Από τον πολύ ενδιαφέροντα τόμο, που κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις των Συναδέλφων» με τίτλο «Στο εσωτερικό του κινήματος», με την υπογραφή του Δημήτρη Παπανικολόπουλου και τη συνεργασία Αλίκης Κοσυφολόγου, Βασίλη Ρόγγα και Κώστα Γαλανόπουλου, δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο που ασχολείται με τον Μάη του ’68.
Στη δεκαετία του ’60 η επανάσταση αναμφίβολα βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη, καθώς οι χώρες του Τρίτου Κόσμου απελευθερώνονταν από την αποικιοκρατία χάρη σε μικρούς ή μεγάλους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, οι οποίοι σε κάποιες περιπτώσεις είχαν σοσιαλιστικό στόχο. Το σοσιαλιστικό μπλοκ μεγάλωνε, ενώ η αίγλη του σοσιαλισμού διατηρούνταν χάρη και στα μεγάλα επιτεύγματα της ΕΣΣΔ. Ωστόσο, στην αναπτυγμένη Δύση, τα σοσιαλιστικά κόμματα δεν αφουγκράζονταν αυτόν τον επαναστατικό αναβρασμό. Η εμπέδωση της πολιτικής δημοκρατίας και η επέκταση της οικονομικής ευημερίας, όπως σωστά επισημαίνει ο Ντόναλντ Σασούν, είχαν οδηγήσει πρακτικά στην εγκατάλειψη του αντικαπιταλισμού (2001: 426). Τα μεγάλα πολιτικά παράπονα των αρχών του 20ου αιώνα που συνδέονταν με τη φτώχεια, τη βίαιη εκμετάλλευση και την έλλειψη δημοκρατίας είχαν εξαλειφθεί χάρη στην επιτυχία του καπιταλισμού, τη σοσιαλιστική και υπέρ της κοινωνικής πρόνοιας ιδεολογία, τους αγώνες των σοσιαλιστών, κομμουνιστών, και αντικαπιταλιστών, καθώς και στη γενικευμένη προσήλωση στη δημοκρατία (στο ίδιο: κεφάλαιο 11). Στο πλαίσιο αυτό, «η πλειοψηφία των ψηφοφόρων μπορούσε να δελεαστεί να ψηφίσει κόμματα τα οποία υπόσχονταν να προστατέψουν και να βελτιώσουν το υπάρχον βιοτικό επίπεδο, όχι όμως προφήτες που διακήρυσσαν ότι η κατάσταση θα επιδεινωνόταν τόσο πολύ που θα απαιτούνταν πολύ μεγάλες πολιτικές αλλαγές. Ο ‘ουτοπικός καταστροφισμός’ ή η πίστη στο αναπόφευκτο είτε της καταστροφής είτε της επανάστασης είχαν χάσει την αξιοπιστία τους. Κανένα κόμμα με σημαντική εκλογική βάση δεν μπορούσε πια να υποστηρίζει αυτή τη θέση» (στο ίδιο: 427). […]
Οι ριζοσπαστικοποιημένοι νέοιΗ μεγάλη νεανική αμφισβήτηση της εποχής, όμως, τάραζε τα λιμνάζοντα (ως φαίνονταν) νερά. Άλλοι νέοι θεωρούσαν ότι πρέπει να αλλάξει η κοινωνία για να αλλάξουν και οι άνθρωποι, ενώ άλλοι πίστευαν το αντίθετο. Πολιτικοποίηση και αντι-κουλτούρα εναγκαλίζονταν σε ένα ανοδικό αγωνιστικό σπιράλ. «…είχαμε τα μαλλιά μακριά, τα χίππικα ρούχα, τα πόδια ξυπόλυτα, καπνίζαμε το μαύρο, ακούγαμε το ροκ και λέγαμε ‘σκατά’ στην κοινωνία». Αυτά από τον Άμπυ Χόφμαν, έναν χαρακτηριστικό αμερικανό νέο της αντικουλτούρας (Κον Μπεντίτ 2018: 22). «…δε θα μου πουν αυτοί πώς να κόβω τα μαλλιά μου ή αν κάνει να φοράω τακούνι του ενός ή των εννιά πόντων, μ’ εννοείς;» Αυτά από τον Μπόμυ Μπάουμαν, ένα γερμανό νέο που τον έλουσε κρύος ιδρώτας, όταν συνειδητοποίησε μια μέρα ότι μπορεί να κάνει την ίδια τυποποιημένη δουλειά για όλη του τη ζωή, και πριν στραφεί στην αχαλίνωτη ζωή, στα κοινόβια, στη βία και τέλος στο αντάρτικο πόλης (Μπάουμαν 1986: 24-27, 50). «Δεν υπάρχει πια τίποτα να κάνουμε εκεί μέσα: το κόμμα είναι ολοκληρωτικά γραφειοκρατικοποιημένο, το συνδικάτο είναι ολοκληρωτικά γραφειοκρατικοποιημένο…». Αυτά και από τον Αντόνιο Νέγκρι (1983) σε μια αποτίμηση του κινήματος της εργατικής αυτονομίας στην Ιταλία. Είτε πολιτιστικές είτε οικονομικές είτε πολιτικές, οι κοινωνικές δομές ήταν τόσο ασφυκτικές που φάνταζαν στους baby boomers σαν φυλακή.
Τι σχέση είχαν, όμως, αυτοί/ές που διεκδικούσαν να παίξουν το ρόλο της πρωτοπορίας με αυτούς που ήθελαν να καθοδηγήσουν; Μάλλον μικρή σχέση είχαν. Παρόλη την προσπάθεια που έκαναν φοιτητές και αριστεριστές να προσελκύσουν στον αγώνα τους εργάτες, οι τελευταίοι σπανίως ανταποκρίνονταν. Ελάχιστοι συμμετείχαν στις διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ ή κατά του ρατσισμού, ενώ καμία αριστερίστικη οργάνωση δεν απέκτησε σημαντικό αριθμό εργατών (Σασούν 2001: 572). Ακόμα και στην περίπτωση του γαλλικού Μάη, που προφανώς αποτελεί εξαίρεση, οι εργάτες παρέμειναν σε απόσταση «ασφαλείας» από τους φοιτητές. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, ήταν κυρίως οι νέοι εργαζόμενοι που έτειναν ευήκοα ώτα στα εξεγερσιακά κελεύσματα των συνομηλίκων τους. Υπήρξαν επίσης κινήματα, όπως αυτό των Provos στην Ολλανδία, που όχι μόνο δεν επιδίωξαν κάποια σύνδεση με την εργατική τάξη, αλλά διατείνονταν ότι προέρχονται από τη «μη εργατική τάξη» (Μπαζός 2013: 31).
Οι διαθέσεις των εργατώνΑκόμα, όμως, και μαχητικοί συνδικαλιστές παρερμήνευαν τις διαθέσεις των εργατών με το να συγχέουν την πολύ υπαρκτή αγωνιστικότητα για μισθολογικές αυξήσεις με την πολιτική αγωνιστικότητα (Σασούν 2001: 540). Το ότι οι αριστεριστές παρεξηγούν τα οργισμένα λόγια των ανθρώπων και τη συμμετοχή τους και βλέπουν παντού ριζοσπαστικοποίηση δεν ήταν, βέβαια, ούτε τοτινό ούτε κατοπινό φαινόμενο, ήταν μάλλον ένα από τα πλέον διαχρονικά στοιχεία του αριστερισμού. Ο Λένιν, σχολιάζοντας τις αποτυχίες των Γερμανών επαναστατών, τους συμβούλευε να μην παίρνουν «την επιθυμία τους και την ιδεολογικοπολιτική τους στάση για αντικειμενική πραγματικότητα», ενώ τους νουθετούσε να παρακολουθούν νηφάλια «την πραγματική κατάσταση της συνειδητότητας και της ωριμότητας ακριβώς όλης της τάξης (και όχι μόνο της κομμουνιστικής πρωτοπορίας)» (Λένιν 2001: 50-1). […]
Αν, όμως, είναι αμφίβολο ότι οι ριζοσπάστες φοιτητές και νεολαίοι του 1968 ήταν η επαναστατική πρωτοπορία που νόμιζαν πως είναι, τότε είναι παραπάνω από σίγουρο ότι η εργατική τάξη δεν ήταν το επαναστατικό υποκείμενο που αυτοί οι νέοι έψαχναν. Η εργατική αγωνιστικότητα αναμφίβολα παρουσίασε άνοδο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, όμως αυτό διόλου δεν σημαίνει πως η συνείδησή της δεν ήταν ρεφορμιστική. Οι εργάτες διεκδικούσαν καλύτερη διανομή του παραγόμενου πλεονάσματος και όχι κατάργηση του συστήματος που το παράγει (Σασούν 2001: 535). Ομοίως τα αιτήματα των απεργιών που ξέσπασαν στη διάρκεια του γαλλικού Μάη αφορούσαν ποσοτικά αιτήματα, όπως υψηλότερους μισθούς, λιγότερες ώρες εργασίας και βελτίωση των συνθηκών εργασίας, καθώς και ασαφή αιτήματα που σχετίζονταν με τον εργατικό έλεγχο. Ήταν πιο εύκολο να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγματεύσεων τα πρώτα, παρά τα δεύτερα (στο ίδιο: 543). Κι αυτό γιατί οι εργάτες ούτε ήθελαν να καταλάβουν την εξουσία ούτε καν να αναλάβουν οι ίδιοι τις τύχες του αγώνα τους. Βολεύονταν με τις μεταρρυθμίσεις και την ανάθεσή τους στις εκλεγμένες ηγεσίες.
Τι λένε οι πρωταγωνιστές της εποχήςΌπως συνειδητοποιούσε ο Κον-Μπεντίτ στο απολογιστικό του βιβλίο Την αγαπήσαμε τόσο την επανάσταση, τα κινήματα αμφισβήτησης εκείνης της εποχής προσέκρουαν «στην άρνηση των ανθρώπων να συμμετάσχουν στους προτεινόμενους μετασχηματισμούς» (2018: 50). Ενδιαφέρον έχουν και οι αποτιμήσεις που κάνουν στα μέσα της δεκαετίας του 1980 παλιοί σύντροφοι του Κον-Μπεντίτ που συμμετείχαν στην επαναστατική πρωτοπορία της εποχής. Ο Γάλλος Μισέλ Σεμέν, που ξεκίνησε το ΄69 να δουλεύει σε εργοστάσιο με την προοπτική να συμμετάσχει σε έντονους προλεταριακούς αγώνες, βρήκε παθητικές πλειοψηφίες εργατών που πάνε στο εργοστάσιο μόνο για να πάρουν ένα μισθό (στο ίδιο: 71). Η Γερμανίδα Μπάρμπαρα Κόστερ, φεμινίστρια, αναρωτιέται δεκαπέντε χρόνια μετά πως ήταν δυνατόν να βρίζουν τους άλλους ως προδότες και ρεφορμιστές αντί να αναρωτηθούν τι πάει στραβά και δεν τους ακολουθούν τα πλήθη (στο ίδιο: 168). Ο Αμερικανός Τζέρυ Ρούμπιν, γίππυς το ’68, θεωρούσε, ως γιάπης το ’85, ότι οι φτωχοί δεν θέλουν την επανάσταση, αλλά να πετύχουν στη ζωή τους (στο ίδιο: 34). Με τη σειρά τους, ο ελευθεριακός Βάσκος Ζαν Πιερ Ντυτέιγ έβλεπε ότι «οι άνθρωποι είναι ικανοί να αγωνιστούν για κάτι συγκεκριμένο αλλά δεν επιθυμούν να διαχειριστούν την κοινωνία», ότι έχουν μάλλον την τάση να πουν «αυτό είναι πολύ μεγάλο για μας, ουφ! ας δούμε τηλεόραση» (στο ίδιο: 65), ενώ ο παλιός κομμουνιστής ιταλικής καταγωγής Γκαμπριέλ Τσερόνι κατέληξε πως η ισονομία δεν περνά εύκολα στον εργατικό κόσμο και πως «οι άνθρωποι έχουν μάλλον την τάση να θέλουν την ιεραρχία» (στο ίδιο: 89).
Όπως παρατηρούσε ο Κλοντ Λεφόρ κατά τη διάρκεια των γεγονότων, τη στιγμή που οι μεγάλες μάζες των εργατών και των υπαλλήλων ανέθεταν την εκπροσώπηση των συμφερόντων τους στα συνδικάτα, οι φοιτητές δίσταζαν «να αναγνωρίσουν ότι η εργατική τάξη ως σύνολο δεν επιδίωξε ούτε στιγμή να καταλάβει την εξουσία» (2018α: 66-7). Πιο ενδελεχής στο θέμα αυτό, ο Καστοριάδης παρατηρούσε ότι οι εργάτες δεν αμφισβήτησαν ούτε τη στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών ούτε τις παραγωγικές σχέσεις στην επιχείρηση, και επομένως το Μάη του ’68 στη Γαλλία, η εργατική τάξη «δεν υπήρξε η επαναστατική πρωτοπορία της κοινωνίας αλλά η αργοκίνητη οπισθοφυλακή της». Επέδειξε «παθητικότητα» και «αδιαφορία» για ό,τι δεν ήταν οικονομική διεκδίκηση, αποδεικνύοντας ότι «η μόνη φιλοδοξία της ήταν να βελτιώσει την κατάστασή της μέσα στην καταναλωτική κοινωνία» (2018: 125-8).