Του Κώστα ΓαβρόγλουΗ κριτική στην Εκκλησία είναι εύκολη. Ειδικά η κριτική που προέρχεται από την Αριστερά και τους αριστερούς. Όχι ότι την κάνουμε συστηματικά και με ευστοχία κάθε φορά, αλλά σίγουρα η κριτική στην Εκκλησία αποτελεί μέρος του δημόσιου λόγου της Αριστεράς.
Αρκεί, όμως, μόνον αυτό; Μήπως η (σκληρή) κριτική αποτελεί και ένα άλλοθι για να μην ασχοληθούμε με ένα από τα πιο σοβαρά αλλά και δύσκολα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα και το οποίο εμφανίζεται με πολλές ονομασίες: επαναπροσδιορισμός των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, ενίσχυση των διακριτών ρόλων Πολιτείας και Εκκλησίας. Και το πιο σημαντικό: έχει η Αριστερά ένα σχέδιο ως προς αυτά τα ζητήματα; Έχει ένα σχέδιο με αποσαφηνισμένα τα βήματα, τις αναγκαίες συμμαχίες, τα θέματα που πρέπει να αναδειχθούν στον δημόσιο λόγο, τους νομικούς τρόπους αντιμετώπισης προβλημάτων που χρονίζουν εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες κτλ κτλ; Καλές οι τουφεκιές στον αέρα, αλλά το θέμα του επαναπροσδιορισμού των σχέσεων με την Εκκλησία δεν λύνεται έτσι. Συχνά δε προκαλεί πισωγυρίσματα, μιας και η Εκκλησία έχει ένα συγκλονιστικό δίκτυο κοινωνικών και πολιτικών διασυνδέσεων και, άρα, δεν αφήνει αναπάντητη καμία κίνηση της Αριστεράς.
Οι θεολογικές συζητήσεις και ο ρόλος της ΠολιτείαςΣτον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων με την Εκκλησία το διακύβευμα δεν είναι αν οι συζητήσεις θα αφορούν ή όχι θεολογικές αποσαφηνίσεις. Στη διαδικασία αυτή, δεν αφορούν την Αριστερά οι «προοδευτικές» ή «συντηρητικές» ερμηνείες των γραφών ή των ιερών κανόνων. Χρειάζεται, βέβαια, βαθιά γνώση των διαφορετικών ερμηνειών και διαμαχών, αλλά στόχος της Αριστεράς δεν μπορεί να είναι να πείσει την Εκκλησία να ακολουθήσει την άλφα ή βήτα ερμηνεία κτλ. Αυτό αφορά τις θεολογικές συζητήσεις που γίνονται είτε στο πλαίσιο της Εκκλησίας, ή των Θεολογικών Τμημάτων ή και δημόσιων συζητήσεων στις οποίες γνωρίζουμε ότι συμμετέχουν και πολλοί αριστεροί.
Θα αναρωτηθούν, ενδεχομένως, κάποιοι καλοπροαίρετα: η άρνηση της Εκκλησίας, π.χ., στην καύση των νεκρών δεν έχει και θεολογικές διαστάσεις; Βεβαίως και έχει, αλλά είναι ευθύνη της πολιτείας να επιβάλλει στις τοπικές κοινωνίες τη δημιουργία αποτεφρωτηρίων και όχι να μπει σε συζήτηση με την Εκκλησία ως προς το πώς αντιμετωπίζει η Ορθοδοξία την καύση των νεκρών. Το ίδιο και με τον πολιτικό γάμο. Το ίδιο με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Το ίδιο και με την εγγραφή των παιδιών στο σχολείο χωρίς να έχουν βαπτιστεί. Το ίδιο, τέλος, με τη λειτουργία των εκκλησιών στη διάρκεια μιας τόσο σοβαρής έκτακτης κατάστασης όπως της παρούσας επιδημίας.
Υπάρχει, πάντα, μία εγγενής ασυμμετρία στις διεργασίες που υποχρεωτικά θα συντελεστούν ανάμεσα στην Εκκλησία και στην Πολιτεία: η μεν Εκκλησία δεν βιάζεται ενώ η Πολιτεία, προφανώς, και βιάζεται. Αυτή η διαφορά δημιουργεί αδιέξοδα, δημιουργεί καθυστερήσεις, δίνει την εντύπωση ότι τα πράγματα προχωρούν, ενώ απλώς επαναλαμβάνονται οι ίδιες και οι ίδιες συζητήσεις και άλλα πολλά. Για να προχωρήσουμε αποτελεσματικά, στην διαμόρφωση των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών για τον διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας θα αναζητηθεί η συμβολή πολλών ιερωμένων από όλες τις βαθμίδες. Και αυτό δεν θα επιτευχθεί επειδή θα πεισθούν οι ιερωμένοι ότι η Πολιτεία έχει προοδευτικές απόψεις ως προς τις θεολογικές ερμηνείες. Θα πρέπει να πειστούν ότι οι αποφάσεις της Πολιτείας έχουν σαν στόχο την ανακούφιση κοινωνικών ομάδων, τη δημοκρατία και το κοινό καλό.
Ένα δύσκολο εγχείρημα για την ΑριστεράΗ επεξεργασία ενός πειστικού αλλά και ρεαλιστικού οδικού χάρτη ως προς τα θέματα αυτά έχει ως προϋπόθεση να αποδεχτούμε ότι πρέπει να αλλάξουμε το γενικό πλαίσιο με το οποίο αντιμετωπίζουμε την Εκκλησία. Πρώτον, χρειάζεται σοβαρή ζύμωση στην Αριστερά ότι πρέπει να αρχίσουμε να διαμορφώνουμε ένα τέτοιο σχέδιο και να μην αρκεστούμε μόνον στην κριτική. Δεν είναι προφανές ότι υπάρχει ευρεία συμφωνία ούτε σε αυτό το σημείο. Δεύτερον, να είναι σαφείς οι στρατηγικές επιδιώξεις, οι στόχοι που θέτουμε και πώς θα πραγματοποιήσουμε τις διαφορετικές φάσεις μέχρι να φτάσουμε εκεί που θα αποφασίσουμε τι επιδιώκουμε. Τρίτον, αφού αποφασιστούν με πολιτικούς όρους τα παραπάνω, η συγκρότηση ομάδων εργασίας με ειδικούς από πολλές ειδικότητες για να έχουν την ευθύνη των τελικών προτάσεων αλλά και του δημόσιου διαλόγου που πρέπει να ακολουθήσει.
Ένα τέτοιο εγχείρημα είναι εξαιρετικά δύσκολο και περίπλοκο, αλλά δεν μπορεί να μην δρομολογηθεί. Αλλιώς, όπως είπα και παραπάνω, θα αρκεστούμε σε κριτικές και να διαιωνίζουμε μία κατάσταση που θεωρεί ότι όσο πιο «σκληρή» είναι η κριτική στην Εκκλησία τόσο πιο «αριστερή» είναι.
Υπάρχουν κίνδυνοι σε μία τέτοια πρόταση; Αλίμονο αν δεν υπήρχαν. Λόγω αστοχιών και συμβιβασμών υπάρχει ο κίνδυνος να οδηγηθούμε σε μία κατάσταση όπου η Εκκλησία θα είναι εντελώς ανεξάρτητη, θα μπορεί να ιδρύει σχολεία παντός τύπου, να διαχειρίζεται τα οικονομικά της όπως θέλει, χωρίς καμία απολύτως εποπτεία του Κράτους. Η Εκκλησία είναι και πρέπει να παραμείνει ΝΠΔΔ. Επιπλέον, όσοι από την Εκκλησία δεν θέλουν καμία απολύτως αλλαγή (και δεν είναι λίγοι), θα κινητοποιήσουν ένα απίστευτο δίκτυο το οποίο έχει οικοδομηθεί από τοπικούς Μητροπολίτες, πολλοί από τους οποίους το «παρέλαβαν» από τους προηγούμενους και που η συγκρότησή του χάνεται στις περασμένες δεκαετίες. Καθηγητές Πανεπιστημίων, δικαστές, γιατροί, νομικοί, εισαγγελείς, δημοσιογράφοι, αστυνομικοί, καλλιτέχνες, συγγραφείς, επιχειρηματίες και άλλοι πολλοί, όταν χρειαστεί θα κληθούν να κάνουν αυτό που «πρέπει». Αποτέλεσμα η σκλήρυνση πολλών κοινωνικών θεσμών ενάντια στην Αριστερά. Παρόλα αυτά, είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε το πρόβλημα της Εκκλησίας στα σοβαρά. Να το ορίσουμε και να διερευνήσουμε λύσεις. Πέρα από τις κριτικές, που οπωσδήποτε πρέπει να συνεχίσουν. Αλλά με ψυχραιμία και επάρκεια να δούμε τι θέλουμε και, κυρίως, πώς θα το καταφέρουμε. Και για αυτό χρειάζεται πολλή δουλειά.