Της Αγγέλικας ΣαπουνάΕντονη αντίδραση, με αίτημα την άμεση απόσυρση, από όλους τους συνδικαλιστικούς φορείς των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΑΔΕΔΥ, ΔΟΕ, ΟΛΜΕ, σύλλογοι αναπληρωτών και συνδικαλιστικές παρατάξεις όλου του πολιτικού φάσματος, της ΔΑΚΕ συμπεριλαμβανόμενης), προκάλεσε η απόφαση του υπουργείου Παιδείας να καταθέσει νομοσχέδιο μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος εντός της καραντίνας.
Η αντίδραση ήταν αναμενόμενη, δεδομένης της χρονικής στιγμής και της έκτακτης συνθήκης περιστολής των φυσιολογικών λειτουργιών του κοινοβουλίου και της κοινωνίας. Είναι, λοιπόν, τουλάχιστον αξιοσημείωτη η επιμονή της υπουργού και του επιτελείου της, μια μόλις μέρα μετά το φιάσκο των voucher, ενώ όλα είναι θολά αναφορικά με τις συνθήκες λειτουργίας των σχολείων, όχι μόνον κατά το τρέχον αλλά και το επόμενο σχολικό έτος, κι ενώ ούτε καν η διεξαγωγή των φετινών πανελλαδικών εξετάσεων δεν έχει διασφαλισθεί, να φέρει προς ψήφιση ένα νομοσχέδιο που προτίθεται να δυσκολέψει, έτι περαιτέρω, τη ζωή χιλιάδων οικογενειών, γονέων, μαθητών και εκπαιδευτικών.
Επιστροφή στο παρελθόνΤο περιεχόμενο, πάντως, είχε προαναγγελθεί. Και μάλιστα με το ένδυμα της καινοτομίας, της αξιοκρατίας και της βελτίωσης της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου. Τι διαβάζουμε;
Παρά το περί καινοτομίας αφήγημα, η παιδεία επιστρέφει άρδην στο θεσμικό πλαίσιο του 2013 και 2014, τους νόμους Διαμαντοπούλου, Αρβανιτόπουλου, Λοβέρδου δηλαδή, με κύριους άξονες:
• Το πρόταγμα της «αριστείας» για τους λίγους και των διαβαθμισμένων «δεξιοτήτων» για τους πολλούς, με την παλινόρθωση των εξετάσεων ως βασικού μοχλού της σχολικής και κοινωνικής επιλογής.
• Την «αποϊδεολογικοποίηση» της σχολικής γνώσης, με εμβληματική κίνηση την απόσυρση της υποτιθέμενα αριστερόστροφης κοινωνιολογίας, από εξεταζόμενο μάθημα στις πανελλαδικές, και την επιστροφή στο υποτιθέμενα ασφαλές, καθότι απέραντα γερασμένο, έδαφος των λατινικών.
• Τη συρρίκνωση του δημόσιου και δωρεάν σχολείου, προς όφελος των ποικίλων ιδιωτικών εκδοχών: από τα καταρτιστήρια για τους αποτυχημένους του γενικού λυκείου και τους πληβείους των ΕΠΑΛ, έως τα ταχύρρυθμα ή και ολοκληρωμένα ξενόγλωσσα προγράμματα, με δίδακτρα, των πανεπιστημίων.
• Την συμμορφωτική λογική για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, μια πρόγευση της οποίας δίνεται με την υπαγωγή της ενδοσχολικής αποτίμησης/προγραμματισμού του εκπαιδευτικού έργου σε ιεραρχημένες δομές που αποκτούν και λειτουργίες επιτήρησης, καθώς και από την πιλοτική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών των προτύπων και πειραματικών, εν αναμονή του προεδρικού διατάγματος που θα τακτοποιήσει και τους υπόλοιπους.
Το έργο αυτό το έχει ξαναδεί η ελληνική κοινωνία, λίγα μόνον χρόνια πριν, μόνον που τότε είχε συνοδευτεί από «σοκ και δέος». Θυμίζουμε: τις διαθεσιμότητες (βλ. απολύσεις) 2.000 εκπαιδευτικών των επαγγελματικών λυκείων, επειδή καταργήθηκαν οι ειδικότητες τους, προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα αντίστοιχα ιδιωτικά κέντρα κατάρτισης, τη μη προαγωγή του ενός τρίτου των μαθητών λυκείου που εξετάστηκαν με την –επανεισαγόμενη σήμερα– τράπεζα θεμάτων, την πιλοτική εφαρμογή της αξιολόγησης στην οποία, κατόπιν όλων των παραπάνω, αντέδρασε η πλειονότητα των εκπαιδευτικών, κι όλ’ αυτά εντός της καραντίνας της τότε εποχής, της καραντίνας των μνημονίων.
Επιστροφή και στα προβλήματαΣήμερα, το ίδιο πλαίσιο επανέρχεται εκφραστικά επικαιροποιημένο.
• Δίνεται έμφαση, λεκτικά, περισσότερο στις «δεξιότητες» (με ολίγη από αγγλικά, πληροφορική και ρομποτική στα νηπιαγωγεία, για παράδειγμα) και λιγότερο στις εξετάσεις (που αυξάνονται). Μάλιστα δε στις «ήπιες δεξιότητες» ή άλλως soft skills, αυτή τη στρατιωτικής προέλευσης ορολογία, που υιοθετήθηκε από τους απανταχού μανατζεράδες για να προσδιορίσουν … την κριτική σκέψη, τη δημιουργικότητα, την τόσο μοντέρνα «ενσυναίσθηση» των στελεχών, σε αντιδιαστολή με τις σκληρές δεξιότητες που προαπαιτούνται, βεβαίως (hard skills, δηλαδή δύσκολα πτυχία υψηλού επιστημονικού επιπέδου).
• Ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα θα αυξηθεί στα δημοτικά, αυξάνοντας τις δυσκολίες του μαθητή και συρρικνώνοντας θέσεις εκπαιδευτικών. Εντούτοις, το πρώτο μπορεί, ίσως, ν’ αντιμετωπιστεί μέσα από τις ομάδες «επαγγελματικής ανάπτυξης» των εκπαιδευτικών, όπου οι ίδιοι ως σοβαροί «επαγγελματίες» –ως τώρα θεωρούντο «λειτουργοί» στην κοινή συνείδηση– θα αυτομορφωθούν πρωτοβουλιακά, αξιολογούμενοι κι αυτοί με τη σειρά τους, κι έτσι θα γίνουν αποτελεσματικότεροι.
• Όσα γυμνασιόπαιδα κόβονται στα 7 πλέον μαθήματα των προαγωγικών εξετάσεων του Ιουνίου, θα δίνουν ραντεβού το Σεπτέμβρη, σαν τον –όχι και τόσο– παλιό, καλό καιρό, χωρίς έστω τη μικρή ενισχυτική διδασκαλία, πες την και συμβολική αν θέλεις, από τους καθηγητές τους, που είχε θεσπίσει ο ΣυΡιζΑ το 2016. Ας πρόσεχαν εγκαίρως.
• Το «κόντρα» μάθημα στην Γ’ λυκείου, θα ενισχύσει τη γενική γνώση που οφείλουν να αποκτήσουν οι μαθητές, και να βαθμολογηθούν επ’ αυτής, ιδιαίτερα τη χρονιά που προετοιμάζονται για τις εξετάσεις στα άλλα μαθήματα της κατεύθυνσής τους… Σιγά μην κάνει εντατικά προπαρασκευαστικά εφτάωρα το δημόσιο σχολείο, πρέπει και τα φροντιστήρια να ζήσουν!
• Το bullying, τέλος, ο σχολικός εκφοβισμός, θα αντιμετωπιστεί επί του «αποϊδεολογικοποιημένου» εδάφους μιας εξατομικευμένης παιδαγωγικής των διαφορών, με τη βοήθεια του «εκπαιδευτικού εμπιστοσύνης», που κάπως θα κόψει το λαιμό του ν’ αντιμετωπίσει τη βία ενός κοινωνικού περιβάλλοντος, που τρυπώνει και στο «πολιτισμένο» περιβάλλον του σχολείου –πώς, από πού, γιατί, και τι σχέση έχουν με όλ’ αυτά οι κοινωνικές επιστήμες που υποβαθμίζονται, τα διδακτορικά του μέλλοντος ίσως δώσουν απαντήσεις…
Στιγματισμός των μαθητώνΠάντως, άμεσες «λύσεις» υπάρχουν.
Οι απείθαρχοι (και «στούρνοι», γιατί όχι) 17χρονοι και άνω δεν έχουν θέση στα ημερήσια επαγγελματικά σχολεία, ακριβώς για την αποτροπή της σχολικής βίας, λέει η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου. Να πάνε στα καταρτιστήρια να ξεμπερδεύουμε. Να αποσυμφορηθεί και κάπως ο πληθυσμός των σχολείων αυτών –των εκπαιδευτικών συμπεριλαμβανόμενων– αφού περίπου το 30% των εγγραφομένων στα ΕΠΑΛ ανήκουν, κατ’ εκτίμησιν, σ’ αυτή την κατηγορία.
Η «τιμωρία και επιτήρηση» ως παιδαγωγικό εργαλείο, η επαναφορά αναχρονιστικών μεθόδων τιμωρίας και ο στιγματισμός δια της αναγραφής της διαγωγής των «απείθαρχων» παιδιών και εφήβων, σε όλα τα σχετικά πιστοποιητικά, εφ’ όρου ζωής, θα είναι, πιστεύει το υπουργείο, αποτελεσματική.
Πλην, όμως, δεν είναι πλέον κοινωνικά αποδεκτή! Πέρα από την κατακραυγή στα social media, η επαναφορά της αξιολόγησης της «διαγωγής» είναι η διάταξη που έχει μακράν τα περισσότερα σχόλια, στο κυβερνητικό σάιτ της διαβούλευσης, και όλα αρνητικά, συχνά με όχι και τόσο εύσχημο τρόπο και όχι υποχρεωτικά από ψηφοφόρους της αντιπολίτευσης!
Κάτι ίσως έμεινε, ως κοινωνικό αποτύπωμα, από την προσπάθεια των 3,5 χρόνων αριστερής εκπαιδευτικής πολιτικής, σ’ ένα δύσκολο αιώνα (η αναγραφή της διαγωγής στα σχολικά πιστοποιητικά καταργήθηκε μόλις το 2018).