Με ένα χρηματοδοτικό πακέτο μαμούθ ενίσχυσης και σταθεροποίησης αντιδρά η γερμανική κυβέρνηση στην κρίση του κορωνοϊού, αλλά και στις προβλέψεις που αυτή θα έχει το επόμενο διάστημα για την οικονομία της. Όσο δικαιολογημένη εσωτερικά μπορεί να είναι μια τέτοια στάση, τόσο αδικαιολόγητη εξακολουθεί να παραμένει η επιμονή της να αντιδρά στην ιδέα της έκδοσης ευρωομολόγων για την αντιμετώπιση μιας πανευρωπαϊκής βαθιάς ύφεσης, φοβούμενη πάντα την «κοινοτικοποίηση των χρεών».
Του Δημήτρη ΣμυρναίουΤην ώρα που η πανδημία του κορωνοϊού χτυπά όλη την Ευρώπη, τα συστήματα σε μια σειρά χώρες δείχνουν να έχουν ξεπεράσει τα όρια τους και οι νεκροί παντού αυξάνονται ραγδαία, η Γερμανία μοιάζει -προς το παρόν- να είναι η χώρα με τις συγκριτικά μικρότερες ανθρώπινες απώλειες. Πολλοί το εξηγούν αυτό με την καλύτερη ποιότητα του δικού της δημόσιου συστήματος υγείας, αλλά και με την καλύτερη προετοιμασία από τη στιγμή που εκδηλώθηκαν τα πρώτα κρούσματα στη Βαυαρία, σχεδόν ταυτόχρονα με εκείνα της Ιταλίας. Ωστόσο η γερμανική κυβέρνηση δε μένει με σταυρωμένα τα χέρια.
Την περασμένη εβδομάδα το κοινοβούλιο ενέκρινε ένα πρόγραμμα μαμούθ, το οποίο δεν αφορά μόνο την καλύτερη αντιμετώπιση της επιδημίας με την ενίσχυση όλων των οργανισμών και θεσμών υγείας της χώρας. Το Βερολίνο βλέπει και πιο μακριά βασισμένο στις προβλέψεις για σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ σε όλες σχεδόν τις χώρες του πλανήτη. Οι προβλέψεις διεθνών οργανισμών, μεγάλων τραπεζών και ινστιτούτων οικονομικών μελετών ως προς το μέγεθος της μείωσης του ΑΕΠ μπορεί να διαφέρουν, αλλά στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι δραματικές. Διαφωνίες υπάρχουν και για το πόσο γρήγορα θα ανακάμψουν οι οικονομίες από το 2021 και μετά, αναλόγως της διάρκειας της κρίσης και των μέτρων, που θα ληφθούν στη συνέχεια.
Ανοίγουν το πουγκίΣε κάθε περίπτωση η γερμανική κυβέρνηση έφερε ένα συμπληρωματικό προϋπολογισμό, ο οποίος ξεπερνά τα 150 δισ. ευρώ, ενώ δημιούργησε και ένα έκτακτο Ταμείο Σταθεροποίησης της Οικονομίας με συνολικά αποθέματα 500 δισ. τα οποία θα διατεθούν για στήριξη επιχειρήσεων, είτε μέσω της δανειοδότησής τους, είτε μέσω της εγγύησης των δανείων τους, είτε μέσω της εξαγοράς μετοχών τους σε περίπτωση κατακόρυφης πτώσης της χρηματιστηριακής τους αξίας, η οποία θα άνοιγε την όρεξη των κερδοσκόπων. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς, τα περιθώρια δράσης είναι αρκετά μεγάλα, από τη στιγμή που το χρέος παραμένει κάτω από το 60% του ΑΕΠ. Συνολικά οι έκτακτες δαπάνες για την αντιμετώπιση της απρόβλεπτης αυτής κατάστασης μπορεί να αγγίξουν το 1 τρισ. Η «ένεση» αυτή δημιουργεί την αισιοδοξία ότι, όταν θα περάσει η κρίση, η γερμανική οικονομία θα μπορέσει να βάλει και πάλι μπροστά τις μηχανές και να αρχίσει να ανακάμπτει σχετικά γρήγορα.
Αυτό που ίσως να αγνοούν ή απλά θέλουν να αγνοούν οι «αισιόδοξοι» είναι ότι κάτι τέτοιο δεν θα είναι και τόσο απλό, σε ένα περιβάλλον της ευρωζώνης, το οποίο όπως πολλοί φοβούνται, θα θυμίζει «κρανίου τόπου». Αλλά αμφιβολίες υπάρχουν και για το πώς θα μπορέσουν να ανακάμψουν οικονομίες, που θα έχουν να αντιμετωπίσουν στρατιές ανέργων, τις οποίες σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις θα δημιουργήσει η τρέχουσα πανδημία, εξαιτίας των έκτακτων περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπισή της.
Την περασμένη Κυριακή, με άρθρο τους στη συντηρητική «Φράνκφουρτερ Αλγκεμάινε» κορυφαίοι γερμανοί οικονομολόγοι επεσήμαναν τον κίνδυνο η επανεκκίνηση μετά την κρίση να διευρύνει ακόμα περισσότερο τις ανισότητες μεταξύ των χωρών μελών. Και ζητούσαν την έκδοση ευρωομολόγων ύψους τουλάχιστον 1 τρισ. ευρώ. Όπως έγραφαν χαρακτηριστικά: «Τέτοια συλλογικά ομόλογα θα ήταν ένα σαφές μήνυμα ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει ενωμένη την κρίση, ένα μήνυμα το οποίο δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί. Δεν εμφανίζεται ως ικέτης μια μεμονωμένη υπερχρεωμένη χώρα, αλλά οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν την κρίση από κοινού. Δεν θα υπάρχει κανένα στίγμα μέσω του δημόσιου χρέους». Συμπλήρωναν μάλιστα ότι αυτή η απόφαση θα πρέπει να ληφθεί άμεσα για να στείλει και το κατάλληλο μήνυμα στις διεθνείς αγορές: «Τώρα επιβάλλεται να μη χαθεί χρόνος. Όσο περισσότερο διαρκεί η κρίση, τόσο σαφέστερες θα γίνουν οι διαφορές στη δημοσιονομική κατάσταση της Ευρώπης. Κάτι τέτοιο θα διαιρούσε την Ευρώπη, ενώ θα έπρεπε να είναι ενωμένη». Αυτή είναι η προειδοποίηση των κορυφαίων ειδικών.
Συμπάθεια και ψίχουλα από το ΓιούρογκρουπΣτην συζήτηση που έγινε όμως στο Γιούρογκρουπ, η γερμανική αντίδραση ήταν και πάλι αρνητική, όπως φυσικά αρνητική είναι και η στάση μιας σειράς χωρών του Βορρά, με πρώτη την Ολλανδία, που και στην περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης ήταν πιστές στη σκληρή γραμμή της δημοσιονομικής πειθαρχίας και ενάντια σε κάθε ιδέα για κοινοτικοποίηση των χρεών.
Αυτό που τελικά συμφωνήθηκε ήταν να ανοίξει μια πιστωτική γραμμή μέσω του ESM για όσες χώρες επιθυμούν να λάβουν ευρωπαϊκή στήριξη. Σύμφωνα με το Μάριο Σεντένο πρόκειται για περίπου 410 δισ., από όπου και θα μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια ενίσχυσης της οικονομίας τους, όσες χώρες το χρειαστούν και με σχετικά ευνοϊκούς όρους που δεν θα παραπέμπουν σε μνημόνια, αν και αυτό είναι μάλλον και ζήτημα προσωπικής πρόσληψης του καθενός. Η πρώτη χώρα που θα μπορούσε να αξιοποιήσει αυτόν τον «κουμπαρά», με ένα ποσό κοντά στα 60 με 70 δισ. ευρώ θεωρείται πως θα είναι η Ιταλία, για την οποία προβλέπεται φέτος ύφεση πάνω από 10%. Η απόφαση αυτή, όπως και η «αναστολή» του Συμφώνου Σταθερότητας δεν λύνουν βεβαίως το πρόβλημα, αφού το ερώτημα δεν είναι μόνο αν «σε αφήνουν να δανειστείς», αλλά και από πού και με τι όρους θα δανειστείς στο μέλλον.
Τα μέτρα αυτά, εκτός του ότι δεν στέλνουν κανένα πραγματικό μήνυμα συλλογικής αντιμετώπισης της κρίσης, είναι μάλλον ασπιρίνη για ένα βαριά άρρωστο. Είναι περίπου για ολόκληρη την ευρωζώνη τα μισά από το προαναφερθέν πακέτο, που έχει σχεδιάσει μόνο για λογαριασμό του το Βερολίνο. Φέρνουν ξανά στο μυαλό τις επικρίσεις, που είχαν ακουστεί και πριν από μερικά χρόνια για μέτρα που ήταν «πολύ λίγα και πολύ καθυστερημένα». Ήδη την Τετάρτη οι πρωθυπουργοί εννέα χωρών, ανάμεσά τους και της Ελλάδας έβαλαν ξανά το θέμα του ευρωομολόγου στο τραπέζι με κοινή επιστολή τους προς τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ.
Την ίδια μέρα, η σημαιοφόρος της ελεύθερης οικονομίας, εφημερίδα «Financial Times», σημείωνε χαρακτηριστικά ότι «αν δεν υπάρξει μια πρωτοφανής αύξηση των κρατικών ελλειμμάτων, τότε η πολιτική των κρατών για αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας του κορωνοϊού θα έχει αποτύχει».
Η στρατηγική αυτή της γερμανικής πολιτικής και οικονομικής ηγεσίας δικαιώνει τους φόβους που εκφράζαμε και την περασμένη εβδομάδα. Η κρίση εντείνει την επιστροφή στις εθνικές λογικές και στην εσωστρέφεια. Στο Βερολίνο γνωρίζουν ότι το κόστος για να επιστρέψει στην Ευρώπη η «κανονικότητα» θα είναι τεράστιο, όμως δεν έχουν καμιά διάθεση να το μοιραστούν. Θα περιοριστούν, όπως όλα δείχνουν σε ελεημοσύνες και συμβουλές για υπομονή και εγκράτεια. Όπως έκαναν και το διάστημα 2008-2015. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του υπουργού Οικονομίας, Πέτερ Αλτμάιερ: «Είμαστε όλοι αποφασισμένοι να αποτρέψουμε μια νέα εκδοχή κρίσης δημόσιου χρέους στην Ευρώπη, όπου είναι δυνατό». Το τι συνέπειες θα έχει αυτή η στάση για κοινωνίες όπως η ιταλική, η ισπανική, η γαλλική ή η ελληνική, όπου η μείωση του ΑΕΠ θα κυμανθεί από -7,5% έως -11,5% μπορεί κανείς να το υποθέσει.
•