Του Νίκου Σερβετά

Οταν η κάλπη, ως άθροισμα των ξεχωριστών «εγώ» του κάθε ψηφοφόρου, βγάζει αποτελέσματα που βρίσκονται σε απόσταση από τα συλλογικά οράματα, που έχουμε στο μυαλό μας, όπως έγινε στις πρόσφατες προκριματικές εκλογές στις ΗΠΑ, τότε υποχρεωνόμαστε ν’ αντιληφθούμε το πολιτικό σκηνικό στις πραγματικές του διαστάσεις.
Μπορεί στις ΗΠΑ να πήρε κάποτε το χρίσμα του κόμματός του για την προεδρία ο γιός ενός μετανάστη, όπως ο Μάικ Δουκάκης, το 1988, ή ακόμα και να εξελέγη πρόεδρος ένας αφροαμερικανός, όπως ο Μπαράκ Ομπάμα, το 2008, αλλά όλα δείχνουν ότι είναι νωρίς για να το διεκδικήσει ένας «αριστερός». Ακόμα κι αν δεν θέλει να «φέρει τον σοσιαλισμό», αλλά απλώς να δημιουργήσει ένα υποτυπώδες κράτος πρόνοιας και κοινωνικής συνοχής, ώστε να κλείσει τις τρύπες που ανοίγει η αυθαιρεσία της ελεύθερης αγοράς, σε ένα καράβι το οποίο μπάζει από παντού και, όπως όλα δείχνουν, πλέει γρηγορότερα προς τον πάτο της θάλασσας παρά προς το επόμενο μεγάλο λιμάνι.
Θα πρέπει να έρθουν τα πάνω κάτω –ή οι επιπτώσεις από τον κορωνοϊό να πάρουν τραγικές διαστάσεις– για να φθάσει ο εμβληματικός Μπέρνι Σάντερς στο συνέδριο των Δημοκρατικών, το καλοκαίρι, όπου θα πάρει το χρίσμα του κόμματος για να διεκδικήσει την προεδρία. «Σε περιόδους κρίσης, στο πρώτο στάδιο, θέλεις ασφαλή λύση και όχι επανάσταση», είπε στην «Ε» γνώστης της αμερικανικής πραγματικότητας, προσθέτοντας ότι «μπορεί ο Σάντερς να πιέζεται και να εγκαταλείψει ανά πάσα στιγμή την κούρσα των εκλογών, αυτό που αφήνει πίσω του, όμως, είναι πολύ πιο σημαντικό από το να κέρδιζε το χρίσμα και να είχε απέναντι του όχι μόνο τον ρεπουμπλικάνο αντίπαλό του, αλλά όλο το αμερικανικό κατεστημένο, ακόμα και αυτό που βρίσκεται σε όλα τα επίπεδα των Δημοκρατικών, από την κορυφή έως τη βάση».
Κατ’ αρχάς, αυτό που αφήνει πίσω του ο Σάντερς, έχοντας φθάσει στο ανώτερο όριο αποδοχής που θα μπορούσε να φθάσει σε μία χώρα που μόλις 3,5 χρόνια πριν ψήφισε τον Ντόναλντ Τραμπ, είναι ότι το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, του οποίου δεν είναι μέλος, έχει σήμερα τις πιο αριστερές θέσεις που είχε ποτέ. Η φωνή του έφθασε στο σπίτι του κάθε Αμερικανού και τα μηνύματά του καταγράφηκαν στην αμερικανική κοινωνία. Αρκεί να αναφερθεί ότι ο επικρατέστερος των διεκδικητών, Τζο Μπάιντεν, αναγκάστηκε να υιοθετήσει θέσεις για πλήρη ιατρική περίθαλψη ή να αποκηρύξει συμφωνίες όπως την ΤΡΡ. Όταν ήταν αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα, οι θέσεις του ήταν τελείως διαφορετικές, ενώ ήταν και από τους υποστηριχτές του πολέμου με το Ιράκ.
Κατά δεύτερον, τις δύο περιόδους που διεκδίκησε το χρίσμα των Δημοκρατικών, ως ανεξάρτητος υποψήφιος -η πρώτη ήταν στις εκλογές του 2016 όπου και τότε «πνίγηκε» από το κατεστημένο που εξέφραζε η Χίλαρι Κλίντον- κατάφερε να δημιουργήσει μια σειρά στελεχών τα οποία, μελλοντικά, ακόμα κι αν τα ίδια δεν διακριθούν και συντριβούν στις συμπληγάδες της κομματικής γραφειοκρατίας, θα αποτελέσουν πυρήνες για εσωτερικές αλλαγές και προοδευτικότερες θέσεις.
Σήμερα, στο πλευρό του Τζο Μπάιντεν, έχουν ταχθεί όλοι όσοι διεκδίκησαν αρχικά το χρίσμα και εγκατέλειψαν στην πορεία. Έχουν μείνει, όμως, στο πλευρό του Σάντερς, στελέχη όπως η Αλεξαντρία Οκάσιο Κορτέζ, η νεαρή κοπέλα από τα περίχωρα της Νέας Υόρκης, η οποία ήταν το στήριγμά του. Σε αυτήν έχει εναποθέσει τις όποιες ελπίδες έχει να συνεχίσει, καθώς αυτή είναι που μπορεί να ενεργοποιήσει τους νέους που δεν πηγαίνουν να ψηφίσουν, τους μεσήλικες χωρίς πτυχίο και τους κατοίκους των προαστίων των πόλεων, δηλαδή τους τρεις χώρους όπου ακόμα «παίζεται το παιχνίδι». Κι αν δεν τους ενεργοποιήσει σήμερα, υπέρ του Σάντερς, η Οκάζιο, έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις, ώστε να βασιστεί σε αυτούς είτε η ίδια είτε κάποιος ομοϊδεάτης της.

 

 

Αμφισβητείται η κυριαρχία του Τραμπ

Διάχυτη είναι αυτές τις μέρες η εντύπωση, μεταξύ των στελεχών αλλά και μεγάλης μερίδας ψηφοφόρων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ότι οι χειρισμοί του Ντόναλντ Τραμπ στο θέμα της προφύλαξης από τον κορωνοϊό, ανοίγει τον δρόμο στον Τζο Μπάιντεν για την προεδρία της χώρας.
Ο Τραμπ έχει ανακηρύξει τον εαυτό του «πρόεδρο σε περίοδο πολέμου», αναφέροντας ότι «ένας αόρατος εχθρός είναι πάντα ο πιο δύσκολος και ο πιο επικίνδυνος» και αγνοώντας επιδεικτικά τις προτροπές του επιστημονικού «Κέντρου για τον Έλεγχο και την Πρόληψη Επιδημιών». Έχοντας, όπως πάντα, στο κέντρο το άμεσο οικονομικό κέρδος, προτείνει ως μέτρο αναχαίτισης των κρουσμάτων του κορωνοϊού ένα πακέτο περικοπών 700 δισ. δολαρίων, στο οποίο θα περιλαμβάνονται οι φόροι στις αμοιβές των μισθωτών, στοιχείο που θα συμβάλει στην καταστροφή του Συστήματος Συντάξεων και Περίθαλψης, ενώ θα ενισχύσει οικονομικά τις βιομηχανίες που θα παρουσιάσουν ελλείμματα ως αποτέλεσμα της πανδημίας.
Τα θέματα αυτά κάνουν τον μέσο ψηφοφόρο στις ΗΠΑ, που βλέπει μία Πολιτεία όπως η Καλιφόρνια των 40 εκατ. κατοίκων να μπαίνει σε καραντίνα, να μην ενδιαφέρονται πλέον για το αν θα είναι «Πρώτα η Αμερική», αλλά για το πώς θα επιβιώσει «ο καθένας ξεχωριστά», όπως έχουν γαλουχηθεί να πιστεύουν οι Αμερικανοί πολίτες. Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύεται το επιτελείο του Τζο Μπάιντεν, που τον παρουσιάζει ήδη ως τον αυριανό πρόεδρο, υπόσχεται «ασφάλιση για όλους που θα καλύπτει και τη θεραπεία και όχι μόνο τα διαγνωστικά τεστ», όπως συμβαίνει σήμερα, και φέρνει τον άχρωμο, πρώην αντιπρόεδρο του Ομπάμα, στο κέντρο του πολιτικού κάδρου
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet