι το ενδεχόμενο αυτό διερευνάται σοβαρά, σημαίνει ότι η κυβέρνηση ήδη διανοείται το αδιανόητο και βρίσκεται χωρίς αναστολές στο δρόμο για την υιοθέτηση των πιο ακραίων λύσεων, καθώς μάλιστα νιώθει ότι δεν έχει θεσμικούς περιορισμούς.
Εξάλλου η εγχώρια δικαστική εξουσία εξαντλεί την ενεργητικότητά της στην επίδειξη σκληρότητας απέναντι στους πιο αδύναμους καταδικάζοντας - για παράδειγμα – στην Ορεστιάδα για το πλημμέλημα της παράνομης εισόδου στη χώρα εκατοντάδες πρόσφυγες και μετανάστες σε 4 χρόνια φυλάκιση χωρίς αναστολή και χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση. Οι άνθρωποι αυτοί οδηγούνται πλέον στις ασφυκτικά γεμάτες φυλακές.
Είναι δικαιολογημένη αυτή η ακραία επίδειξη σκληρότητας; Είναι δυνατόν η δικαιοσύνη να λειτουργεί παραδειγματικά και με κριτήριο μόνο την πολιτική σκοπιμότητα της απόφασης;
Η όποια λαϊκή αποδοχή όλων των παραπάνω δεν τα νομιμοποιεί ουσιαστικά. Εξάλλου, όπως μας έχει δείξει η πρόσφατη ιστορία αυτού του τόπου, θηριώδεις πλειοψηφίες αποδείχθηκε πως έσφαλαν και μάλιστα οικτρά. Αυτό που άφησαν ως κληρονομιά ήταν η παθογένεια του αυταρχικού αποκλεισμού του αντίλογου από το δημόσιο χώρο. Ας θυμηθούμε την υστερία ιδίως της πρώτης εποχής του Μακεδονικού, τις κραυγές για τα άμεση απέλαση όλων των “αλβανών εγκληματιών” κατά τα πρώτα χρόνια της αλβανικής μετανάστευσης και την πάνδημη υποστήριξη της Ολυμπιάδας της ντόπας και της εκτίναξης του χρέους.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπήρξαν μικρές, αλλά δραστήριες, μειοψηφίες που έδρασαν – με αυτοπεποίθηση και πείσμα – ως οι φορείς ενός αντίλογου στην ελληνική κοινωνία. Είναι άμεση ανάγκη το ίδιο να συμβεί και τώρα.
Βασίλης Παπαστεργίου,δικη��όρος, μέλος του ΔΣ του ΔΣΑ