Χριστόφορος Κάσδαγλης, «1983», εκδ. Καστανιώτη 2019«Είμαι ο Βλαδίμηρος Δημητριάδης, δημοσιογράφος, ακτιβιστής, τζογαδόρος και παλαιοκομμουνιστής. Μερικοί με θεωρούν επίσης περιστασιακό ερωτύλο».
Έτσι μας συστήνεται ο ήρωας του νέου βιβλίου του Χριστόφορου Κάσδαγλη, του έκτου του, ενός μυθιστορήματος που έχει τον τίτλο «1983» και παίζει φανερά με τον εμβληματικό οργουελικό τίτλο «1984». Και μας συστήνεται έτσι όπως μας είχε συστηθεί και στο πρώτο του, αφού, ο κεντρικός ήρωας του πολυσυζητημένου «Σπλιτ!», του βιβλίου με το οποίο ο Κάσδαγλης έκανε το λογοτεχνικό του ντεμπούτο το 2009, κάνει τώρα δυναμική επανεμφάνιση. Ο Χριστόφορος Κάσδαγλης έγραψε ενδιάμεσα κι άλλα βιβλία που έκαναν αίσθηση, «Το γαμώτο ενός παναθηναϊκού», φυσικά το «Απολύομαι και τρελαίνομαι», τους «Ανώνυμους χρεωκοπημένους» (2012) αλλά και «Το ημερολόγιο ενός ανέργου» (2014). Πέντε χρόνια μετά το τελευταίο αυτό βιβλίο που γράφτηκε, όπως και το προηγούμενο, στην καρδιά της κρίσης, με αυτήν ακριβώς στο επίκεντρό του, ο Χριστόφορος Κάσδαγλης κάνει μερικά βήματα πίσω και μας μεταφέρει στο 1983, όταν ο ίδιος ήταν 25άρης και ο Βλαδίμηρος, ο ήρωάς του, εικοσάχρονος.
Μας μεταφέρει με άλλα λόγια στα πρώτα χρόνια της εποχής ΠΑΣΟΚ και αφηγείται, με τα μάτια του Βλαδίμηρου, ενός Ρηγά φοιτητή της Νομικής, το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής. Στο κέντρο της αφήγησης είναι μια κατάληψη. Η κατάληψη της Νομικής που ξεκίνησε στις 23 Νοεμβρίου του 1983 και τελείωσε ένα μήνα μετά περίπου. Ο Κάσδαγλης την καταγράφει από την αρχή ως το τέλος, με χιούμορ, κυρίως υποδόριο αλλά όχι μόνο, αλλά και με κριτικό βλέμμα. Όπως και ο ίδιος διευκρινίζει στο τέλος, ο Βλαδίμηρος την περιγράφει άλλοτε με τα αλλοτινά και άλλοτε με τα σημερινά του μάτια ενώ κάθε τόσο, έντεχνα, μπαίνει στο κάδρο και η ματιά του συγγραφέα.
Λέει χαρακτηριστικά για τις καταλήψεις ο Βλαδίμηρος, πάντα σε πρώτο πρόσωπο: «Η κατάληψη αποτελεί κορυφαία μορφή πάλης του φοιτητικού κινήματος. Αλλά είναι επίσης συντροφικότητα και μυσταγωγία – μια ηφαιστιογενής πρόσχωση στην πεζή φοι��ητική καθημερινότητα. Έχει κάτι από αυγουστιάτικες βραδιές σε κάμπινγκ. Γούντστοκ, Μάης του ’68, Πολυτεχνείο. Τελετουργίες ιθαγενών ή αδελφότητες Αμερικανών φοιτητών. Υπάρχει και μια υπόγεια σεξουαλικότητα, καταπιεσμένη πάντως από παλαιοκομμουνιστικές αναστολές και από την πιθανότητα μήπως ατυχή περιστατικά γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τις δυνάμεις της αντίδρασης και οδηγήσουν σε διασυρμό του μαζικού φοιτητικού κινήματος.
Μαζικού ε; Υποθέτω πως θα μπορούσες διασταλτικά να το πεις κι έτσι».
Στο βιβλίο ο μεν κεντρικός ήρωας βλέπει με συμπάθεια, αλλά και κριτικά το παρελθόν του (μέμφεται τους εργατοπατέρες, αμφιβάλλει για τη σκοπιμότητα διαφόρων διαδικασιών χωρίς όμως να τις ακυρώνει), ο δε συγγραφέας σαρκάζει (αυτοσαρκαζόμενος) ακόμα και το ίδιο το μυθιστόρημα ως είδος, διακόπτοντας σε κάποιο σημείο την αφήγηση για να πει ότι στο σημείο εκείνο ακριβώς ενός «μυθιστορήματος ενηλικίωσης» θα χρειαζόταν κανονικά «λίγη μυρωδιά από νυχτολούλουδο ως στοιχείο ρομαντισμού», τουλάχιστον με βάση τις τρέχουσες συνταγές.
Από τις σελίδες του βιβλίου περνούν πολλά σημαντικά και λιγότερο σημαντικά γεγονότα της εποχής. Η «κοινωνικοποίηση» των (προβληματικών) επιχειρήσεων, η ανακήρυξη του «ψευδοκράτους» από τον Ντεκτάς, οι αξιόποινες πράξεις (και βιασμοί) Αμερικανών στρατιωτικών των βάσεων οι οποίοι, όμως, απολάμβαναν ασυλία λόγω ετεροδικίας. Εκείνο όμως που πάνω απ’ όλα πετυχαίνει ο Χριστόφορος Κάσδαγλης στο βιβλίο του, πέρα από τη – συχνά σπαρταριστή – αποτύπωση του κλίματος της εποχής και το ωραίο, αληθινά ψυχαγωγικό του ύφος, είναι η δημιουργία ενός πολύ ενδιαφέροντα και απόλυτα πειστικού κεντρικού χαρακτήρα. Ο Βλαδίμηρος είναι πράγματι ένας ανθρωπότυπος της εποχής του: αυθάδης, συγκρουσιακός με την οικογένεια, εξ επαγγέλματος επαναστάτης αλλά και λίγο φοβισμένος για το μέλλον που του επιφυλάσσει αυτό, με κάμποσο ύφος και εύκολη απόρριψη προς όσους και όσα τον ενοχλούν, συμπαθητικός όμως, που θα γίνει εντέλει δημοσιογράφος γιατί δεν μπορεί να κάνει κάτι άλλο, ή γιατί τον είχε προσβάλει το σχετικό μικρόβιο. «Αν όχι από έρωτα, σίγουρα πάντως από ανάγκη. Από συνοικέσιο».
Μανώλης Πιμπλής