-Το άλλο το ξέρετε, μακαριότατε;
-Ποιο άλλο, τέκνον Ευάγγελε;
-Αυτό με τον ιερέα σ’ ένα χωριό της Ιταλίας… Που έγινε μεγάλη πλημμύρα κι έτρεχαν οι άνθρωποι να σωθούν… Που στείλανε απ’ τη νομαρχία πούλμαν να πάρουν τον κόσμο … Που μόνο ο παπάς δεν ήθελε να φύγει – «Ελάτε πάτερ, τα πράγματα είναι σοβαρά, κινδυνεύει η ζωή σας» … «Όχι, παιδιά μου… Έχω την πίστη μου στον Πανάγαθο… Αυτός θα με σώσει»... Και μετά…
-Και μετά τι, τέκνον μου;
-Και μετά τους πήρανε όλους τα πούλμαν, μακαριόττατε, κι έμεινε ο παπάς μόνος του στην εκκλησία … Αλλά την άλλη μέρα το νερό ανέβηκε άλλο τόσο… Κι ενώ βρίσκεται ανεβασμένος στο άμβωνα με το νερό να του φτάνει στα πόδια, μπαίνει στην εκκλησία μια φουσκωτή βάρκα του στρατού και του φωνάζουνε, «Ελάτε πάτερ, το νερό θα ανέβη κι άλλο, κινδυνεύετε, ελάτε…», «Όχι τέκνα μου», αυτός… «Εμένα θα με σώσει ο Πανάγαθος, φύγετε, φύγετε!»… Και φύγανε… Το άλλο πρωί βρήκε τον παπά ανεβασμένο στο καμπαναριό, με το νερό να του φτάνει ίσαμε τη μέση… Και –μην τα πολυλογούμε— να σου σε λίγο από πάνω ένα ελικόπτερο της πυροσβεστικής… Πετάνε του παπά ένα σκοινί να δεθεί να τον ανεβάσουνε, αλλά αυτός τίποτα… «Εμένα, θα με σώσει ο Πανάγαθος… Φύγετε, φύγετε!»... Και πάνω εκεί, έρχεται μια το νερό, τον αρπάζει και πάει ο παπάς…
-Πάει, τέκνον μου;
-Πάει, μακαριότατε, πάει… Πάει, πάει, φτάνει μπροστά στη θύρα. Χτυπάει, του ανοίγει ο Πέτρος, μπαίνει μέσα και λέει, «Πρέπει επειγόντως να μ’ ακούσει ο Πανάγαθος, κινδυνεύει να χάσει την πίστη του το ποίμνιο!»... «Τι έγινε λέει;» ακούγεται από δίπλα ο Πανάγαθος, «για κόπιασε, παπά, να μου πεις…». Μπαίνει στο γραφείο ο παπάς και… «Πανάγαθε», λέει, «μ’ όλο το σέβας, αλλά εγώ βεβαίωνα τους πιστούς ότι έχεις την έγνοια μου και τώρα θα βλέπουν ότι πήγα αβοήθητος και θα κλονιστεί η πίστη τους»… «Η πίστη τους… μάλιστα…», λέει Εκείνος. «Και δε μου λες, παιδί μου, να σε ρωτήσω… Τα πούλμαν από τη νομαρχία; Το φουσκωτό του στρατού; Το ελικόπτερο στο καμπαναριό; Ήρθανε, δεν ήρθανε;…». «Ήρθανε», αποκρίθηκε ξέπνοος ο παπάς, «ήρθανε…».
Της Εποχής