
Η γερμανική κυβέρνηση υιοθετεί πλήρως τη στρατηγική του «σοκ», προειδοποιώντας την κοινωνία ότι η οικονομική ύφεση θα είναι τεράστια, και συνεπώς θα πρέπει να κάνουν όλοι θυσίες για να την αντιμετωπίσουν και να μην περιμένουν «δώρα» από την πολιτική. Στο μεταξύ, συντηρητικοί κύκλοι πιέζουν για την ανάληψη από την Γερμανία νέων στρατιωτικών πρωτοβουλιών, που θα ενισχύσουν την παγκόσμια γεωστρατηγική της θέση με αφορμή τις αντιπαλότητες μεταξύ των υπερδυνάμεων, τις οποίες ενισχύει η κρίση της πανδημίας.
Του Δημήτρη ΣμυρναίουΟ υπουργός Οικονομίας Πέτερ Αλτμάιερ, ένας από τους πιο έμπιστους υπουργούς της καγκελαρίου Μέρκελ προέβλεψε την Τετάρτη τη χειρότερη ύφεση στην μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας. Σε δραματικούς τόνους, προειδοποίησε ουσιαστικά ότι το «σοκ» είναι τόσο μεγάλο, που οι γερμανοί εργαζόμενοι θα πρέπει να ετοιμάζονται για ακόμα δυσκολότερες μέρες. Από κοντά μια σειρά από οικονομολόγοι, που προειδοποιούν πως η εξέλιξη αυτή δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μόνο με ενισχύσεις και επιδοτήσεις, αλλά με ένα συνολικό σχέδιο επανεκκίνησης της οικονομίας.
Στο μεταξύ, περίπου 10 εκατομμύρια Γερμανοί έχουν μπει σε καθεστώς ημιαπασχόλησης και 1,8 εκατ. επιχειρήσεις έχουν κάνει αιτήσεις για ενίσχυση, ενώ το 53% αυτών δηλώνει πως δεν πρόκειται να επιβιώσει αν τα περιοριστικά μέτρα συνεχιστούν για ακόμα ένα εξάμηνο. Πρωτοφανή άνοδο παρουσιάζουν και οι δείκτες της ανεργίας. Δυσάρεστα είναι και τα νέα από το μέτωπο του εμπορίου, με περίπου 50.000 μικρομεσαίους να οδεύουν προς κλείσιμο μέσα στους επόμενους μήνες. Η καταναλωτική διάθεση είναι έτσι κι αλλιώς χειρότερη από ποτέ. Και από κοντά και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να μας θυμίζει ότι «τα κρατικά κονδύλια δεν είναι απεριόριστα. Το κράτος δε μπορεί να αντικαταστήσει την αγορά.»
Το ρίσκο της επανεκκίνησηςΑυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο η γερμανική κυβέρνηση ξεκίνησε ήδη τη σταδιακή άρση των περιορισμών, βάζοντας στη ζυγαριά από τη μια τις συνέπειες από την ελεύθερη πτώση της οικονομίας και, από την άλλη, τις πιθανές ανθρώπινες απώλειες από μια αναζωπύρωση της επιδημίας. Αν το παρατηρήσει κανείς θα δει ότι ουσιαστικά αποτελεί την πηγή έμπνευσης, το μοντέλο που ακολουθούν αυτές τις ημέρες όλες οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις της Ευρώπης, ανάμεσά τους και η ελληνική.
Στα λόγια βεβαίως πολλοί μιλούν για μια ευκαιρία αναθεώρησης πολλών ιδεών και αξιών της μέχρι τώρα οικονομικής δραστηριότητας. Λόγος γίνεται για την «ψηφιοποίηση» της οικονομίας ή για μια «πράσινη επανεκκίνηση». Αλλά στον πυρήνα τους όλες αυτές οι ιδέες ουσιαστικά απηχούν την προσδοκία για μια επιστροφή στην παλιά λογική συσσώρευσης κεφαλαίου, με την ευκαιρία που δίνει η κρίση για να ζητηθεί εκ νέου υπομονή και στήριξη της πατρίδας από τους εργαζομένους, σε μια εκστρατεία συρρίκνωσης αμοιβών και δικαιωμάτων.
«Δεν μπορεί να γίνει πολιτική με δώρα αλλά χρειάζεται μια στρατηγική» είναι το κεντρικό σύνθημα, που διανθίζεται με αερολογίες για σχεδιασμό και συγκροτημένες απαντήσεις και όλα αυτά τα βαρύγδουπα, αλλά αόριστα που έχει μεταφράσει και χρησιμοποιεί σε κάθε ευκαιρία διαγγελμάτων και το δικό μας υπουργικό συμβούλιο.
Φυσικά όλα αυτά δεν χωνεύονται τόσο εύκολα. Και στην Γερμανία υπήρξαν αρκετές αμφισβητήσεις της απόφασης να ανοίξουν σταδιακά τα σχολεία, με κάποιους επιστήμονες να συνεχίζουν να επιμένουν ότι και τα παιδιά μπορούν να μεταδώσουν τον ιό στους μεγαλύτερους. Τα συνδικάτα μπορεί να αποφάσισαν να μην οργανώσουν μαζικές διαδηλώσεις για την Πρωτομαγία, αλλά δεν έβγαλαν πλήρες απαγορευτικό στις κινητοποιήσεις, καλώντας για μικρές συνοικιακές συγκεντρώσεις ανά περίπτωση και με τήρηση των προδιαγραφών για τις αποστάσεις ασφαλείας.
Το Βερολίνο στο χακίΤην ίδια στιγμή, συντηρητικοί κύκλοι στη χώρα έχουν ξεκινήσει μια συζήτηση για το νέο γεωστρατηγικό ρόλο της Γερμανίας σε ένα κόσμο, που αλλάζει μετά την πανδημία.
Αυτό που φαίνεται να ονειρεύονται ορισμένοι είναι ένας νέος πολεμικός ρόλος για την Γερμανία με πρόσχημα την «απόσυρση» των ΗΠΑ. Ευκαιρία αποτελεί, όπως όλα δείχνουν, και η ανάληψη της προεδρίας της ΕΕ από τη Γερμανία, το δεύτερο εξάμηνο του 2020, μια εξέλιξη, την οποία θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει το Βερολίνο για να προωθήσει τις δικές του ιδέες για τη μετάβαση σε μια «νέα κανονικότητα».
Ενδεικτικό τέτοιων τάσεων είναι το κείμενο της Γερμανικής Εταιρίας Εξωτερικής Πολιτικής, ένα συντηρητικό think tank, στο οποίο συμμετέχουν εκπρόσωποι της πολιτικής, της οικονομίας, αλλά και των επιστημών. Στο κείμενο αυτό με τίτλο «Aποτροπή και Αμυνα στην εποχή του Covid-19» ζητείται από την κυβέρνηση του Βερολίνου να πρωτοστατήσει στην επεξεργασία μιας νέας στρατηγικής αντιμετώπισης διενέξεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η λογική του κειμένου είναι ότι εξαιτίας της τεράστιας κρίσης που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ, είναι πολύ πιθανό να αποσυρθούν από την Ευρώπη και να αφήσουν ένα κενό, που θα επιχειρήσουν να εκμεταλλευτούν Κίνα και Ρωσία. Η Γερμανία ως ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση και να εντείνει την δραστηριοποίησή της στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής στρατιωτικής συνεργασίας, κάτι που φαίνεται άλλωστε να επιθυμεί και η Γαλλία. Οι συντάκτες βλέπουν την ενίσχυση του στρατιωτικού βραχίονα της ΕΕ ως μια «ευκαιρία για την Γερμανία να ενισχύσει τον ηγετικό της ρόλο στην Ευρώπη», ξεπερνώντας τις όποιες εθνικές αμφιβολίες μπορεί να υπάρχουν στο επίπεδο της συνεργασίας στον οργανωτικό αλλά και βιομηχανικό-στρατιωτικό τομέα στην Ευρώπη. Καταγράφουν επίσης με ικανοποίηση την πρόθεση της κυβέρνησης του Βερολίνου για την αγορά Εurofighter αλλά και αμερικανικών F18 για την οποία γράφαμε την περασμένη εβδομάδα.
Εντύπωση προκαλεί πάντως το γεγονός ότι τέτοιες σκέψεις φαίνεται να βρίσκουν υποστηρικτές και στις τάξεις των άλλοτε «φιλειρηνιστών» Πρασίνων. Η βουλευτής τους Φραντσίσκα Μπράντνερ σε άρθρο της για τις γεωπολιτικές προκλήσεις της εποχής αναφέρει ότι «η υποχώρηση των ΗΠΑ μάς υποχρεώνει να μετατραπούμε κι εμείς σε Μεγάλη Δύναμη, βελτιώνοντας τις στρατιωτικές μας δυνατότητες, έτσι ώστε να μετατραπούμε σε έναν αυτόνομο παίκτη, που θα συνεχίζει πάντως να συνεργάζεται στενά με της Ηνωμένες Πολιτείες». Το κείμενο αυτό προκάλεσε τις αντιδράσεις της Αριστεράς, με τον Όσκαρ Λαφοντέν να σχολιάζει δηκτικά: «Ως πρώην συμπαθών των Πρασίνων, από την εποχή του κινήματος ειρήνης και αφοπλισμού αναρωτιέμαι πώς γίνεται η ενίσχυση των εξοπλισμών, το εμπόριο όπλων και οι βομβαρδισμοί τρίτων χωρών να βελτιώνουν το κλίμα». Ο πολιτικός της Αριστεράς σημειώνει, για παράδειγμα, ότι με βάση τα στοιχεία του διεθνώς αναγνωρισμένου σουηδικού Ιδρύματος για τον αφοπλισμό SIPRI, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να αυξάνουν το στρατιωτικό τους προϋπολογισμό, και συνεπώς τα περί «απόσυρσης και υποχώρησης» της υπερδύναμης, που συνεχίζει να διατηρεί πυρηνικές κεφαλές στα σύνορα με τη Ρωσία και την Κίνα μόνο ως «ανέκδοτο» μπορούν να εκληφθούν.
•