Ρέα Γαλανάκη «Διηγήματα», εκδ. Καστανιώτη 2020, σελ. 170Το συνολικό διηγηματικό έργο της Ρέας Γαλανάκη κυκλοφορεί για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, δίνοντας μια συνολική εικόνα της θεματολογίας και του ύφους της πεζογράφου σε ένα διάστημα τριών και πλέον δεκαετιών.«Διηγήματα», είναι ο διακριτικός τίτλος του νέου βιβλίου που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα η Ρέα Γαλανάκη. Και είναι έτσι απλός και διακριτικός πιθανότατα για δύο λόγους: ο πρώτος είναι ότι η Ηρακλειώτισσα συγγραφέας είναι κατά κύριο λόγο μυθιστοριογράφος, τα δε διηγήματα που έχει γράψει δεν είναι πολλά σε αριθμό – τουλάχιστον αρκετά λιγότερα από τους κατεξοχήν διηγηματογράφους. Ο δεύτερος, ότι το βιβλίο αυτό περιέχει το σύνολο των διηγημάτων που έχει γράψει ως τώρα (για την ακρίβεια από το 1984 μέχρι το 2018), με βασικό κορμό τη συλλογή διηγημάτων «Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι» (Καστανιώτης 2004), η οποία είχε μάλιστα τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 2005. Επιπλέον περιέχει δύο διηγήματα και μια νουβέλα από τη συλλογή που είχε εκδώσει στην Άγρα το 1986 (με τον τίτλο «Ομόκεντρα διηγήματα») καθώς και ένα διήγημα που δημοσιεύτηκε σε συλλογικό τόμο των εκδόσεων Μεταίχμιο με αφορμή τα τριάντα χρόνια λειτουργίας του ραδιοφωνικού σταθμού Αθήνα 9,84.
Έχει φυσικά μεγάλο ενδιαφέρον να βλέπει κανείς αναδρομικά τη γραφή και τις θεματικές επιλογές μιας τόσο σημαντικής συγγραφέως όπως η Ρέα Γαλανάκη. Τα δε διηγήματα, ως συμπυκνώσεις μεγαλύτερων επιλογών, μπορεί να δείχνουν με την ποικιλία τους καλύτερα τις ενδιάθετες προτιμήσεις του συγγραφέα και να παρακολουθούν τόσο τις σταθερές του όσο και τις διαφοροποιήσεις του στο χρόνο.
Αν κάτι μπορεί να πει κανείς σε μια πρώτη ανάγνωση, είναι ότι σχεδόν μόνιμα συνυπάρχουν δύο στοιχεία: τα γήινα θέματα και το ονειρικό - υπερβατικό στοιχείο (που πολλές φορές πατάει στο μύθο και το θρύλο) στην αντιμετώπισή τους. Συχνά μάλιστα το τελευταίο είναι και στην κυριολεξία ονειρικό, αφού το όνειρο στον ύπνο κάποιου πρωταγωνιστή γίνεται και στοιχείο της πλοκής.
Πολύ σημαντικό ρόλο παίζει και η φύση στα διηγήματα αυτά, και η κρητική αλλά κυρίως η αχαϊκή, καθώς η Πάτρα και οι εξοχές της αποτελούν κάτι σαν δεύτερη πατρίδα για τη Ρέα Γαλανάκη. Μαζί με τη φύση περιγράφονται εν μέρει και αστικά στοιχεία, πάλι του Ηρακλείου και της Πάτρας.
Το πρώτο διήγημα, «Μνήμη του έρωτα, λήθη του έρωτα», είναι συνδυασμός αρχαίου μύθου και ιστορικών γεγονότων, για το πώς πήρε το όνομά του το αχαϊκό ποτάμι Σέλεμνος. Εδώ πρωταγωνιστεί μία νύμφη, η νύμφη Αργυρά, ενώ και στο τρίτο διήγημα, που έδωσε και τον τίτλο στη βραβευμένη συλλογή «Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι», ως νύμφη παρουσιάζεται, στο όνειρο της πρωταγωνίστριας, η πεθαμένη φίλη της Φρίντα Λιάππα.
Το δεύτερο και το τέταρτο, έχουν θέματα παρμένα από την επικαιρότητα, η υπερβατικό στοιχείο είναι ωστόσο πάντα παρόν. Στο ένα, που λέγεται «Οι Κούρδοι της Πάτρας» (έχει αλλαχτεί ο αρχικός τίτλος «Μνήμη ανθρώπου, λήθη ανθρώπου»), παρουσιάζεται όλο το δράμα των ανθρώπων αυτών που χρόνια συνωστίζονται στη βορεινή πλευρά του λιμανιού, περιμένοντας να μπουν λαθραία σε ένα πλοίο για την Ιταλία. Στο διήγημα σκοτώνεται ένας Κούρδος που προσπάθησε ανεπιτυχώς να μπει σε πλοίο και οι συμπατριώτες του προβαίνουν σε ένα είδος λιτανείας, πραγματοποιούν μια σιωπηλή πορεία με αναμμένα κεράκια σε κεντρικό δρόμο της Πάτρας. Οι Πατρινοί, που έχουν άγνοια για το γεγονός, υποθέτουν ότι πρόκειται για ένα είδος πασχαλινής μουσουλμανικής γιορτής, κι ας είναι παραμονές πρωτοχρονιάς!
Το τέταρτο διήγημα της συλλογής λέγεται «Το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου». Παρουσιάζει το πραγματικό –όσο και ιλαροτραγικό– γεγονός της υπογραφής συνθήκης τερματισμού του πολέμου μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης από τους δημάρχους των δύο πόλεων το 1996! «Ώστε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος τέλειωσε μόλις χθες επίσημα. Ώστε προχθές ακόμη μαινόταν γύρω μας ένας αρχαίος πόλεμος και δεν το είχαμε καταλάβει, οι ανίδεοι», λέει ένας δικηγόρος στο διήγημα. Στα μείον του διηγήματος είναι ότι δεν έχει συμπεριλάβει την άλλη μεγάλη συνθήκη που υπέγραψε ο τότε δήμαρχος Αθηναίων, αυτή τη φορά με τον δήμαρχο Τεχεράνης: τη λήξη και των Περσικών Πολέμων, εικοσιπέντε σχεδόν αιώνες μετά… Στα συν, ότι δεν χρειαζόταν κάποιο παραπάνω υπερβατικό στοιχείο για να απογειωθεί. Η ίδια η ενέργεια εμπεριέχει την υπέρβαση…
Το ιλαροτραγικό στοιχείο, όπως και το επικαιρικό, υπάρχει και στο διήγημα «Η κεφαλή του Νίκου Καζαντζάκη», που είναι το πιο πρόσφατο διήγημα της συλλογής, αυτό που γράφτηκε για το αφιέρωμα στον «Αθήνα 8,84». Εδώ το βάρος πέφτει μάλλον στο τραγικό στοιχείο, παρά το γεγονός ότι ο βαθμός ασέβειας και άγνοιας των δραστών φτάνει μέχρι του σημείου της γελοιότητας. Πρόκειται για την περίοδο που ήταν συχνές οι κλοπές μπρούτζινων προτομών με σκοπό το λιώσιμό τους και την παράνομη πώληση του μετάλλου. Κάπως έτσι κλάπηκε το ολόσωπο ανάγλυφο του Σωτήρη Πέτρουλα έξω από το ξενοδοχείο Εσπέρια, έτσι αποσπάστηκε βίαια και το κεφάλι του Νίκου Καζαντζάκη στο παρκάκι, έξω από το Πανεπιστήμιο στο κέντρο της Αθήνας. Η συγγραφέας περιγράφει τη σκηνή απόλυτα ρεαλιστικά: «Βασανίζανε την κεφαλή του Νίκου Καζαντζάκη, δαίμονες που την πριόνιζαν, την τραβούσαν βίαια και τη χτυπούσαν με σφυριά τυλιγμένα σε βρομόπανα και πιέζανε με το λοστό να σηκωθεί ο λαιμός του συγγραφέα από το μάρμαρο. Ούτε στην Μπουμπουλίνας, ούτε στην ΕΣΑ τέτοια βασανιστήρια θανάτου – “εκτός από ορισμένες περιπτώσεις”, αναστέναξα». Εδώ υπάρχει μια διαφορά στη γραφή, υπάρχει στο νεότερο αυτό διήγημα μια διαφορετική ωμότητα και ένας πιο στιβαρός ρεαλισμός, αν και το ονειρικό στοιχείο υπάρχει – ρεαλιστικό κι αυτό: η συγγραφέας διηγείται όσα είδε στον ύπνο της προφητικά, θυμήθηκε πάλι μέσα στον ύπνο της την πραγματική κηδεία του Καζαντζάκη που είχε παρακολουθήσει δεκάχρονο παιδί στον Άγιο Μηνά, στο Ηράκλειο, πριν ακούσει, ξύπνια πια, από το ραδιόφωνο, όσα είχε δει στον ύπνο της, να έχουν γίνει πραγματικά.
Εκεί πάντως που τα δύο στοιχεία, ο συνδυασμός του ρεαλιστικού και του υπερβατικού στοιχείου, απογειώνονται, είναι στα διηγήματα «Καινούριο γεύμα σε παλιό σερβίτσιο» και «Ένας άντρας καμωμένος από λέξεις». Εδώ μύθος και πραγματικότητα γίνονται ένα, καθώς τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν είναι πραγματικά, ως μυθιστορηματικά! Στο πρώτο, η συγγραφέας καλεί σε πικ νικ με μενού Καθαρής Δευτέρας, τους πρωταγωνιστές βασικών μυθιστορημάτων της! Τον Ισμαήλ Φερίκ Πασά (άλλοτε Εμμανουήλ Καμπάνη-Παπαδάκη), τον Λουί (ή Ανδρέα Ρηγόπουλο) και την Ελένη (Ελένη Αλταμούρα-Μπούκουρα). Ενώ στο δεύτερο συνομιλεί με τον πρωταγωνιστεί μυθιστορήματος άλλου συγγραφέα, του πρωταγωνιστή του «Κιβωτίου» του Άρη Αλεξάνδρου. Ο οποίος μάλιστα, σύμφωνα με τη βούληση του Αλεξάνδρου, απαθανατίστηκε «σαν ένας άνθρωπος χωρίς πρόσωπο, χωρίς σώμα, χωρίς όνομα», σαν «ένας ανώνυμος και άγνωστος». Ενδεχομένως γιατί, όπως γράφει η Ρέα Γαλανάκη στο διήγημα, ο συγκεκριμένος «δεν υπήρξε ποτέ ένας μα πολλοί, σχεδόν μια ολόκληρη γενιά». Ενώ ταυτόχρονα, «τείνει να γίνει ένα είδος υπό εξαφάνισιν, ενώ πριν από μισό μόλις αιώνα ήταν είδος προς εξαφάνισιν».
Όσο για τη νουβέλα «Η ιστορία της Όλγας» με την οποία κλείνει το βιβλίο, αυτή μπορεί και να διαβαστεί ως προάγγελος μιας συγκεκριμένης κατοπινής πτυχής του μυθιστορηματικού έργου της Ρέας Γαλανάκη, αυτής που έχει να κάνει με ιστορικά πρόσωπα ως πρωταγωνιστές, και που την κατέστησε δημοφιλή σε ένα ιδιαίτερα ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Μανώλης Πιμπλής