Σε περιόδους έκτακτων καταστάσεων, όπως η πανδημία του κορωνοϊού, θα ήταν μάλλον αφελές να πιστέψει κανείς ότι τα ελληνικά μίντια θα έβαζαν -έστω προσωρινά- στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τον παλιό εαυτό τους για να φορέσουν το κοστούμι της υπεύθυνης και της ψύχραιμης ενημέρωσης. Άλλωστε, σ’ έναν πόλεμο όπως αυτός που ζούμε, πάντα ένα από τα πρώτα θύματα είναι η αλήθεια και κατά συνέπεια η δημοσιογραφία.
Στην Ελλάδα βέβαια, όπου το μιντιακό τοπίο είναι τουλάχιστον προβληματικό εδώ και αρκετά χρόνια, η κρίση αποτέλεσε ευκαιρία για να δυναμώσουν οι σχέσεις διαπλοκής, να ενισχυθούν οι δημοσιογραφικές λαϊκιστικές, τρομολαγνικές προσεγγίσεις, αλλά και να ενισχυθεί μια προσπάθεια επιρροής μεγάλου μέρους του δημοσιογραφικού και εκδοτικού κόσμου από την εκτελεστική εξουσία, η οποία, αφού η Βουλή υπολειτουργεί, λύνει και δένει αυτή την περίοδο.
Κλασικό παράδειγμα των ημερών τα 11 εκατ. ευρώ, τα οποία ενέκρινε η κυβέρνηση για τις ανάγκες της καμπάνιας «Μένουμε Σπίτι». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και ο Τύπος χρειάζεται στήριξη αυτή τη στιγμή, αλλά η αλήθεια είναι πως αυτό το ποσό ουδείς γνωρίζει (τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές) με ποια κριτήρια και πως ακριβώς «μοιράστηκε». Αυτό που σίγουρα ξέρουμε είναι ότι η κυβέρνηση απέφυγε τον προφανώς ενοχλητικό σκόπελο της ανάρτησης των σχετικών πληροφοριών στη «Διαύγεια».
«Περισσότερη κρατική χρηματοδότηση, περισσότερη εξάρτηση»«Όσο περισσότερο η εκτελεστική εξουσία χρηματοδοτεί τα ΜΜΕ, τόσο πιο εξαρτημένα γίνονται αυτά», λέει χαρακτηριστικά στην «Εποχή» ο Γιώργος Πλειός, καθηγητής στο τμήμα επικοινωνίας και ΜΜΕ του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας. «Το πώς βέβαια θα εξελιχθεί η κατάσταση ως προς το περιεχόμενο των Μέσων, θα το δούμε και θα το «μετρήσουμε», ωστόσο αυτός είναι ο κανόνας».
Ίσως έτσι εξηγούνται και τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων των περασμένων ημερών, που «αγιοποιούσαν» προσωπικά τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, του οποίου το αναλυτικό 24ωρο στην καραντίνα του Μαξίμου παρουσίασαν με ζήλο.
Δεν είναι αυτό, όμως, το μοναδικό πρόβλημα που παρουσιάζουν τα ΜΜΕ την εποχή της πανδημίας: «Διακρίνω ακόμα», συνεχίζει ο καθηγητής Πλειός, «ότι λόγω ακριβώς της καραντίνας και των περιορισμών που αυτή επιβάλλει, έχει υποχωρήσει πολύ η ερευνητική δημοσιογραφία, αφού οι δημοσιογράφοι δεν έχουν πια την απευθείας επαφή με τις πηγές της πληροφόρησης. Επίσης, παρατηρώ μια επιθετικότητα εναντίον των φωνών που ασκούν κριτική. Σαφώς δεν είμαστε όλοι ειδήμονες σε θέματα καθαρά επιστημονικά και οι επισημάνσεις των ειδικών δεν μπορούν να τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο με τις απόψεις απλού κόσμου. Αλλά από αυτό το σημείο μέχρι εκείνο στο οποίο δεν επιτρέπουμε ουσιαστικά σε κάποιον να εκφράσει την άποψή του υπάρχει μεγάλη απόσταση».
Κατά τον κ. Πλειό το στοιχείο αυτό συνιστά πορεία προς έναν κρυφό αυταρχισμό, ο οποίος μπορεί να εξελιχθεί σε φανερό, «γιατί η κρίση λειτουργεί ως καταλύτης και ως επιταχυντής συμπεριφορών που έτσι και αλλιώς υπάρχουν. Τα «κίτρινα» ΜΜΕ γίνονται ακόμα πιο «κίτρινα», οι λάιφ στάιλ προσεγγίσεις της πολιτικής, σαν και αυτές που βλέπαμε τα μνημονιακά χρόνια για τα στελέχη της Χρυσής Αυγής, εντείνονται».
Όπως εντείνεται και η τάση των δημοσιογράφων να αντλούν την πληροφόρησή τους μόνο από τις κρατικές πηγές αγνοώντας για μια σειρά από λόγους άλλες πτυχές του ρεπορτάζ. Συμπερασματικά, κατά τον Γιώργο Πλειό, βρισκόμαστε σε περίοδο μετάβασης του συστήματος των ΜΜΕ εν μέσω της κρίσης της πανδημίας.
SOS για τις εφημερίδεςΕκτός βέβαια από το καθαρά δημοσιογραφικό κομμάτι, υπάρχει και το οικονομικό. Η καραντίνα προκάλεσε ένα μάλλον αναμενόμενο λοκ ντάουν στη διαφημιστική αγορά, με συνέπεια η πλειοψηφία των ΜΜΕ να υποστεί απώλεια εσόδων, που οι πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις την υπολογίζουν στο 30%. Προέκυψε εκ των πραγμάτων, θέμα ενίσχυσης του τύπου, έντυπου και ηλεκτρονικού, υπόθεση που η κυβέρνηση φρόντισε να ρυθμίσει μ’ έναν αδιαφανή, το λιγότερο τρόπο.
Ο Σταύρος Καπάκος, γενικός γραμματέας της ΕΣΗΕΑ και πρόεδρος του ΕΔΟΕΑΠ, λέει στην «Εποχή» ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο διαμοιρασμός των 11 εκατ. πρέπει να γίνει με ακριβοδίκαιο τρόπο και με απόλυτη διαφάνεια προς όλα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Υπάρχει, άλλωστε, και σχετική ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ γι’ αυτό. Ο Τύπος χρειάζεται κρατική στήριξη στην παρούσα φάση. Έπρεπε ήδη να έχει γίνει. Κάτι είχε ετοιμάσει η προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά επιχείρησε να το κάνει μ’ έναν τρόπο μη ενδεδειγμένο. Η παρούσα κυβέρνηση θέλει, αλλά από τον Νοέμβριο μας έχει στο περίμενε».
Παρατήρησε όμως -και δικαίως- ότι ειδικά οι εφημερίδες ταλαιπωρούνται περισσότερο από πιο «πρακτικά» προβλήματα, όπως τα σημεία πώλησης, που επί πανδημίας σαφώς και εντείνονται, αφού ο κόσμος δεν βγαίνει για να αγοράσει πράγματα που δεν είναι πρώτου ενδιαφέροντος. «Η είσοδος των εφημερίδων στα σούπερ μάρκετ βοηθάει τα φύλλα, εκτός από τα κυριακάτικα. Αλλά αν δει κανείς το θέμα πιο σφαιρικά, θα διαπιστώσει ότι τους μικρούς πωλητές δεν τους συμφέρει πλέον η πώληση των εφημερίδων. Πρόκειται για μια κοπιαστική δουλειά που δεν αφήνει παρά ελάχιστο κέρδος».
Αντιλαμβανόμαστε όλοι τον κίνδυνο που υπάρχει και για τον έντυπο Τύπο. Η στροφή στο διαδίκτυο προφανώς αποτελεί μονόδρομο. «Οι εφημερίδες πρέπει να μπουν στην ψηφιακή εποχή προσφέροντας το περιεχόμενό τους, που εν πολλοίς είναι πρωτότυπο, μέσα από το διαδίκτυο. Ήδη κάποιες εφημερίδες, μέσα στην κρίση της πανδημίας, ξεκίνησαν να πορεύονται αυτό το δρόμο. Πρέπει να τον επιλέξουν και οι άλλες, έστω και αν υφίστανται εμπόδια», υπογραμμίζει ο γενικός γραμματέας της ΕΣΗΕΑ.
Μιλώντας για εμπόδια, αυτά δεν είναι λίγα. Εφημερίδες «καταναλώνει» κυρίως ένα κοινό που φαίνεται να είναι συντηρητικό και όχι με πολλές «ψηφιακές» δεξιότητες. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την τηλεόραση. Απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε κόσμο με συντηρητικά αντανακλαστικά και χαμηλή μόρφωση. «Τα κανάλια είναι ένα πολύ ακριβό σπορ και οι εφοπλιστές ίσως να μην βρίσκονται και στην καλύτερη φάση τους λόγω της κρίσης. Οι κρίσεις γεννούν τέρατα τις περισσότερες φορές, ενώ γενικά η αξιοπιστία των Μέσων βρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο», τονίζει ο κ. , ο οποίος σπεύδει να συμπληρώσει: «Η στροφή στον ψηφιακό κόσμο είναι αναγκαία, γιατί εκεί βρίσκεται το δυναμικό κοινό που θέλει να δει και να διαβάσει κάτι διαφορετικό».
Επιμύθιο: Η υγειονομική κρίση κάνει το τοπίο στα ελληνικά μίντια ακόμη πιο προβληματικό. Χρήματα επιχειρείται να δοθούν με αδιαφανή τρόπο, κυβερνητικές αποφάσεις, όπως αυτή της αναστολής των δόσεων για τις τηλεοπτικές άδειες, ευνοούν σκανδαλωδώς τους καναλάρχες, την ίδια ώρα που η αξιοπιστία βρίσκεται στο ναδίρ (γεγονός που δυστυχώς πιστοποιείται και από διεθνείς έρευνες). Οι κάθε λογής εξαρτήσεις από την εξουσία, αλλά και η συγκέντρωση μέσων στα χέρια βαθύπλουτων ολιγαρχών, που τα χρησιμοποιούν για να διευκολύνουν τις γενικότερες επιχειρηματικές τους επιδιώξεις, συμπληρώνουν ένα ζοφερό σκηνικό. Κοντολογίς, η αξιόπιστη ενημέρωση κινδυνεύει. Και όταν αυτή απειλείται, το μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχει η ίδια η δημοκρατία.
Νίκος Γιαννόπουλος