Λίγο πριν την επιδημία ο κ. Μητσοτάκης, υπουργοί του και πρόθυμοι κονδυλοφόροι, επιχειρηματολογούσαν υπέρ της ανάγκης σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην υγεία, προετοιμάζοντας την διάλυση του ΕΣΥ με την είσοδο μεγάλων ασφαλιστικών εταιρειών και μεγάλων συμφερόντων στον τομέα της υγείας, την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των γιατρών και την απαξίωση των υποδομών των νοσοκομείων. Αμέσως με την έναρξη της χαλάρωσης των μέτρων για την πανδημία ο κ. Μητσοτάκης επανέρχεται δριμύτερος, κάνοντας λόγο για ανάγκη συνέργειας του ιδιωτικού με το δημόσιο τομέα, επικαλούμενος μάλιστα «καλές πρακτικές» του ιδιωτικού τομέα υγείας και πλεονεκτήματα, σε σχέση προφανώς με το «απαρχαιωμένο», «σπάταλο» δημόσιο σύστημα υγείας. Πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις, αδυνατούν να κρύψουν τη νεοφιλελεύθερη εμμονή τους.Η καλή (μέχρι στιγμής) πορεία της πανδημίας στην Ελλάδα είναι συνδυαστικό αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, ανάμεσα σ’ αυτούς και η έγκαιρη λήψη περιοριστικών μέτρων αλλά και το απαραίτητο κλίμα πολιτικής συναίνεσης και κοινωνικής συμμόρφωσης στις οδηγίες των επιστημόνων, στο οποίο συνέβαλε η υπεύθυνη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του συνόλου σχεδόν του πολιτικού κόσμου. Το ΕΣΥ άντεξε λόγω: α) της μη εκθετικής αύξησης των κρουσμάτων β) της «συμπίεσης» της τακτικής του λειτουργίας που έδωσε τη δυνατότητα να επικεντρωθούν τα νοσοκομεία στη διαχείριση των υπόπτων ή επιβεβαιωμένων κρουσμάτων Covid-19 και γ) της εγγυημένης πρόσβασης όλων των πολιτών στις δημόσιες δομές και της σημαντικής ενίσχυσης του με επιπλέον πόρους (ανθρώπινους και υλικούς), παρά τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, στη διάρκεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα σε «κρίσιμους κρίκους» για τις ανάγκες της πανδημίας όπως η ΠΦΥ, το ΕΚΑΒ, τα ΤΕΠ και οι ΜΕΘ.
Σε κάθε περίπτωση, η αποτελεσματική υγειονομική στρατηγική που εισηγήθηκε η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων και υιοθέτησε η κυβέρνηση, δεν δικαιολογεί την έπαρση, την αλαζονεία και την αυταρέσκεια των κυβερνητικών στελεχών, γιατί και στον τομέα της Υγείας υπήρξαν σοβαρά προβλήματα και δεν έγιναν όσα έπρεπε. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η ανεπάρκεια μέσων ατομικής προστασίας του υγειονομικού προσωπικού για μεγάλο διάστημα, η μη εμπλοκή των δημόσιων δομών ΠΦΥ στο σχεδιασμό του υπουργείου, η μη ανταπόκριση του συστήματος στην ανάγκη οργανωμένης κατ’ οίκον παρακολούθησης και φροντίδας, η περιορισμένη διαθεσιμότητα διαγνωστικών τεστ για μεγάλο διάστημα, η έλλειψη μέτρων πρόληψης και αυξημένης υγειονομικής παρουσίας στις κλειστές δομές και στους πληθυσμούς ειδικής ευαλωτότητας (πρόσφυγες, Ρομά, φιλοξενούμενοι σε γηροκομεία, ιδρύματα, ψυχιατρεία, φυλακές, άστεγοι κ.λπ.), οι πολύ χαμηλές δημόσιες δαπάνες για την πανδημία (βλ. στοιχεία ΠΟΥ Ευρώπης και Κομισιόν), η αδιαφάνεια και έλλειψη δημόσιας λογοδοσίας (π.χ. μέσω Διακομματικής Επιτροπής) για τις έκτακτες προμήθειες, προσλήψεις, επιχορηγήσεις.
Δεν το πιστεύει και δεν το θέλειΤο πιο σημαντικό όμως πρόβλημα είναι η προφανής έλλειψη πολιτικής βούλησης της κυβέρνησης για μια γενναία επένδυση στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας, με μόνιμες προσλήψεις, κάλυψη των νέων υγειονομικών αναγκών, σύγκλιση με τους μέσους όρους της Ευρώπης στις δαπάνες υγείας, σε νοσηλευτικό προσωπικό, στην ΠΦΥ, στις κλίνες ΜΕΘ. Η κυβέρνηση έχει στο ιδεολογικό της DNA τη νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία του «λιγότερου κράτους» και του ανοίγματος του ΕΣΥ στον ιδιωτικό τομέα. Γι’ αυτό δεν μπορεί να υπηρετήσει το πολιτικό σχέδιο ενός ενδυναμωμένου με νέες υπηρεσίες και νέους πόρους δημόσιου συστήματος καθολικής κάλυψης υγείας, που απαιτεί πλειοψηφικά σήμερα η κοινωνία. Άρα η κυβέρνηση δεν αξιοποίησε την ευκαιρία της πανδημίας για μια σοβαρή παρακαταθήκη στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας επειδή στην πραγματικότητα δεν το πιστεύει και δεν το θέλει.
Βεβαίως, το κατοχυρωμένο δικαίωμα δωρεάν καθολικής πρόσβασης στο δημόσιο σύστημα υγείας, η εμπιστοσύνη που κατάκτησε το ΕΣΥ στη διάρκεια της πανδημίας και οι αναγκαστικές αλλά υποκριτικές δηλώσεις υποστήριξης από τον πρωθυπουργό και άλλα στελέχη της κυβέρνησης, τους δυσκολεύουν στο έργο αποδόμησης του δημόσιου συστήματος.
Παρόλα αυτά, εκτιμώ πως δεν θα αντέξουν στον πειρασμό να αξιοποιήσουν την καλή μέχρι στιγμής πορεία της επιδημίας στη χώρα μας και να θεωρήσουν πως δεν χρειάζεται άλλη ενίσχυση του δημόσιου συστήματος και των λειτουργών του, μιας και ανταποκρίθηκε.
Ιδιωτικοποίηση και δια της διολισθήσεωςΟι ελλείψεις όμως σε προσωπικό, οι ανεπάρκειες των κτιριακών υποδομών, η κόπωση και γήρανση του προσωπικού είναι εδώ και απειλούν με καταστροφή σε πιθανή δεύτερη φάση της πανδημίας.
Η ιδιωτικοποίηση, μην το ξεχνάμε, έρχεται και δια της διολισθήσεως. Οι χαμηλές αποδοχές των γιατρών και των λοιπών υγειονομικών, η αποεπένδυση στις δομές και η γήρανση του προσωπικού σε συνδυασμό με την προπαγάνδα τους, μπορούν να υπονομεύσουν το ΕΣΥ και να αποκαλύψουν δήθεν «πλεονεκτήματα» του ιδιωτικού τομέα.
Πιστεύει όμως κανείς πως ένα ιδιωτικοποιημένο σύστημα υγείας θα μπορεί να τα βγάλει πέρα σε επιδημίες σαν του Covid-19; Πώς θα μπορούσε να στηρίξει τη δωρεάν καθολική πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας;
Σε καμιά περίπτωση δεν πιστεύω πως αυτή η κυβέρνηση μπορεί να μπει στη λογική της ανάπτυξης ενός ολοκληρωμένου ποιοτικού δημόσιου συστήματος υγείας με καθολική δωρεάν πρόσβαση.
Η ταξική και ιδεολογική της μεροληψία δεν της επιτρέπουν να απαγκιστρωθεί από την άποψη ότι οι δημόσιες δαπάνες υγείας είναι αντιπαραγωγικές και θα μπορούσαν να διοχετευτούν αλλού για «ανάπτυξη».
Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά με τη ριζοσπαστική αριστερά που πιστεύει ακράδαντα πως η ενίσχυση της δημόσιας υγείας είναι επένδυση. (Αυτό φάνηκε περίτρανα στην πανδημία).
Αξίζει λοιπόν, και επιβάλλεται, η πολιτική πίεση, η κινηματική δράση, η στήριξη των εργαζόμενων στο δημόσιο σύστημα υγείας.
Χρειάζεται άλλη κατεύθυνση προτεραιότητας των δημόσιων αγαθών, αύξησης των δημόσιων δαπανών γι’ αυτά.
Απαιτείται αλλαγή κοινωνικού υποδείγματος.
Γίνεται ακόμα πιο φανερή η ανάγκη για μια άλλη κοινωνία.
Γιάννης Γ. Μπασκόζος