Σε μια καθαρά πολιτική απόφαση το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας χαρακτήρισε αντισυνταγματική την «Ποσοτική Χαλάρωση» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το διάστημα 2015-2018, στέλνοντας όμως και ένα σαφές μήνυμα για το μέλλον. Την ίδια στιγμή, η γερμανική κυβέρνηση αντιμετωπίζει σωρεία αιτημάτων στήριξης από διάφορους κλάδους της οικονομίας, γεγονός που ως ένα βαθμό μόνο εξηγεί και τη συνεχιζόμενη εσωστρέφειά της.Του Δημήτρη ΣμυρναίουΤο Συμβούλιο της Ευρώπης ιδρύθηκε στις 5 Μαΐου του 1949 και για αυτό και γιορτάζει αυτή την ημέρα ως «Ημέρα της Ευρώπης». Η Ευρωπαϊκή Ενωση προτιμά τις 9 Μαΐου που ξεκίνησε να γιορτάζει από το 1985. Αλλά η μέρα, που ίσως να περάσει στην ιστορία της Ευρώπης ως «αποφράδα» είναι η περασμένη Τρίτη. 05.05.2020. Ηταν η μέρα που το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης πήρε μια απόφαση που πολλοί θεωρούν ότι δυναμιτίζει ανοικτά το μέλλον της Ενωσης, στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα σε όσους αρνούνται να συμμορφωθούν με τη γερμανική θεώρηση των πραγμάτων.
Αγνοώντας την προηγούμενη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου από το 2018, οι γερμανοί δικαστές γνωμοδότησαν ότι ήταν ασύμβατη με το Σύνταγμα και «υπερβατική» σε σχέση με τις αρμοδιότητές της η αγορά κρατικών ομολόγων από το δευτερογενή τομέα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στη Φρανκφούρτη. Είναι η γνωστή ως «ποσοτική χαλάρωση», την οποία είχε εξαγγείλει ο Μάριο Ντράγκι και στο πλαίσιο της οποίας η ΕΚΤ ουσιαστικά στήριξε τις οικονομίες της Ευρωζώνης με περίπου 2,6 τρισ. ευρώ. Μάλιστα, οι δικαστές ζητούν από την Τράπεζα να εξηγήσει το σκεπτικό των κινήσεων της εντός τριών μηνών, απειλώντας παράλληλα ότι θα συστήσουν στη Μπούντεσμπανκ, τη γερμανική Κεντρική Τράπεζα να μην συμμετάσχει στο μέλλον σε παρόμοιες δραστηριότητες.
Οι συνέπειες της απόφασηςΟι συνέπειες της απόφασης είναι προφανείς. Υποσκάπτει το κύρος δύο σημαντικών ευρωπαϊκών θεσμών του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αλλά και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην Φρανκφούρτη. Και στέλνει παράλληλα και ένα ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα στην σημερινή πρόεδρο της Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ να απέχει στο μέλλον από παρόμοιες πρωτοβουλίες. Ολα αυτά σε μια εποχή που η νέα επικεφαλής της ΕΚΤ είχε σαφώς υποστηρίξει μέτρα ενίσχυσης των οικονομιών της ευρωζώνης χωρίς αυστηρούς μνημονιακούς όρους, εκφράζοντας την άποψη ότι αλλιώς οι συνέπειες για τις ευρωπαϊκές οικονομίες θα είναι καταστροφικές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάμεσα σε αυτούς που είχαν προσφύγει στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, προκαλώντας αυτή την απόφαση ήταν γνωστοί πολιτικοί από τον ακραίο συντηρητικό ή και τον ανοικτά ακροδεξιό χώρο, όπως ο Πέτερ Γκάουβάιλερ παλαίμαχος της βαυαρικής κεντροδεξιάς και ο Μπερντ Λούκε της Εναλλακτικής για τη Γερμανία. Επίσης δεν είναι τυχαίο ότι η απόφαση της Καρλσρούης έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και από τις αυταρχικές εθνολαϊκιστικές κυβερνήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, οι οποίες έχουν επίσης «προβλήματα» με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και είχαν καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τη στάση τους στην προσφυγική κρίση, όταν αρνήθηκαν να εφαρμόσουν τις αποφάσεις περί μετεγκατάστασης βάσει ποσοστώσεων.
Σε κάθε περίπτωση το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο θεωρείται πολιτικό, από τη στιγμή μάλιστα που τα μέλη του εκλέγονται με διαδικασίες στα δύο σώματα της γερμανικής Βουλής και δεν «συνηθίζει» να δημιουργεί πολιτικά προβλήματα στις κυβερνήσεις για κορυφαία ζητήματα, όπως αυτά της ευρωπαϊκής πολιτικής. Στο Βερολίνο η Ανγκέλα Μέρκελ προτίμησε να τυλιχτεί με το αγαπημένο της πέπλο της σιωπής, την ώρα που κάποιοι πολλοί πρωθυπουργοί κρατιδίων έμμεσα την αμφισβητούσαν απαιτώντας να υπάρξει μια πιο αποφασιστική επανεκκίνηση της γερμανικής οικονομίας. Μπορεί επίσημα να μην υπήρξαν αντιδράσεις από τη γερμανική κυβέρνηση, αλλά είναι σαφές ότι μετά την περασμένη Τρίτη έχει ένα ακόμα επιχείρημα απέναντι στους ευρωπαίους εταίρους να αρνείται οποιοδήποτε μέτρο μπορεί να φέρει έστω και την υποψία περί αμοιβαιοποίησης των χρεών. Οι αντίπαλοι της χαλαρής πολιτικής χρήματος της ΕΚΤ, την κατηγορούν για τον μηδενισμό των επιτοκίων για το μέσο γερμανό αποταμιευτή, η οποία από την άλλη επηρεάζει και τις αποδόσεις των ασφαλιστικών πακέτων για συνταξιούχους και έχει συμβάλει στην άνοδο των τιμών στον τομέα της οικοδομής και κατοικίας στη Γερμανία ως αποδοτικότερη επένδυση από χρήματα σε καταθέσεις με ανύπαρκτους τόκους.
Απλώνουν το χέρι στο κράτοςΤην ίδια στιγμή, πάντως, στο εσωτερικό της χώρας και ενώ η καγκελάριος ανακοίνωσε την έξοδο από την πρώτη φάση της πανδημίας από όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομίας έρχονται εκκλήσεις για οικονομική στήριξη ή και απευθείας ενίσχυση. Εδώ και κάποιες εβδομάδες συζητείται, για παράδειγμα, όχι το αν, αλλά το πώς η κυβέρνηση θα μπορέσει να ενισχύσει την αεροπορική εταιρία της χώρας Lufthansa, η οποία εκτιμάται ότι έχει ανάγκη για μια ένεση ρευστότητας ύψους ίσως και άνω των 10 δισ. Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι οι εκπρόσωποι της εταιρίας ζητούν μεν κρατική βοήθεια, αλλά δεν θέλουν σε καμιά περίπτωση να υπάρξει και κρατική ανάμιξη στις αποφάσεις του διοικητικού τους συμβουλίου.
Σε απόγνωση βρίσκονται και οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες της χώρας, οι οποίες βλέπουν τις πωλήσεις τους να έχουν πέσει σε ποσοτά από 75% και πάνω. Η πιο σημαντική αγορά, αυτή των ΗΠΑ βρίσκεται υπό κατάρρευση η μεγαλύτερη σε μέγεθος αγορά της Κίνας προσπαθεί τώρα να επανέλθει και οι Ευρωπαίοι έχουν ακόμα ως πρώτο μέλημα να γιατρέψουν τις δικές τους πληγές της πανδημίας. Στο τραπέζι έπεσε η ιδέα για ένα μπόνους μερικών χιλιάδων ευρώ για τους Γερμανούς αγοραστές νέων οχημάτων, έτσι ώστε να ενισχυθεί κάπως η εσωτερική ζήτηση. Το μέτρο αυτό είναι δύσκολο να κοστολογηθεί, αλλά δημιουργεί και ένα κακό προηγούμενο, αφού θα ανοίξει πιθανώς την όρεξη και άλλων κλάδων για τέτοιους είδους άμεσες ενισχύσεις. Θεωρείται πάντως ότι σε μια εποχή που πολλά εκατομμύρια Γερμανών βρίσκονται ακόμα σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, για το μέσο πολίτη η αγορά νέου αυτοκινήτου δεν αποτελεί προτεραιότητα. Αλλά το γονάτισμα της αυτοκινητοβιομηχανίας, ενός κλάδου που απασχολεί περίπου 800.000 εργαζομένους, θα έχει τεράστιες συνέπειες για την οικονομία της χώρας και έτσι αναζητείται οποιοδήποτε μέτρο θα μπορούσε να αποτελέσει μια ανακούφιση. Οι όποιες κυβερνητικές αποφάσεις πάντως έχουν μετατεθεί για το τέλος του μήνα, αφού η εξίσωση είναι και περίπλοκη και πολυδάπανη.
Δυσοίωνη προβλέπεται και η κατάσταση στον τομέα του τουρισμού, γεγονός που εξηγεί την πίεση πολλών τοπικών κυβερνήσεων και δήμων για γρηγορότερη άρση των περιορισμών, αλλά και τις εκκλήσεις πολλών πολιτικών ακόμα και της ίδιας της Μέρκελ η οποία μεταξύ σοβαρού και αστείου τάχθηκε υπέρ του «εσωτερικού τουρισμού» για την χρονιά που έρχεται. Για άλλα πιο σοβαρά θέματα αποφεύγει να τοποθετηθεί συστήνοντας απλώς υπομονή, ψυχραιμία και αποφυγή απερίσκεπτων ενεργειών, εξοργίζοντας ακόμα και συντηρητικούς αρθρογράφους που την κάλεσαν να σταματήσει να συμπεριφέρεται προς τους πολίτες λες και έχει να κάνει με άμυαλα παιδιά.