Η αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια για τα περιοριστικά μέτρα λόγω πανδημίας και η διάθεση αρκετών Γερμανών να εκδηλώσουν δημόσια την ανυπακοή τους, έδειξε ότι δεν είναι τελικά όλα τόσο ρόδινα στο βασίλειο της κυρίας Μέρκελ. Ειδικά η παρέμβαση της ακροδεξιάς, που δείχνει να εκμεταλλεύεται την περίσταση αξιοποιώντας και διάφορες θεωρίες συνωμοσίας προκαλούν σοβαρές ανησυχίες για τις πολιτικές εξελίξεις της επόμενης μέρας.
Του Δημήτρη ΣμυρναίουΣτην αρχή της πανδημίας η ακροδεξιά σε όλη την Ευρώπη είχε μείνει σχετικά σιωπηλή. Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι η κοινή γνώμη, φοβισμένη κυρίως από όσα έβλεπε να διαδραματίζονται στην Ιταλία έδειξε ιδιαίτερα ανεκτική απέναντι σε πρωτοφανή περιοριστικά μέτρα. Για τα εθνολαϊκιστικά κόμματα δεν υπήρχε λόγος να πάνε ενάντια στο ρεύμα, από τη στιγμή μάλιστα που τα πρώτα μέτρα ήταν στη λογική του σφραγίσματος των συνόρων από την εξωτερική απειλή (και τους μετανάστες). Κάποιοι εκπρόσωποί της είχαν εκφράσει υποστήριξη προς θεωρίες συνωμοσίας, αλλά δεν υπήρξε κάποια συνολική στρατηγική προς αυτή την κατεύθυνση. Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν μάλιστα μια υποχώρηση των δυνάμεων της ακροδεξιάς τουλάχιστον εκεί που δεν κυβερνά, όπως στην Ουγγαρία και την Πολωνία. Η Γερμανία ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης με την Εναλλακτική για τη Γερμανία να δείχνει σημάδια πτώσης.
Με το πέρασμα του χρόνου όμως οι κοινωνίες άρχισαν να κουράζονται και να ανησυχούν, ενώ οι συνωμοσιολόγοι που είχαν πιάσει δουλειά από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες της κρίσης άρχισαν να βλέπουν τη σπορά τους να ανθίζει. Θεωρίες που γνωρίζουμε και εδώ στην Ελλάδα, περί «ανυπαρξίας του ιου», κατασκευής του ιού ως βιολογικού όπλου στα εργαστήρια της Κίνας ή από τον Μπιλ Γκέιτς ή περί εξάπλωσής του μέσω δικτύων κινητής τηλεφωνίας άρχισαν να εμφανίζονται ολοένα και συχνότερα σε ιστότοπους, αλλά και σε άλλα πιο συμβατικά ΜΜΕ.
Από τη στιγμή που η εξάπλωση του κορωνοϊού έδειξε να περιορίζεται και κυρίως να μην προκαλείται καμιά ασφυξία στο σύστημα υγείας της Γερμανίας άρχισαν να δυναμώνουν οι φωνές εκείνων που αμφισβητούσαν τη νομιμότητα των μέτρων περιορισμού. Από το περασμένο Σαββατοκύριακο και μετά στη Γερμανία ξεδιπλώθηκε ένα κύμα αγανάκτησης που αιφνιδίασε τόσο την πολιτική ηγεσία όσο και τα συστημικά ΜΜΕ. Ανάλογες θεωρίες διακινούνται φυσικά και σε άλλες χώρες, αλλά αυτό που προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν η προθυμία αρκετών Γερμανών που στο εξωτερικό έχουν πάντα την εικόνα των πειθαρχημένων και υπάκουων, να προβούν σε πράξεις ανυπακοής σε δρόμους και πλατείες.
Μια ετερόκλητη αντίδρασηTο εντυπωσιακό της υπόθεσης ήταν ότι στο δρόμο βρέθηκαν άνθρωποι από εντελώς διαφορετικούς χώρους. Εκπρόσωποι του κινήματος εναντίον των εμβολίων, γνωστοί συνωμοσιολόγοι και οπαδοί της δευτέρας παρουσίας, ακροδεξιοί που αντιδρούν στο «φακέλωμα», αλλά και κάποιοι ακραίοι της Αριστεράς που είναι γενικώς κατά του κράτους. Κοινό σημείο όλων η καχυποψία τόσο για το «υποχρεωτικό» πολλών μέτρων, αλλά και ο φόβος τους για την παρακολούθηση κάθε κοινωνικής δραστηριότητας.
Το τελευταίο διάστημα η Ακροδεξιά δείχνει να έχει πάρει το πάνω χέρι και να δίνει συχνά τον τόνο σε τέτοιες αυθόρμητες συγκεντρώσεις, γεγονός που έχει θορυβήσει και τις αρχές ασφαλείας αλλά και τις τοπικές κυβερνήσεις, που παρακολουθούν τέτοιες δραστηριότητες.
Στην καχυποψία απέναντι στα μέτρα έχει συμβάλει και το γεγονός της διαφορετικής εφαρμογής τους αλλά και της σταδιακής άρσης τους ανά κρατίδιο, κάτι που έχει βεβαίως να κάνει με την ιδιαιτερότητα ενός ομοσπονδιακού κράτους με αποκεντρωμένες τις εξουσίες και αρμοδιότητες. Πολλοί πρωθυπουργοί έδειξαν να αγνοούν τις υποδείξεις της κυρίας Μέρκελ και να θέλουν να βαδίσουν ταχύτερα το δρόμο επιστροφής στην κανονικότητα. Γεγονός που έδωσε τροφή σε όσους κατηγορούν την κεντρική κυβέρνηση του Βερολίνου για αυταρχισμό και προσπάθεια ελέγχου της ιδιωτικής ζωής των πολιτών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ρόμπερτ Χάμπεκ συν-πρόεδρος των Πρασίνων δήλωσε έκπληκτος από την ραγδαία «απώλεια εξουσίας» της καγκελαρίου σε σχέση με τη διαχείριση της κρίσης. Οι Πράσινοι, που επέλεξαν να τηρήσουν μια ψύχραιμη στάση ευθύνης απέναντι στα μέτρα έχουν δει τα ποσοστά τους να παραμένουν στάσιμα ή και να μειώνονται σε κάποιες δημοσκοπήσεις.
Αυξανόμενη δυσαρέσκειαΤο γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας που κρύβει μέσα του μια συσσωρευμένη οργή, την οποία αναζητεί τρόπο να εξωτερικεύσει και στρέφεται ευχαρίστως προς εκείνους προσπαθούν να πολώσουν την κατάσταση. Ίσως για αυτό το λόγο τα κόμματα «του δημοκρατικού τόξου» να απέφυγαν για άλλη μια φορά να σηκώσουν τους τόνους στην συζήτηση της περασμένης Τετάρτης στο Μπούντεσταγκ σε μια συζήτηση που κύλησε μάλλον άνευρα με την καγκελάριο να ζητά για μια ακόμα φορά «θάρρος και υπομονή».
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Τούμπινγκεν Μίκαελ Μπούττερ τονίζει πάντως ότι υπάρχει μια σαφής σύνδεση μεταξύ της ακροδεξιάς ιδεολογίας και των θεωριών συνωμοσίας. «Και στις δύο περιπτώσεις επιχειρείται να δοθούν απαντήσεις σε περίπλοκα πολιτικά ζητήματα μέσα από την αντιστοίχιση του καλού και του κακού. Από τη μια πλευρά είναι οι κακοί συνωμότες και από την άλλη ο απλός λαός ως θύμα».
Η κυβέρνηση παρακολουθεί με έκδηλη ανησυχία αυτή την κατάσταση και ελπίζει ότι με την σταδιακή άρση των απαγορευτικών μέτρων και την επιστροφή πολλών Γερμανών στις δουλειές τους μπορεί να περιοριστούν και οι γκρίνιες. Ήδη μετά και από απαίτηση πολλών τοπικών κυβερνήσεων άρχισε και το «δειλό» άνοιγμα των συνόρων με γειτονικές χώρες, το οποίο εκτός απροόπτου θα ολοκληρωθεί μετά τις 15 Ιουνίου. Όμως οι συνέπειες της πανδημίας και της «καραντίνας» δεν θα πάψουν μέσα σε λίγες ημέρες ή και εβδομάδες. Πολλοί φοβούνται ότι μπροστά στις δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις την άνοδο της ανεργίας, αλλά και τα προβλήματα πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο της πτώχευσης είναι πολύ πιθανό να εμφανιστεί μια τάση ενίσχυσης των εθνολαϊκιστών το ερχόμενο φθινόπωρο, όταν και η Γερμανία θα μπει και επίσημα σε προεκλογικό 12μηνο. Το πολιτικό τοπίο μπορεί να είναι τότε εντελώς διαφορετικό από ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς μερικούς μήνες νωρίτερα.
•