
Όποιος περιμένει από την κυβέρνηση Μέρκελ να επιδείξει ευρωπαϊκή αλληλεγγύη θα πρέπει να ανατρέξει πρώτα στις αποφάσεις της στο εσωτερικό της χώρας και να διαπιστώσει ότι και εκεί το πρώτο μέλημά της δεν ήταν να στηριχτούν οι «κοινωνικά ευπαθείς ομάδες», αλλά το μεγάλο κεφάλαιο. Συνδικάτα και αντιπολίτευση ζητούν την αύξηση των πληρωμών για τους εργαζόμενους, που υποχρεώθηκαν να μπουν σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, με τους Χριστιανοδημοκράτες πολιτικούς να ρωτούν «πού θα βρούμε τα λεφτά;». Όπως ακριβώς ρωτούν, απαντώντας σε εκείνους που ζητούν μια κοινή ευρωπαϊκή απάντηση στην οικονομική επιδημία που χτυπά πρωτίστως το Νότο της Ευρώπης.
Του Δημήτρη ΣμυρναίουΑρκεί το 60% του μισθού (67% για όσους έχουν παιδιά) για έναν χαμηλόμισθο γερμανό εργαζόμενο για να τα βγάλει πέρα τους δύσκολους μήνες του lock down; Τα συνδικάτα και η αντιπολίτευση θεωρούν πως όχι και ζήτησαν από την αρχή τα ποσοστά αυτά να αυξηθούν σε 80% και 87% αντίστοιχα. Σύμφωνα με το Ίδρυμα Χανς Μπέκλερ μέχρι τις 14 Απριλίου, τουλάχιστον 4 εκατομμύρια εργαζόμενοι είχαν μπει σε αυτό το καθεστώς, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 14% των ευρισκόμενων σε εξαρτημένη εργασία. Όπως καταλαβαίνει κανείς πρόκειται για συνήθως χαμηλά αμοιβόμενους. Ο πρόεδρος της Γερμανικής Ομοσπονδίας Συνδικάτων Ράινερ Χόφμαν επανέλαβε αυτές τις ημέρες την εκτίμηση ότι η επιδημία του κορωνοϊού και τα μέτρα για την αντιμετώπισή της έχουν οξύνει ακόμα περισσότερο τις κοινωνικές ανισότητες στη χώρα. Ανάλογες είναι και οι εκτιμήσεις, που κάνουν οι εκπρόσωποι της αντιπολίτευσης. Στελέχη της Χριστιανοδημοκρατίας απαντούν πάντως σταθερά με το ερώτημα «που θα βρεθούν τα λεφτά;», κάτι που ακούγεται κυνικό από τη στιγμή που η κυβέρνηση διέθεσε από τις πρώτες μέρες της κρίσης ιλιγγιώδη ποσά για να στηρίξει γερμανικές επιχειρήσεις, βιομηχανίες και τράπεζες.
Η ΑΚΚ θέλει να ψωνίσει αεροπλάναΑκόμα πιο προκλητικό για την αντιπολίτευση, αλλά και για στελέχη του συγκυβερνώντος SPD ήταν να μάθουν από τον Τύπο για τις διερευνητικές επαφές της υπουργού Άμυνας και υπό παραίτηση προέδρου της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης, Ανεγκρέτ Κραμπ-Κάρενμπάουερ με αμερικανικές εταιρίες με στόχο την αγορά 45 μαχητικών αεροσκαφών για το γερμανικο στρατό, αλλά και άλλων 93 «ευρωπαϊκών» Eurofighter. Mερίδα του Τύπου χαρακτήρισε ως κακόγουστο αστείο το άνοιγμα της συγκεκριμένης συζήτησης εν μέσω επιδημίας και με μια σειρά από ζητήματα, όπως η παρουσία αμερικανικών πυρηνικών όπλων επί γερμανικού εδάφους να παραμένουν ακόμα σε εκκρεμότητα. Ένα άλλο πολιτικό ζήτημα, πέραν του οικονομικού κόστους, αφορά την πρόθεση τα συγκεκριμένα F-18 να μπορούν να φέρουν πυρηνικές κεφαλές. Το ζήτημα προκάλεσε πάντως νέες τριβές στην ήδη προβληματική σχέση Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών με την καγκελάριο Μέρκελ να κρατά και πάλι τουλάχιστον καταρχήν κλειστό το στόμα της.
Πέραν πάντως των εργαζόμενων σε εξαρτημένη εργασία μεγάλος προβληματισμός υπάρχει και για το μέλλον μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. O πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών του Βερολίνου, Μαρσέλ Φράτσερ προειδοποιεί για το κλείσιμο χιλιάδων τέτοιων επιχειρήσεων και υπολογίζει ότι θα χρειαστεί μια τουλάχιστον διετία για να επιστρέψει η οικονομική δραστηριότητα στα προηγούμενα επίπεδα.
Όλα αυτά δεν διαφεύγουν φυσικά της προσοχής και της Ανγκέλα Μέρκελ, η οποία ζήτησε από τους συμπατριώτες της να μην βιάζονται για την άρση των περιοριστικών μέτρων, η οποία έτσι κι αλλιώς ξεκίνησε σταδιακά την εβδομάδα που μας πέρασε. Η αίσθηση είναι πάντως ότι επειδή ακριβώς οι συνέπειες του lockdown θα είναι τεράστιες και για την γερμανική οικονομία, αλλά και για τις γειτονικές χώρες θα επιχειρηθεί τώρα να αρθούν σταδιακά οι περιορισμοί. Να δοθεί δηλαδή η εικόνα μιας σταδιακής «επανεκκίνησης» με στόχο να μειωθούν οι συνέπειες της ακινησίας, που όσο περισσότερο διατηρείται τόσο πιο απειλητική δείχνει.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια κατάσταση παρόμοια με αυτή που βιώνουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, όπου τα τρομολαγνικά πρωτοσέλιδα έχουν αντικατασταθεί από πιο αισιόδοξα και από υποσχέσεις για σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα. Αυτό που μένει να αποδειχτεί είναι φυσικά αν με αυτό το σενάριο είναι διατεθειμένος να συμπορευτεί και ο ίδιος ο κορωνοϊός.
Φταίνε πάντα οι ΙταλοίΣτο μεταξύ, στα πρόθυρα της συνόδου κορυφής της περασμένης Πέμπτης ο γερμανικός συστημικός Τύπος με ελάχιστες εξαιρέσεις αναλώθηκε σε μια εκτεταμένη προσπάθεια απαξίωσης των κορωνο-ομολόγων, αλλά και οποιωνδήποτε λύσεων, που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως αμοιβαιοποίηση του χρέους. Το τελευταίο εργαλείο στο οπλοστάσιο είναι η θεωρία ότι όλα γίνονται για το καλό των Νοτίων, γιατί αν βγουν κοινά ομόλογα τότε θα απαξιωθούν πλήρως τα εθνικά. Οι πιο κυνικοί πάντως καλούσαν την Ανγκέλα Μέρκελ να μην ενδώσουν στις πιέσεις Ιταλών και Ισπανών, δίνοντας τους την ευχέρεια να δανείζονται στο μέλλον με τις γερμανικές «πλάτες». Από την Πέμπτη, στο μιντιακό οπλοστάσιο προστέθηκαν και δημοσιεύματα που μιλούσαν για σημαντική άνοδο των ιταλικών spreads, αφού για να επιμένουν τόσο οι Ιταλοί φαίνεται ότι δεν είναι σε θέση να τα καταφέρουν.
Με απλά λόγια. Σε μια χώρα που ορισμένοι ονειρεύονται να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία για να συμπιέσουν το εργατικό κόστος και να βελτιώσουν την «ανταγωνιστικότητα» θα ήταν παράλογο να πρυτανεύσει η υποτιθέμενη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Η Καγκελάριος έχει την πολυτέλεια να εκμεταλλευτεί την άνοδο της δημοτικότητάς της, που απρόσμενα της χάρισε η επιδημία και να παραμείνει σκληρή απέναντι στους εταίρους και να συνεχίζει να ζητά από τους φτωχότερους να κάνουν υπομονή, όσο οι πλούσιοι θα σχεδιάζουν πώς θα καταφέρουν να γίνουν πλουσιότεροι.
Στην ουσία, η κυβέρνηση του Βερολίνου προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, ελπίζοντας ότι θα μπορέσει να δώσει μια εικόνα ύφεσης της πανδημίας και σταδιακής ομαλοποίησης της κατάστασης και να επιδιώξει να επιστρέψουν όλα στην πρότερη κατάσταση. Στη συνέχιση, δηλαδή, μιας σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής και απαξίωση της οποιασδήποτε ιδέας για αμοιβαιοποίηση των κινδύνων, αλλά και γενικότερα στον αποκλεισμό οποιασδήποτε σκέψης για εναλλακτικές πολιτικές. Η Ανγκέλα Μέρκελ παρουσιάζει στην Ευρώπη τη δική της... ΤΙΝΑ (there is no alternative- δεν υπάρχει εναλλακτική). Ακόμα και αν αυτή η τακτική επικρατήσει πάλι για κάποιους μήνες, κυρίως εξαιτίας των φοβικών αντανακλαστικών της «πειθήνιας» Γαλλίας, η απλή λογική λέει ότι είναι τόσο διχαστική αλλά και καταστροφική για την Ευρώπη, που δεν θα μπορέσει να αποτρέψει την επόμενη σύγκρουση, η οποία ίσως τότε να αποδειχτεί ιστορικών διαστάσεων.
•