Θοδωρής Καλλιφατίδης «Αγάπη και ξενιτιά», εκδ. Κείμενα, σελ. 300
«Αγάπη και ξενιτιά», είναι ο τίτλος του βιβλίου και ο συγγραφέας του, ο Θοδωρής Καλλιφατίδης, δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο, μες στην απλότητά του. Είναι ένα εξαιρετικό, βαθύ και ρέον ταυτόχρονα μυθιστόρημα με εύστοχες, κατασταλαγμένες παρατηρήσεις για τη Σουηδία της δεκαετίας του ’60, για το βάσανο του έρωτα, για τον καημό της ξενιτιάς και ταυτόχρονα για μια Ελλάδα ανεργίας, εκμετάλλευσης και πολιτικών διώξεων που έτρωγε, ή έδιωχνε τα παιδιά της.
Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης, ως γνωστόν, εγκατέλειψε την Ελλάδα το 1964, εγκαταστάθηκε στη Σουηδία όπου σπούδασε και δίδαξε φιλοσοφία και άρχισε να γράφει λογοτεχνία κατευθείαν στα σουηδικά, ήδη από το 1969. Ο ήρωάς του, στο νέο του μυθιστόρημα με τίτλο «Αγάπη και ξενιτιά», έχει σίγουρα στοιχεία από τον ίδιο. Λέγεται Χρήστος ή όπως το μετέτρεψε για να είναι πιο εύηχο στα σουηδικά, Χρίστο, και πηγαίνει να εγκατασταθεί στη Σουηδία λίγο πριν τη χούντα, όπως ακριβώς ο συγγραφέας. Είχε δώσει εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, είχε πάρει πολύ καλούς βαθμούς κι όμως δεν πέρασε γιατί «χωρίς το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων δεν έμπαινες ούτε σε κοτέτσι». Ο πατέρας του, με τη λύπη χαραγμένη στο πρόσωπό του, και η μητέρα του, με δάκρυα στα μάτια, συναίνεσαν στην απόφασή του να φύγει: «Φύγε γιε μου, φύγε. Η Ελλάδα δε σε θέλει».
Πρόκειται για σπουδαίο μυθιστόρημα που, ενώ κατά βάση περιγράφει μια παθιασμένη αλλά εξαρχής καταδικασμένη ερωτική ιστορία, του Χρίστο με μια νεαρή παντρεμένη Σουηδέζα, την Ράνια, ιστορία που διατρέχει το βιβλίο απ’ άκρη σ’ άκρη, ταυτόχρονα περιγράφει ολόκληρες κοινωνίες και θέτει πολύ σοβαρά θέματα με απλό και ουσιώδη τρόπο: ένα είναι τα διλήμματα και οι ενοχές του ξενιτεμένου, επίσης ο ρατσισμός που αντιμετωπίζει, άλλο είναι η ηθική του έρωτα και της αγάπης (λ.χ. αποκλειστικότητα ή μη στη σχέση, διάρκεια της αγάπης) αλλά και ο ρόλος της γλώσσας – μητρικής ή μη – στη ζωή και στην τέχνη, ο ρόλος της γραφής, ο ρόλος της μνήμης αλλά και αισθημάτων όπως η λύπη, η ζήλεια, η μοναξιά.
Η ξενιτιά μας κάνει όλους ίδιουςΟ ρατσισμός που δέχεται ο Έλληνας μετανάστης, λ.χ., λειτουργεί σαν αντίστροφος καθρέφτης της σημερινής μας πραγματικότητας. Ένας Σουηδός καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών της Στοκχόλμης μπερδεύει τον Χρίστο με τον φίλο του Θανάση. Ο Θανάσης ρωτάει τον Χρίστο αν τσαντίστηκε που τους μπέρδεψε για να λάβει τη βιτριολική απάντηση: «Δεν μας μπέρδεψε. Η ξενιτιά μας κάνει όλους ίδιους». Ο ίδιος καθηγητής, σε άλλη στιγμή, τον είχε κοιτάξει με εντελώς άδειο βλέμμα πίσω από τα γυαλάκια τύπου Λένιν που φορούσε. Γράφει ο Καλλιφατίδης για τον Χρίστο: «Την είχε ξαναδεί εκείνη τη ματιά. Στην αστυνομία, στο Γραφείο Μεταναστών, στο μπακάλικο που ψώνιζε. “Δεν αξίζεις τίποτα. Δε σημαίνεις τίποτα. Είσαι ένα τίποτα. Τι κάνεις εδώ; Σκαρφάλωσε ξανά στο δεντράκι σου. Εξαφανίσου. Δεν ενδιαφερόμαστε. Τα χέρια σου χρειαζόμαστε. Τα κωλομέρια σου. Μη βάζεις ιδέες στο μυαλουδάκι σου. Δεν είσαι σαν κι εμάς. Δεν θα γίνεις ποτέ. Είσαι ένα κατσίκι από την Ελλάδα”. Αυτά του έλεγε εκείνη η ματιά. Της είχε δώσει όνομα. Η ματιά του ολοκαυτώματος».
Καίριες περιγραφές της εποχήςΟ Θανάσης πάντως, λειτουργεί ως πολιτική αντίστιξη σε σχέση με τον Χρίστο. Ο Χρίστο είναι μαρξιστής αλλά και Αριστοτελιστής, ο Θανάσης που φοιτά σε διάσημη οικονομική σχολή της Στοκχόλμης είναι οπαδός της σχολής οικονομολόγων της Βιέννης, όπως ο Σουμπέτερ, που εξυμνούν το «αόρατο χέρι της αγοράς». Οι συζητήσεις τους είναι απολαυστικές – ο Χρίστο λ.χ. κάπου παραπέμπει στον Πυθαγόρα που έλεγε ότι η κατώτερη κατηγορία ανθρώπων είναι οι έμποροι! –, φυσικά διαφωνούν, αλλά αντίθετα από όσα βλέπουμε να συμβαίνουν στις μέρες μας, μπορούν και παραμένουν πολύ στενοί φίλοι. Και μιλώντας για πολιτική και για κοινωνία, ο Καλλιφατίδης κάνει σκόρπιες αλλά καίριες παρατηρήσεις και περιγραφές της ελληνικής πραγματικότητας της εποχής. Οι μόνες δουλειές που ήταν εύκολο να βρεις εκείνη την περίοδο ήταν γκαρσόνι και θυρωρός - «καρφί» της Αστυνομίας. Και «αρκούσε ένας ψίθυρος στο καφενείο για να ρημάξει μια ζωή». Επίσης κάνει εντύπωση μια παρατήρηση ότι αντίθετα με τη Σουηδία που έδινε δάνεια στους νέους για να σπουδάσουν και δεν ζητούσε τίποτα ως αντάλλαγμα, οι βρετανοί «αγόραζαν πράκτορες». «Το Βρετανικό Προξενείο μου πρόσφερε μια υποτροφία, αλλά ήθελαν να τους δίνω πληροφορίες για τους Έλληνες εδώ. Τα ίδια και με μια υποτροφία από το Φουλμπράιτ».
Ούτε και στους Σουηδούς χαρίζεται, πάντως, ο Θοδωρής Καλλιφατίδης. Πέρα από το ρατσισμό, στηλιτεύει και το ναζιστικό παρελθόν σημαντικών κομματιών της σουηδικής κοινωνίας και μάλιστα της ελίτ. Όπως λέει στον Χρίστο η ευκατάστατη χήρα ενός Σουηδού ναζί συνταγματάρχη, που η ίδια έβρισκε τους ναζί χυδαίους, «ήταν σαν μόδα. Κανείς δεν νοιαζόταν. Εδώ στη Σουηδία είμαστε πάντα με τον πιο δυνατό». Λέει όμως ταυτόχρονα ότι υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Σουηδία εκείνης της εποχής. Παίρνει το παράδειγμα μιας σκάλας πολυκατοικίας όπου κάποια στιγμή σβήνουν τα φώτα στο ρυθμισμένο χρόνο. «Η έξοδος κινδύνου συνέχισε να λάμπει με πράσινο φως. Αυτή ήταν η διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Σουηδία. Το σκοτάδι ήταν το ίδιο και στις δύο χώρες. Στην Ελλάδα όμως δεν υπήρχαν φωτεινές έξοδοι κινδύνου».
Το ζήτημα της γλώσσας και της γραφήςΑς πούμε εδώ παρενθετικά ότι ο Θοδωρής Καλλιφατίδης, τα είκοσι περίπου βιβλία του που έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά, και που τα περισσότερα είναι μεταφρασμένα μέχρι και σε είκοσι γλώσσες, τα έβγαζε πάντα στις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Λίγο πριν τον πρόωρο θάνατο του εκδότη Σάμη Γαβριηλίδη, και με τη συναίνεσή του, έβγαλε το νέο του μυθιστόρημα «Αγάπη και ξενιτιά» στις εκδόσεις Κείμενα, που αναβίωσε ο γιος της συζύγου του Σάμη Γαβριηλίδη, της Βάσως Κυριαζάκου, ο Φοίβος Βλάχος. Κάπως έτσι, και παρά τον πόνο, οι δεσμοί του συγγραφέα με την οικογένεια του Σάμη Γαβριηλίδη, που είναι και συγγενικοί, διατηρούνται ακέραιοι. Και η διαδοχή έρχεται με φυσικότητα και ευαισθησία.
Κλείνει η παρένθεση και συνεχίζουμε λέγοντας ότι ένα ζήτημα που επανέρχεται σκόρπια αλλά σταθερά στις 300 σελίδες του μυθιστορήματος, είναι το ζήτημα της γλώσσας και της γραφής, που απασχολεί ιδιαίτερα το έργο και τη σκέψη του Καλλιφατίδη. «Η γλώσσα δεν είναι το παν. Αλλά τα πάντα είναι γλώσσα», λέει κάπου. Και κάπου αλλού, παίρνοντας θέση σε σημαντικό φιλοσοφικό και γλωσσολογικό ζήτημα: «Οι λέξεις δεν είναι σύμβολα. Δεν ονομάζουν τα πράγματα. Είναι οι ίδιες πράγματα». Και για τη σχέση της γλώσσας με τη μνήμη: «Μνήμες που δεν γίνονται λόγια ξεχνιούνται εύκολα. Ο άνθρωπος κάνει σκίτσα, λαξεύει στην πέτρα, ζωγραφίζει ή βάζει το ένα λιθάρι πάνω στο άλλο όχι μόνο για να μην ξεχαστεί αλλά και για να θυμάται». Γι’ αυτό και ο Χρίστο, όπως ίσως και ο ίδιος ο Καλλιφατίδης κάποτε, άρχισε να κρατάει σημειώσεις. Έστω και αν η γραπτή αποτύπωση της μνήμης, την περιορίζει κιόλας σε αυτό που γράφτηκε. «Το βράδυ ήταν πια φυλακισμένο σε μία σελίδα», λέει για τις σημειώσεις μιας βραδιάς.
Με αγγίζουν, άρα υπάρχωΌλα αυτά γράφονται αν πασάν, σε ένα μυθιστόρημα που κατά βάση περιγράφει τον ανεκπλήρωτο πόθο του Χρίστο για την Ράνια, την εκπλήρωση του αμοιβαίου πόθου τους, τη φυγή της Ράνιας και από οικογένεια και από εραστή, το κυνήγι της από τον Χρίστο στην άλλη πόλη που αυτή εγκαταστάθηκε μόνη (και όπου αυτός πιάνει δουλειά ως γκαρσόνι σε καφενείο), την τελική λύση του δράματος. Ο Χρίστο είναι ταυτόχρονα φοιτητής φιλοσοφίας και γράφει μια πτυχιακή εργασία για την αριστοτελική κάθαρση, την οποία όμως στη ζωή δεν βρίσκει πουθενά. «Αν η κάθαρση ήταν ο σκοπός της τραγωδίας, ποιος ήταν ο σκοπός της κάθαρσης; Η ευζωία ή η ήσυχη συνείδηση;», αναρωτιέται.
Πάντως – και φιλοσοφικά και μυθιστορηματικά – το βάρος στο βιβλίο γέρνει υπέρ των αισθήσεων και όχι της εγκεφαλικής σκέψης. Το βιβλίο είναι έμπλεο ερωτισμού. Με όλο το σεβασμό που, όπως δηλώνει, τρέφει προς τον Ντεκάρτ, ο Χρίστο δεν ασπάζεται το αξίωμά του «σκέφτομαι άρα υπάρχω. Προτιμάει το δικό του αξίωμα: «Με αγγίζουν. Άρα υπάρχω».
Μανώλης Πιμπλής