Η Πέμπτη 2 Απριλίου, γενέθλιος ημέρα του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, είναι ημέρα αφιερωμένη στην Λογοτεχνία για ΠαιδιάΤης Μαρίας Καζάντη«Ονειροταχυδρόμος» του Κώστα Μάγου,
εικόνες: Θέντα Μιμηλάκη, εκδόσεις ΠατάκηΩ, ναι, τα όνειρα μυρίζουν! Ευωδιάζουν καλοκαιρινό δειλινό, φθινοπωρινή καταιγίδα, βιολέτες και τριαντάφυλλα, σαν τους κήπους των σπιτιών μας στα χωριά. Οι άνθρωποι που τέτοια όνειρα θωρούν, τις νύχτες κοιμούνται γαλήνια «δεν αγωνιούν, δεν φωνάζουν, δεν ιδρώνουν μέσα στον ύπνο τους».
Τούτα τα όνειρα, τα απολαυστικά ένας νυχτερινός επισκέπτης τα χαρίζει στο σκοτάδι. Κρατά έναν ταχυδρομικό σάκο που τα έχει κλεισμένα μέσα μαζί με χρώματα κι αρώματα και τα μοιράζει ακριβοδίκαια σε φτωχούς και πλούσιους. Κανείς ποτέ δεν τον έχει δει, μα όλοι έχουν να λένε για το πώς γνωρίζει τούτος ο «ονειροταχυδρόμος» τις επιθυμίες του καθενός και του τις φέρνει στον ύπνο του. Μέχρι που ο βασιλιάς εκείνης της χώρας διατάζει τους φρουρούς του να ψάξουν να τον βρουν και η ζωή ολωνών στο βασίλειο αλλάζει. Διότι «η ζωή δεν είναι μόνο μάχες και πόλεμοι (…) υπάρχουν πιο όμορφα πράγματα από το να γεμίζεις νυχθημερόν τα θησαυροφυλάκια με θησαυρούς».
Ο Κώστας Μάγος, που βιοπορίζεται ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, μας λέει χρόνια τώρα παραμύθια. Αν και στα μικρά παιδιά απευθύνεται, οι αξίες της ζωής που ευαγγελίζεται και τους ενήλικες αφορούν. Βάζει ευδιάκριτες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στο δίκαιο και στο άδικο, σεβόμενος παραδοσιακές τεχνικές παραμυθιών. Μας παίρνει μαζί του στη μεγάλη γιορτή της κάθαρσης, που στο τέλος έρχεται και μας χαρίζει ένα τεράστιο χαμόγελο σε μια επικείμενη αναδιανομή του πλούτου από τα πάνω προς τα κάτω. Άμποτε.
Στο ονειρικό σκηνικό του βιβλίου κομβικά συμβάλλει η εικονογράφηση της Θέντας Μιμηλάκη. Τα όνειρά, ξέρετε, μπορεί να είναι ζωγραφιστά και με λεπτομέρειες, σαν την κόκκινη καρδούλα, κούμπωμα στο σάκο που φυλάει τα όνειρά μας.
«Η πολιτεία των παπουτσιών και ο ξυπόλυτος Ιππόλυτος»
του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη, εικόνες: Σάντρα Ελευθερίου,
εκδόσεις ΜεταίχμιοΟ Ιππόλυτος, ένα ξυπόλυτο προσφυγάκι πολέμου, φτάνει στην πολιτεία των παπουτσιών. Η χώρα έχει πλεόνασμα παπουτσιών, διότι ο κυβερνήτης της είναι σπουδαίος κατασκευαστής τους. Όλοι οι κάτοικοι φορούν τέλεια παπούτσια, ζουν μέσα στην καλοπέραση κι είναι μέγα αμάρτημα να είσαι φτωχός και ανυπόδητος. Έτι δε πλείω αν είσαι «άσημος μα καλός κι εργατικός τεχνίτης» παπουτσής και τό ’χεις σίγουρο πως θα βρεις δουλειά στον τόπο αυτόν που σου ταιριάζει γάντι. Γάντι, όμως, δεν του ταιριάζουν τα παπούτσια που του χαρίζουν με την καρδιά τους οι κάτοικοι. Ούτε τα μοκασίνια με τα κεντίδια που τού ’δωσε ο φύλακας ούτε τα κοριτσίστικα που του χάρισε μια ομορφούλα. Μα οι κάτοικοι της πολιτείας παράξενα περπατούν, σα να ζορίζονται, και κουτσαίνουν. Ένα κορίτσι δεν μπορεί να παίζει ποδόσφαιρο μα ούτε και ένα αγόρι να χορέψει. Όλοι εκπλήσσονται σαν τους εξηγεί πως φταίνε τα αταίριαστα παπούτσια που ο άρχοντάς τους τα φτιάχνει. Δυστυχώς όμως οι αλήθειες πολλάκις οδηγούν στη φυλακή. Μα το τέλος της ιστορίας, θα το γράψουν οι υπήκοοι, τουτέστιν ο λαός, και όχι ο άρχοντας.
Τον Κωνσταντίνο Τζαμιώτη τον γνωρίζουμε από τη συγγραφική του μαεστρία στη λογοτεχνία ενηλίκων την οποία διατηρεί και στο πέρασμά του στη λογοτεχνία για παιδιά. Χωρίς το μια φορά κι έναν καιρό, ούτε το πέρασαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, κρατά τον αναγνώστη στην εγρήγορση της περιπέτειας, της ανακάλυψης, της ανατροπής, της κάθαρσης ενός καλού παραμυθιού αλλοτινών καιρών. Δίχως κομφορμισμούς και περιττές συγγραφικές φανφάρες, παίρνει το μέρος εκείνων «που υποφέρουν επειδή τα παπούτσια σου τους έρχονται πολύ μεγάλα ή στενά» και τα βάζουν με την εξουσία που το επιβάλλει. Βεβαίως, αν μετά την προσωπική αντίδραση δεν έρθει και η συλλογική, δεν αλλάζει η ζωή μας. Ούτε καν σαν των κατοίκων της πολιτείας που τελικά «άρχισαν να ζουν λίγο καλύτερα».
Εξαιρετική στις λεπτομέρειές της η εικονογράφηση της Σάντρας Ελευθερίου όχι μόνο στα μοβ τρέντι μποτάκια μα και στην έκφραση του ποντικιού που κάνει παρέα στον Ιππόλυτο.
«Η αιχμάλωτη Σπαρτιάτισσα»
των Κ. Μερλ, Λ. Μιστράλ, Σ. Ριφό, Τ. Σεγκίρ,
εκδόσεις ΣαββάλαςΒουτιά στ’ αρχαία χρόνια αποτελεί η ανάγνωση του βιβλίου τούτου παρέα με δύο ηρωικούς εφήβους, τον Γλαύκο τον Αθηναίο και τη Λήδα τη Σπαρτιάτισσα. Οι ζωές τους μπλέκονται σε χαλεπούς καιρούς. Γνωρίζονται ως εχθροί σε φονική μάχη ενός παράλογου πολέμου, επιβολής και εξουσίας. Κι όμως! Παρά τις βίαιες στιγμές, αμοιβαίος έρωτας φωλιάζει στις καρδιές τους. Ηττημένη η Λήδα, «καλύτερα νεκρή παρά σκλάβα», νικητής ο Γλαύκος που «ντρεπόταν για τη νίκη του. Ήταν πνιγμένοι στο αίμα των νικημένων που είχαν δολοφονηθεί άγρια. Ήθελε να ξαναγίνει έφηβος, όπως όλοι οι άλλοι. Αγαπούσε τη ζωή, το παιχνίδι και πάνω απ’ όλα την ελευθερία».
Μα μέχρι να πραγματωθεί η προσδοκία του, πολλά είχε ακόμα να τραβήξει, ως και την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία, διότι κάποιοι ονειρεύτηκαν «νίκες, κατακτήσεις, μεγαλεία».
Υπήρχαν όμως και οι ηλικιωμένοι που «θυμούνταν τον τρομερό λοιμό που είχε αφανίσει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
-Ας ζήσουμε ειρηνικά, φώναξε κάποιος.
- Δειλέ, απάντησε ο διπλανός του.»
Το δίλημμα πόλεμος, γενναιότητα, δόξα εναντίον ειρήνης και δημιουργίας μπαίνει ξεκάθαρα σ’ όλη την περιπετειώδη πλοκή του βιβλίου μιας και απ’ αυτό εξαρτάται η έκβαση της σχέσης του ερωτευμένου ζευγαριού. Η συγγραφική ομάδα των Γάλλων δημιουργών παίρνει ξεκάθαρη θέση, χωρίς ηθικολογίες. Εξαιρετικοί γνώστες της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, γράφουν στην πραγματικότητα αστυνομικά ιστορικά μυθιστορήματα. Άρτιοι γνώστες της καθημερινής ζωής των αρχαίων Ελλήνων, από τα ρούχα και κοσμήματα της Λήδας μέχρι και τις «μαρμάρινες στήλες που στο πάνω μέρος τους ήταν σκαλισμένο το κεφάλι του Ερμή που χρησίμευαν ως οδοδείκτες στην Αθήνα».
Απνευστί διαβάζεται η περιπέτεια «Η αιχμάλωτη Σπαρτιάτισσα» όπου γίνεται η απροσδόκητη γνωριμία των πρωταγωνιστών. Κι ενώ η διήγηση ολοκληρώνεται, στο τέλος ένα παραθυράκι μένει ανοιχτό. Διότι «Γλαύκος και Λήδα, Ταξιδευτές της Ιστορίας»έχουν πολλά ακόμα να μας πουν. Βλέπετε, υπάρχει ολόκληρη σειρά νεανικής λογοτεχνίας με τα ανδραγαθήματά τους.