Η Δόξα Κοινή που ανέβηκε στο Θέατρο Πορεία, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου και σε σύνθεση του Στρατή Πασχάλη –με αφορμή το ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου «Εις την Οδό των Φιλελλήνων» –, ανέδειξε μία υπερβατική ποιητική φωνή. Αυτήν που ανήκει στον εκ νέου προσκεκλημένο στο έργο δημιουργό του και στον αναγνώστη με τα... θυμάτιά του, τις ενσαρκωμένες αναμνήσεις και καταστάσεις λήθης. Αυτήν που ανήκει σε έναν και όλους μαζί, που εκπορεύεται από τον άνθρωπο και για τον άνθρωπο. Με προορισμό τη στεντόρεια φωνή του Εμπειρίκου χαράσσεται ένας κύκλος της επιθυμίας και ένας αντίστοιχος ομόκεντρος για το ψυχό(δ)ραμα, ώστε η χρονική συνθήκη να αποκτά συντεταγμένες θέρους, πάθους, συνένωσης, οδύνης, ψύχους.Η παράσταση αρχίζει με το πρώτο ποίημα, το προαναγγελθέν της Οδού των Φιλελλήνων, καθώς δίνει εικόνες και ερεθίσματα στους θεατές. Επεκτείνεται, σταδιακά, στη φαντασία τους, ενόσω το σκηνικό ανέβασμα είναι σε εξέλιξη και το ένα ποίημα διαδέχεται το κύμα του προηγούμενού του, με ελεγχόμενους αυτοσχεδιασμούς και άρτια χοροκίνηση να συνδέουν τα ποιητικά μέλη.
Σε όλη την παράσταση και ιδίως στην έναρξη, η γυναικεία μορφή έχει την πρωτοκαθεδρία με τις πολλαπλές αλλά συγκλίνουσες πραγματικότητές της. Προβάλλεται ως σύμβολο της αμαρτίας, της διασκέδασης αλλά και της απειλής, παραπέμποντάς μας να θυμηθούμε ανάλογα κυκλαδίτικα ειδώλια. Το αποτέλεσμα είναι μια δυναμική συνθετική εικόνα, την οποία δεν πλαισιώνει μόνο αλλά και συνδημιουργεί η μουσική της Λήδας Μανιατάκου.
Στο σύνολό της, η Δόξα Κοινή εκφράζει απόλυτα το περιεχόμενό της. Με σκηνικές εικόνες εξίσου ποιητικές, όπου τα στοιχεία της γης και του νερού επιστρέφουν τη σκέψη στην αρχέγονη κατάσταση του έρωτα, εκεί που το χρονικό της φροντίδας αρκεί για την ανθρώπινη ευτυχία, οι ερμηνείες των ηθοποιών δείχνουν τις πράξεις στο σκηνικό της εγκιβωτισμένης αφήγησης της ποίησης χωρίς να διαρρηγνύουν την ενότητα.
Τα ερωτήματα, «τι είναι;» και «τι κάνει;» συναρθρώνονται σε ένα ρομαντικό νοσταλγικό διάλογο. Εξάλλου δεν είναι εύκολο να παραχθεί η ποίηση στο θέατρο. Είναι ένα εγχείρημα με ρίσκο και η υπόθεση αυτής της συναρμογής, στίχων και θεατρικής ορατότητας, εδώ έχει άξονα και αρτιότητα. Αφενός αξιοποιώντας τα ποιήματα, αφετέρου συγκρίνοντας τις πραγματικότητές τους, σε συνδυασμό με τη μουσική, ο Δ. Τάρλοου και ο Στρ. Πασχάλης έδωσαν στους θεατές τη δύναμη να δουν την επιτέλεση της ποίησης ισοδύναμης με την ανώτερη σημασία της συγκριτικής σκέψης έναντι της βιβλιογραφικής παράδοσης.
Επί της ουσίας, η παράσταση ως σύγχρονο ανέβασμα ελληνικής ποίησης γλιτώνει από τη στερεοτυπολογία ακριβώς επειδή εξεικονίζει, σε θεματικές, τα χρονικά της επιθυμίας και λειτουργεί ελεύθερα μέσα από τις ερωτήσεις που προκύπτουν από τα ερωτικά ποιήματα. Οι κινήσεις των ηθοποιών μετασυντίθενται, ενώ ο ένας ολοκληρώνει τον άλλο. Η γυναίκα που φοβάται να εκδηλώσει την επιθυμία της αλλά και η γυναίκα που τολμά, ο άντρας που διαλύεται από το πάθος του· με αφετηρία και κίνητρο τον έρωτα, όπως απαντάται στην ελληνική ποίηση και ανιχνεύεται ως η ειδοποιός διαφορά των ερωτικών εξομολογήσεων, όλες οι ιστορίες αποδίδουν τα της ποίησης στην ποίηση. Ώστε η «γη» της ετερότητας δεν είναι ένας ξένος τόπος αλλά μια περατωμένη συνθήκη. Μια ανάδραση προς τη συνειδητοποίηση.
Η αποτίμηση της προσπάθειας να αποδοθεί θεατρικά η ποίηση στη Δόξα κοινή είναι εμφανώς θετική. Στα όρια της δημιουργίας από το ένα είδος στο άλλο, η σκηνοθεσία κινήθηκε σε σαφείς άξονες, οριοθέτησε την κίνηση και μοίρασε το θεατρικό χρόνο επάξια σε θέαμα-παίξιμο και λόγο. Σε αυτό βοήθησαν και τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη. Η μουσική, από την άλλη, έδωσε νέα πνοή στο λόγο και συνάμα επέδρασε στην ολοκλήρωση του ποιητικού μύθου που προέκυψε μέσα από την παράσταση Δόξα κοινή.
Αντιγόνη Κατσαδήμα