Του Νεκτάριου Μπουγδάνη*Η Επανάσταση ενάντια στο καθεστώς του Μουαμάρ Καντάφι το 2011, στα πλαίσια της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης, βύθισε τη Λιβύη σε έναν καταστρεπτικό εμφύλιο. Για οκτώ μήνες (17 Φεβρουαρίου - 23 Οκτωβρίου 2011) οι αντίπαλοι πολεμούσαν έως ότου το καθεστώς ανατράπηκε και ο ίδιος ο Καντάφι συνελήφθη και εκτελέστηκε από το πλήθος.
Σε αυτόν τον επονομαζόμενο (πρώτο) λιβυκό εμφύλιο, οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν τη συνδρομή παραστρατιωτικών ομάδων (τοπικών και ξένων) και τη στρατιωτική στήριξη της Ζιμπάμπουε και της Λευκορωσίας. Από την άλλη μεριά, οι αντίπαλοι του καθεστώτος οργάνωσαν το Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο (NTC), όπου γύρω του συσπειρώθηκαν ο Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός (NLA), οι Ισλαμιστές, παραστρατιωτικές ομάδες (τοπικές και ξένες), ενώ το Κατάρ παρείχε τη συνδρομή του, με το βλέμμα στην πρόσβαση της επόμενης μέρας.
Το τέλος του εμφυλίου και η διαμόρφωση μιας κυβέρνησης με διεθνή αναγνώριση δεν σήμαινε και την αρχή μιας νέας εποχής. Η χώρα τριχοτομήθηκε και οι φύλαρχοι- οπλαρχηγοί άρχισαν να παίζουν τον κύριο ρόλο στη διαμόρφωση της μετά-Καντάφι εποχής. Οι διαφορετικές φατρίες εξοπλίστηκαν και πολεμώντας η μία την άλλη, κατέλαβαν σημαντικές πετρελαιοφόρες περιοχές.
Ήξεραν ότι η όποια διεθνής αναγνώριση του κύρος τους εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο από τη δύναμη πυρός την οποία διέθεταν, αλλά κυρίως από το πόσο πετρέλαιο θα μπορούσαν να διακινήσουν. Σε αυτή τη βάση θα διαμόρφωναν και τις συμμαχίες με τους εξωτερικούς παράγοντες: κράτη και εταιρείες.
Δεύτερος λιβυκός εμφύλιοςΈτσι, η πλούσια πετρελαιοφόρος χώρα οδηγήθηκε από το 2014 και μετά σε ένα νέο κύκλο εχθροπραξιών (Β’ λιβυκός εμφύλιος, ο οποίος συνεχίζεται μέχρι σήμερα), με την ενεργή και άμεση παρέμβαση και εξωτερικών δυνάμεων. Το 2014 είναι η χρονιά όπου οι δυνάμεις του Ισλαμικού Χαλιφάτου σε Ιράκ και Συρία επικρατούν και σταδιακά αποκτούν τη διοίκηση μιας μεγάλης –σε έκταση- επιφάνειας με πολλές πετρελαιοπηγές. Η ανοδική ορμή του Χαλιφάτου εμπνέει χιλιάδες μαχητές του Ιερού Πολέμου και με επίκεντρο τη Μέση Ανατολή ο τζιχαντισμός του ISIS φιλοδοξεί να επικρατήσει και σε άλλα μέρη. Σε αυτές ακριβώς τις ισλαμιστικές μιλίτσιες που ενεργοποιήθηκαν στο έδαφος της Λιβύης, θα βρούμε την υποστήριξη χωρών, όπως η Τουρκία και το Κατάρ. Γρήγορα όμως και άλλες χώρες, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αίγυπτος και η Ρωσία, θα αποφασίσουν –για διαφορετικούς λόγους– την εμπλοκή τους.
Τελικά, η Λιβύη χωρίστηκε μεταξύ των αντίπαλων φατριών που εδρεύουν στην Τρίπολη και στα ανατολικά, σε έναν ενίοτε χαοτικό πόλεμο, που έχει προκαλέσει την παρέμβαση ξένων δυνάμεων και έχει προσελκύσει μια πλημμύρα όπλων και μισθοφόρων.
Οι δύο κύριες παρατάξεις είναι η Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA, αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ), με επικεφαλής τον Φαγιέζ αλ Σαράτζ και ο Λιβυκός Εθνικός Στρατός (LNA) του στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ. Ο Σαράτζ είναι πρωθυπουργός από την ημερομηνία εγκατάστασής του τον Δεκέμβριο του 2015 στο πλαίσιο μιας πολιτικής συμφωνίας υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Εθνών. Υποστηρίζεται -κυρίως- από την Τουρκία και το Κατάρ, ενώ οι ΗΠΑ κρατούν αμφίθυμη στάση, αλλάζοντας συχνά θέση.
Το LNA του στρατηγού Χαφτάρ υποστηρίζεται από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Αίγυπτο και τη Ρωσία, αλλά δεν φαίνεται ότι μπορεί να τελειώσει τον πόλεμο υπέρ του. Παρόλο αυτά, εξακολουθεί να ελέγχει την ανατολική και νότια Λιβύη, συμπεριλαμβανομένων των περισσοτέρων εγκαταστάσεων πετρελαίου της χώρας και της πόλης Σύρτης, στο κέντρο των λιβυκών ακτών της Μεσογείου.
Ο ρόλος των Ηνωμένων Αραβικών ΕμιράτωνΤα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι ένας από τους βασικούς υποστηρικτές του Χαφτάρ, αφού του προμήθευαν προηγμένα οπλικά συστήματα κατά παράβαση του εμπάργκο όπλων του ΟΗΕ, το οποίο είχε επιβληθεί μετά την ανατροπή του Καντάφι.
Ο LNA βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην αεροπορική υποστήριξη των ΗΑΕ, η οποία περιελάμβανε την ανάπτυξη των κινέζικων σκαφών Wing Loong II, αλλά και το προηγμένο ρωσικής κατασκευής σύστημα άμυνας Pantsir S-1.
Τα ΗΑΕ θεωρούν τον Χαφτάρ αξιόπιστο εταίρο, ικανό να περιορίσει την εξάπλωση του πολιτικού Ισλάμ, κυρίως της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Το γεγονός ότι η Αδελφότητα είναι πολύ αδύναμη πολιτικά στη Λιβύη, δεν πρόκειται να καθησυχάσει ή να κατευνάσει τα Εμιράτα. Οι τελευταίοι προτιμούν να δημιουργούν ασφάλεια, καταπολεμώντας κάθε μορφή δημοκρατικού ανοίγματος, νόμιμου, διεφθαρμένου ή δυσλειτουργικού.
Ο ρόλος της ΤουρκίαςΗ Τουρκία είναι από τους πρώτους υποστηρικτές της GNA και βαθμιαία έχει αυξήσει τη διπλωματική και στρατιωτική της παρουσία.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο Ερντογάν, ο στόχος της αποστολής είναι «να μην πολεμήσουμε», αλλά «να στηρίξουμε τη νόμιμη κυβέρνηση και να αποφύγουμε μια ανθρωπιστική τραγωδία».
Η κίνηση αυτή είναι συνέχεια της υπογραφής των δύο συμφωνιών σχετικά με την οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων και τη βελτίωση της συνεργασίας για την ασφάλεια μεταξύ της Άγκυρας και της Τρίπολης.
Η συμφωνία περί οριοθέτησης των θαλασσίων συνόρων είναι ένας τρόπος για την Άγκυρα να επιβεβαιώσει τη θέση της ως ηγετική δύναμη στην περιοχή. Κάποιοι αναλυτές επισημαίνουν ότι τα δικαιώματα γεώτρησης στον αμφισβητούμενο βυθό είναι μόνο ένα μέρος των επιδιώξεων της Άγκυρας. Το πώς βλέπει η Άγκυρα τα πράγματα αποτυπώνεται επακριβώς στη δήλωση του αρχισυντάκτη της International Interest, Σαμντί Χάμντι, στο Al Jazeera:
«Η Τουρκία θα πάει στη Λιβύη για να διασφαλίσει ότι οποιαδήποτε συζήτηση στη Μεσόγειο θα περιλαμβάνει την Άγκυρα, επειδή οι γειτονικές χώρες προσπαθούν να την αποκλείσουν. Αν η Λιβύη κερδηθεί από τον Χαφτάρ, ο οποίος είναι σύμμαχος των ΗΑΕ, τα οποία με τη σειρά τους είναι ανταγωνιστική δύναμη στην Τουρκία, ουσιαστικά όλα τα τουρκικά ναυτικά συμφέροντα στη Μεσόγειο βρίσκονται στο έλεος των ΗΑΕ, της Αιγύπτου και της Ελλάδας».
Ο ρόλος της ΡωσίαςΌπως και η Γαλλία, η Ρωσία υποστήριξε δημοσίως τις προσπάθειες διαμεσολάβησης του ΟΗΕ υπό την καθοδήγηση του ειδικού απεσταλμένου Ghassan Salame. Ωστόσο, η Μόσχα, τον Απρίλιο του 2019, αρνήθηκε μια δήλωση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η οποία καλούσε τον Χαφτάρ να σταματήσει την προέλασή του στην Τρίπολη. Η Ρωσία κατά το τελευταίο έτος έχει αυξήσει την παρουσία της και πλέον πολεμάει –ανοιχτά πολλές φορές– εναντίον της Τουρκίας.
Τα ρεπορτάζ λένε ότι Ρώσοι μισθοφόροι από τον ιδιωτικό όμιλο Wagner συμμετέχουν στις μάχες μαζί με τις δυνάμεις του Χαφτάρ. Το Κρεμλίνο αρνείται την ανάμιξή του «στις δουλειές μιας ιδιωτικής εταιρείας», αλλά οι αναλυτές λένε ότι αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς το πράσινο φως της Μόσχας. Έτσι, η Ρωσία επιχειρεί να εδραιωθεί ως ο νέος διαμεσολαβητής στην περιοχή, στηριζόμενη στην πολιτική ισχύος. «Ενώ η Ρωσία μπορεί να στερείται το πολιτικό κεφάλαιο για να ξεκινήσει μια διαδικασία, όπως η Αστάνα για τη Συρία, οι κινήσεις της, παράλληλα με την αδράνεια άλλων δυνάμεων, μπορούν να την τοποθετήσουν ως διαμεσολαβητή», έγραψε πρόσφατα ο Emadeddin Badi, από το Ινστιτούτο Μέσης Ανατολής.
Λύση πάντως δεν φαίνεται να βρίσκεται σύντομα, ειδικά όσο η κατάσταση στο στρατιωτικό- επιχειρησιακό πεδίο είναι αμφίρροπη, ενώ και η διεθνής διπλωματία είναι σε τέλμα λόγω της περιφερειακής, αλλά και παγκόσμιας ανακατανομής των σφαιρών επιρροής.
* Υ.Δ. Μεσανατολικών σπουδών, Παντείου Πανεπιστημίου, Συντονιστής τμήματος Διεθνών Σχέσεων και Εξωτερικής Πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ