Είναι Ιούλιος του 2013 και η Alicia Garza είχε μόλις παρατήσει συντετριμμένη το ουίσκι που έπινε σε ένα μπαρ του Oakland στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ, ενώ κοιτούσε νευρικά προς την έξοδο. Μόλις της είχε έρθει μήνυμα στο κινητό με το αποτέλεσμα της δίκης του George Zimmerman, του δολοφόνου του 17χρονου Αφροαμερικανού Trayvon Martin. Οι κατηγορίες για φόνο δεύτερου βαθμού κατέπεσαν και ο δολοφόνος ήταν ελεύθερος. O Zimmerman δεν ήταν αστυνομικός αλλά μέλος αυτοοργανωμενης πολιτοφυλακής, λευκός ψηφοφόρος των Δημοκρατικών με μεγάλη εκτίμηση για τα όπλα και το στρατό, κυρίως λόγω του πατέρα του, που ήταν στρατιωτικός. Μετά την αθώωση του δεν ξεμπέρδεψε με τις αρχές, μιας και κατηγορήθηκε ξανά για ενδοοικογενειακή βία, όπως και για πυροβολισμούς κατά τη διάρκεια αψιμαχίας στο δρόμο.
Για την Αφροαμερικανή Alicia Garza, όμως, ο φόνος αυτός σηματοδοτούσε κάτι πιο βαρύ και ασήκωτο από μία απλή δολοφονία ενός αθώου παιδιού. Ήταν η κόκκινη γραμμή που παραβίαζε για άλλη μία φορά ένας οπλισμένος λευκός άντρας εναντίον ενός άοπλου μαύρου μαθητή. Ήταν το δικό της όριο και ενδεχομένως το όριο της δικής της γενιάς. Αφού έφυγε από το μπαρ, πήγε σπίτι της αμίλητη, άνοιξε το λάπτοπ της και δημοσίευσε στο λογαριασμό της στο facebook το εξής μήνυμα: Αφροαμερικανοί μου. Σας αγαπώ. Μας αγαπώ. Οι ζωές μας έχουν σημασία.
Την επόμενη ημέρα ξύπνησε και το μήνυμα της είχε γίνει το σύνθημα μίας νέας γενιάς ανθρώπων όλων των φυλών, η οποία ζητούσε δικαιοσύνη. Οι ζωές των μαύρων, έχουν σημασία.

Οι ζωές των μαύρων έχουν σημασία παντού

Όμως, ο ρατσισμός δεν είναι προνόμιο των πολυφυλετικών κοινωνιών, αλλά των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών. Ένα άλλο ιμπεριαλιστικό πρότζεκ, που ονομάστηκε πριν περίπου 5 αιώνες Βρετανική Αυτοκρατορία, μετράει τη δική της συνεισφορά στην ανάπτυξη του ρατσισμού ως εργαλείου πειθάρχησης και εκμετάλλευσης λαών της Ασίας και της Αφρικής. Και αυτό, παρά τις μεθοδικές προσπάθειες του βρετανικού εκπαιδευτικού συστήματος να αποκρύψει ιστορικά γεγονότα, έχει συλλογικά εμπεδωθεί από σημαντική μερίδα των Βρετανών.
Το Black Lives Matter αγκαλιάστηκε σχεδόν αυτόματα απ’ όλες τις φυλές της Βρετανίας, με αποτέλεσμα την προηγούμενη εβδομάδα να διαδηλώσουν περίπου 100.000 άνθρωποι στους δρόμους του Λονδίνου και άλλοι τόσοι στην υπόλοιπη χώρα. Όμως, το αντιρατσιστικό κίνημα δεν είναι ένα εθιμοτυπικό γεγονός, το οποίο αρκεί μία φορά για να συμβεί. Πρόκειται για διαρκής μάχη με το συντηρητισμό και τον οικονομικό φιλελευθερισμό, ο οποίος τροφοδοτεί τις φυλετικές διαμάχες και τη λευκή κυριαρχία, πρώτα και κύρια στην οικονομία.
Και στις ΗΠΑ, αλλά και στη Βρετανία, τα δημόσια σχολεία χρηματοδοτούνται από τους δημοτικούς φόρους. Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι σε περιοχές με χαμηλό βιοτικό επίπεδο και χαμηλόμισθους εργάτες τα σχολεία υποχρηματοδοτούνται συστηματικά, ενώ αντίθετα σε γειτονιές με ανώτερο μορφωτικό και εργασιακό επίπεδο, τα σχολεία λειτουργούν παραδειγματικά. Ο συστημικός ρατσισμός δεν είναι προϊόν κάποιας λευκής παράδοσης, που χάνεται στα βάθη των αιώνων. Αντίθετα είναι παρόν εδώ, σήμερα και μετράει θύματα. Το ποιος θα μείνει πού σε μία πόλη, καθορίζεται από τη βιομηχανία real estate και τις κυβερνήσεις, ανάλογα με το ποια γειτονιά έχει έρθει η ώρα να πάρει αξία και ποια να υποβαθμιστεί σκόπιμα.

Ο ρατσισμός σήμερα

Ο ρατσισμός δεν είναι απλό θεωρητικό σχήμα για να διδάσκεται από την απόσταση που προσφέρει ένα διδακτορικό. Πόσο απέχει ο θάνατος του George Floyd στη Μινεσότα από το θάνατο χιλιάδων βρετανών εργατών αφρικανικής και ασιατικής καταγωγής κατά τη διάρκεια της πανδημίας; Σύμφωνα με έκθεση, η οποία διενεργήθηκε για λογαριασμό της βρετανικής κυβέρνησης, δεν απέχει και πολύ. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτής, οι βρετανοί εργαζόμενοι μειονοτικής καταγωγής (Black Asian Ethnic People) έχουν έως και δύο φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από κορονοϊό απ’ ό,τι οι λευκοί συμπολίτες τους. Η εξήγηση είναι απλή. Λόγω των δομικών ταξικών και φυλετικών διακρίσεων, οι ανειδίκευτοι εργαζόμενοι και οι εργάτες σε εργοτάξια, δημόσιες υπηρεσίες, ντελίβερι, μεταφορές κλπ, δεν είχαν ποτέ δικαίωμα να μείνουν σπίτι και να προστατευτούν από την έκρηξη της πανδημίας. Αντίθετα συνέχισαν να εργάζονται, με αποτέλεσμα να εκτίθενται στον ιό και να πεθαίνουν. Είναι εύκολο να συμπεράνουμε ότι για να μείνει ζωντανή η ελεύθερη αγορά, θυσιάστηκαν εργαζόμενοι. Και διόλου τυχαία οι εργαζόμενοι που θυσιάστηκαν δεν ήταν λευκοί.
Ήταν, όμως, λευκοί οι πλούσιοι χρηματοδότες του κολλεγίου στο Μπρίστολ, στο προαύλιο του οποίου στεκόταν για πάνω από έναν αιώνα περήφανο το άγαλμα του Edward Colston, εμπόρου σκλάβων και βουλευτή, βεβαίως, του Συντηρητικού κόμματος από το 1710 μέχρι το 1713. Πολύ πριν οι διαδηλωτές ξηλώσουν το άγαλμα του Colston, είχαν κινήσει νομικές διαδικασίες, με υπογραφές και διαμαρτυρίες στο τοπικό δημοτικό συμβούλιο για να απομακρυνθεί το ντροπιαστικό άγαλμα. Πάντα, όμως, οι πολιτικές αποφάσεις σκόνταφταν πάνω στους σπόνσορες, οι οποίοι απειλούσαν ότι σε περίπτωση απομάκρυνσης του αγάλματος, θα πάψουν την χρηματοδότηση του κολλεγίου.
Όλα τα παραπάνω δεν είναι απλά ένα ξέσπασμα της στιγμής. Είναι η διαρκής πάλη για να επιλέξει η κοινωνία τις ιστορικές της αναφορές. Η ιστορία φυσικά δεν ξαναγράφεται. Όμως με αυτή την ιστορία αρκετοί και αρκετές δεν μπορούν να συσχετιστούν με κανέναν τρόπο. Και το Black Lives Matter αυτό ακριβώς έρχεται να υπενθυμίσει, την ανάγκη δηλαδή να διαλέξουμε πλευρά στην ιστορία.

Στέλιος Φωτεινόπουλος
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet