Ιδρύθηκε Δίκτυο για την Υπεράσπιση της Δηµόσιας Εκπαίδευσης«Η υπεράσπιση της δηµόσιας εκπαίδευσης ως δηµόσιου αγαθού, όχι έτσι όπως είναι, αλλά όπως πρέπει να την διαµορφώσουµε, ώστε να γίνει πιο ελκυστική και να ανταποκρίνεται ολοκληρωµένα στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας, αποτελεί χρέος αλλά και πρόκληση για κάθε προοδευτικό πολίτη», με αυτήν την αρχή ξεκινά η ιδρυτική διακήρυξη του νεοϊδρυθέντος Δικτύου για την Υπεράσπιση της Δηµόσιας Εκπαίδευσης, με πρωτοβουλία 150 νηπιαγωγών, δασκάλων, εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και καθηγητών πανεπιστημίου (οι υπογραφές των ιδρυτικών μελών είναι αναρτημένες στην ιστοσελίδα της «Εποχής»).
Όπως εξηγούν τα ιδρυτικά μέλη του, «το Δίκτυο δεν αποτελεί μια κομματική ή κοινοβουλευτική δομή. Είναι μια δομή η οποία φιλοδοξεί να εξελιχθεί σε ένα χώρο ανταλλαγής απόψεων, σε μια πλατφόρμα διαλόγου και κοινοποίησης θέσεων και επιχειρημάτων που θα προκύπτουν από τη συλλογή και επεξεργασία αξιόπιστων στοιχείων που, εν τέλει, θα οδηγούν στη σύνθεση προτάσεων για τη διαμόρφωση πολιτικής για τη δημόσια εκπαίδευση. Με άλλα λόγια, πρόκειται για δομή που επιχειρεί: να διευρύνει τις δυνατότητες συσπείρωσης των προοδευτικών πολιτών γύρω από θέματα που αφορούν τη δημόσια εκπαίδευση, να πείσει ότι η διαμόρφωση πολιτικών θέσεων απαιτεί επιμελή και ιδιαίτερα σοβαρή αξιακή εμβάθυνση, ιδεολογική πλαισίωση αλλά και ποσοτική τεκμηρίωση, να εγγυηθεί ότι οι προτάσεις και η συμβολή όσων εμπλακούν με το εγχείρημα δεν θα αγνοηθούν.»
Ένας από τους θεμελιώδεις στόχους του Δικτύου είναι να επεξεργαστεί και να προβάλει συγκεκριμένες θέσεις, προκειμένου να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός ιδεολογικού και κοινωνικού μετώπου ενάντια σε έναν πολυσύνθετο μηχανισμό απαξίωσης της δημόσιας εκπαίδευσης. «Στην επεξεργασία των θεμάτων οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας και ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό ή και παγκόσμιο πλαίσιο» εξηγούν μέλη του Δικτύου «καλούμαστε να «ξαναφανταστούμε» και να νοηματοδοτήσουμε εκ νέου τη δομή και το περιεχόμενο της δημόσιας εκπαίδευσης μέσα σε μια νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται από τις κοινωνικές συνθήκες που αναδύονται. Για όλα τα παραπάνω δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές. Υπάρχει, όμως η διάθεση για προσεκτικές επεξεργασίες και αναλυτικές συζητήσεις, μακριά από δογματισμούς και συντεχνιασμούς.»
Αξιοποιώντας και την εμπειρία της περιόδου 2015-2019 όπου, όπως λένε οι ίδιοι, «έγιναν σηµαντικά βήµατα και παρά τις δυσκολίες, θεσµοθετήθηκαν και πολλές εµβληµατικές ρυθµίσεις. Αλλά και πολλά δεν έγιναν, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους: δεν υπήρχε η απαιτούµενη πείρα, υπήρξαν αδυναµίες στη λήψη των αποφάσεων µέσα από συλλογικές διαδικασίες ή καθυστερήσεις, έγιναν λάθη και παραλείψεις, σε αρκετές περιπτώσεις υπήρξαν αντιστάσεις της διοίκησης ή ο δισταγµός και ο προβληµατισµός ως προς τις κοινωνικές αντιδράσεις εµπόδισαν τη δυναµική που απαιτούσαν οι περιστάσεις.»
»Αυτό γίνεται ακόµη πιο επιτακτικό µετά την πανδηµία του κορονοϊού, όπως εξηγούν. «Η κυβέρνηση της Ν.Δ. στο χώρο της εκπαίδευσης έχει διπλή ατζέντα. Από τη µια, προσπαθεί να ακυρώσει όσα έγιναν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, επειδή δε θέλει να µείνει κάτι που να θυµίζει την κοινωνική γείωση αλλά και τη δηµοκρατική φιλοσοφία των µεταρρυθµίσεων που επιχειρήθηκαν και υλοποιήθηκαν. Από την άλλη, επιδιώκει να επαναφέρει ή να καθιερώσει τους θεσµούς και να εδραιώσει τις αξίες που εξυπηρετούν τη νεοφιλελεύθερη πολιτική για την εκπαίδευση που έχει υλοποιηθεί στην Ευρώπη και έχει επιφέρει καταστροφικά αποτελέσµατα στην ποιότητα και προσβασιµότητα της εκπαίδευσης αλλά και στις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών σε όλες τις βαθµίδες. Η κυβέρνηση σχεδιάζει ένα σχολικό σύστηµα µε έναν αδικαιολόγητα µεγάλο αριθµό εξετάσεων, οι οποίες θα λειτουργούν ως συνεχή φίλτρα των µαθητών/τριών και οδηγούν στην απώλεια της δυνατότητας για κοινωνική κινητικότητα, σε µια εκπαίδευση της κοινωνικής αναπαραγωγής και των ελίτ. Παράλληλα, ευνοεί την επιδίωξη κάποιων καθηγητών στα Πανεπιστήµια να αµείβονται µε υπέρογκα ποσά, εκµεταλλευόµενοι προς ίδιον όφελος τις δοµές του δηµόσιου Πανεπιστηµίου και τις εκπαιδευτικές ανάγκες των νέων ανθρώπων.»
Σχετικά με το Δίκτυο για την Υπεράσπιση της Δημόσιας Εκπαίδευσης απαντά ο δρ Σπύρος Κωνσταντάτος, φιλόλογος, και πρώην προϊστάμενος Διεύθυνσης Σπουδών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στο Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και ΘρησκευμάτωνΤη συνέντευξη πήρε η
Δανάη ΨωμοπούλουΠοιοι είναι οι στόχοι του Δικτύου και γιατί τώρα;Κυρίαρχος στόχος τού Δικτύου είναι η διαμόρφωση προτάσεων βελτίωσης του παρεχόμενου αγαθού της εκπαίδευσης. Είναι κοινά αποδεκτό ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει σοβαρά προβλήματα που απαιτούν λύσεις. Πολλά από τα προβλήματα αυτά έχουν αντιμετωπιστεί με επιτυχία διεθνώς, οπότε η μελέτη τής διεθνούς πρακτικής θα μας απαλλάξει σε πολλές περιπτώσεις από το να εφεύρουμε ξανά την πυρίτιδα. Σε άλλα θέματα απαιτούνται πρωτότυπες λύσεις. Το βέβαιο είναι ότι, τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας, προβάλλονται κατά κόρον «λύσεις» νεοφιλελεύθερης κοπής που με πρόσχημα την «αριστεία» προκρίνουν εκπαίδευση για λίγους και αποθήκες ψυχών για τους μη έχοντες. Με δηλωμένο και ξεκάθαρο τον αριστερό-ριζοσπαστικό του προσανατολισμό, το Δίκτυο, φιλοδοξεί να σταθεί ενάντια σε τέτοιες λογικές και, όπως λέει και το όνομά του, να συμβάλει στην υπεράσπιση της δημόσιας εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης για όλους. Θεωρούμε ότι δεν υπερασπιζόμαστε αποτελεσματικά τη δημόσια εκπαίδευση αποσιωπώντας τις αδυναμίες της. Αυτή η τάση δεν σπανίζει στην Αριστερά και οφείλεται στην προσπάθεια να προστατευθεί η δημόσια εκπαίδευση από τις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις. Όμως το ζήτημα είναι να αντιμετωπίσουμε τις αδυναμίες αυτές με προτάσεις που θα έχουν επιστημονική στήριξη και αριστερό/κοινωνικό πρόσημο.
Η συστηματική και απροκάλυπτη επίθεση κατά της δημόσιας εκπαίδευσης από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε η νέα κυβέρνηση κατέστησε την ανάληψη του εγχειρήματος του Δικτύου αναπόδραστη ανάγκη.
Πώς θα λειτουργεί το Δίκτυο;Έχουν επιλεγεί βασικές θεματικές, σχετικές με τις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης, τις οποίες θα μελετήσουν άνθρωποι του χώρου ενταγμένοι/ες σε ομάδες, ανάλογα με τις δικές τους ειδικεύσεις/προτιμήσεις. Στην πορεία οι θεματικές αυτές εμπλουτίζονται από τις ιδέες αυτών που πλαισιώνουν το Δίκτυο. Στόχος είναι πρώτα να συμφωνήσουμε στο ποια είναι τα προβλήματα (δεν είναι πάντα προφανές) και να καταλήξουμε σε πορίσματα και προτάσεις.
Υπάρχουν ήδη το Δίκτυο για τη Δημόσια Περίθαλψη και το Δίκτυο για την Δημοκρατική Μεταρρύθμιση του Κράτους. Ποια η σχέση σας με αυτά τα Δίκτυα αλλά και με τις κομματικές δομές;Δεν υπάρχει κεντρική κατεύθυνση για τη λειτουργία Δικτύων. Τέτοια Δίκτυα είναι όμως αναγκαία γιατί η μελέτη τής δημόσιας σφαίρας απαιτεί βάθος και νηφαλιότητα, στοιχεία που όσο ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην κυβέρνηση δύσκολα μπορούσαν να εξασφαλιστούν. Είναι σημαντικό που υπάρχουν τέτοιες πρωτοβουλίες και, κυρίως, διαθεσιμότητες οι οποίες θα λειτουργήσουν συμπληρωματικά.
Ως προς τη συγκυρία: τι έχετε να σχολιάσετε για το νομοσχέδιο που ετοιμάζει το υπουργείο Παιδείας;Για να μην επεκταθούμε στα, πάρα πολλά, σοβαρά επιμέρους αρνητικά, ας εστιάσουμε στον ίδιο τον χαρακτήρα αυτού του νομοσχεδίου. Είναι μια ξεκάθαρη οπισθοδρόμηση, ακριβώς όπως την είχε διατυπώσει ο νυν πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, όταν αναλάμβανε τα καθήκοντά του, όταν υποσχόταν επιστροφή στην προ του 2015 εποχή. Με πρόσχημα να «ανεβάσουν τον πήχη», προωθούν αύξηση των εξετάσεων, προφανώς σε βάρος τού διδακτικού χρόνου, ενίσχυση των φροντιστηρίων, δυσκολότερη προαγωγή μαθητών/μαθητριών τιμωρητική αξιολόγηση, αποκλεισμό από το σύστημα ανθρώπων που θέλουν να σπουδάσουν, συντηρητικότερο περιεχόμενο σπουδών. Είναι νομοσχέδιο που, πέρα από συντηρητικές εμμονές, εξυπηρετεί ιδιωτικά συμφέροντα. Είναι νομοσχέδιο που εντάσσεται απόλυτα στη νεοφιλελεύθερη και άκρως συντηρητική ιδεολογία τής σημερινής κυβέρνησης. Τα δείγματα γραφής είχαν δοθεί από τον πρώτο μήνα διακυβέρνησης της ΝΔ, με τη λυσσώδη προσπάθεια να εξαφανίσουν κάθε νόμο και κάθε μέτρο τής προηγούμενης κυβέρνησης. Ακόμα και η εν μέσω πανδημίας εισαγωγή προς ψήφιση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου, αν συγκριθεί με όσα άλλα προωθούν οι διάφοροι υπουργοί αυτή την περίοδο, δείχνει καθαρά ότι ο αμοραλισμός που θεωρεί ότι η κρίση είναι ευκαιρία για «δουλειές» αποτελεί πάγια πρακτική των κυβερνώντων. Από την άλλη, τόσο το ίδιο το νομοσχέδιο όσο και η διαχείριση των προβλημάτων που προκάλεσε η πανδημία στα σχολεία αποδεικνύουν ότι η υπουργός και οι συνεργάτες της δεν έχουν πατήσει σε σχολεία παρά μόνο σε αγιασμό.
•