Των Μιχάλη Υδραίουκαι Παύλου ΚλαυδιανούΗ συμφωνία Ελλάδας – Ιταλίας για την ΑΟΖ στο Ιόνιο είναι σπουδαία εξέλιξη στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Είναι και μια θετική είσοδος στο θέμα της εξωτερικής πολιτικής συνολικά, καθώς τα σημάδια αδιεξόδου της και επικινδυνότητας είναι ορατά, πλέον, δια γυμνού οφθαλμού. Προφανώς, δεν είναι καινούργιο ζήτημα, έχει ιστορία και βαθιές ρίζες, κανένας δεν πρέπει να το αγνοεί.
Η συζήτηση αφορά και την Αριστερά, τον ΣΥΡΙΖΑ για την κυβερνητική του θητεία και την αντιπολιτευτική του γραμμή, τώρα, ως ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία. Η κριτική που ασκεί στην κυβέρνηση κάθε φορά, η επιθετική φρασεολογία που επιλέγει, οι γεωπολιτικές αναφορές, οι προτάσεις που κάποτε κάνει, συγκροτούν μία πολιτική – την οποία δεν έχουν επεξεργαστεί συλλογικά κομματικά όργανα – που απομακρύνθηκε σαφώς από το πνεύμα της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αποτέλεσμα είναι η σωστή θέση του Αλέξη Τσίπρα «δεν θα γίνω Μητσοτάκης» να χάνει μεγάλο μέρος της αξίας της και της ιδεολογικής – πολιτικής της επενέργειας.
Αντιφάσεις στη χάραξη εξωτερικής πολιτικής υπήρξαν και τότε. Υπήρξαν στο Κυπριακό με τη μη συμφωνία στο Γκραν Μοντανά, με τη λανθασμένη επιλογή – όχι μόνο περιβαλλοντικά – του East Med για την Ανατολική Μεσόγειο, με τη μη προώθηση των ιδεών συνεκμετάλλευσης και «εξορίας» των υδρογονανθράκων από το Αιγαίο. Η τοποθέτησή μας τώρα για τη συμφωνία Ελλάδας – Ιταλίας, που ορθά την αξιολογούσε θετικά τονίζοντας ότι «έπιασε το νήμα» της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ στο Ιόνιο, αποκάλυψε συγχρόνως την ατολμία και την ελλειπή μελέτη του συνολικού ζητήματος ΑΟΖ (με Αίγυπτο, Αλβανία, Λιβύη) και έτσι τη, λόγω πολιτικού κόστους, μη υπογραφή συμφωνίας.
Τα σημερινά δεδομέναΣτην παρέμβασή μας θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε τα δεδομένα που συνθέτουν το περιβάλλον στο οποίο πρέπει να καθορισθεί η εξωτερική πολιτική της Ανανεωτικής και Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Μ’ αυτή που ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία πρέπει να πορευθεί στο ναρκοθετημένο περιβάλλον που όλοι γνωρίζουμε. Να πιάσουμε, λοιπόν, το νήμα αλλά αυτό της Συμφωνίας των Πρεσπών. Εάν ευσταθεί η ανάλυση ότι ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, εν μέρει ΕΕ θέλουν όχι μόνο να μην χαθεί η επαφή με την Τουρκία αλλά να αποκατασταθεί κάπως, τότε η ελληνική πλευρά πρέπει να παρέμβει με τις δικές της πρωτοβουλίες, διάλογο και διάθεση συμβιβασμού να λυθούν, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, κ.τ.λ.
Ποια είναι τα σημερινά δεδομένα, πού πρέπει να απαντά η εξωτερική πολιτική;
1. Ισχυρή πιθανότητα θερμού επεισοδίου, κυρίως εξαιτίας της πολιτικής Ερντογάν. Οι προκλήσεις είναι συνεχείς και όλο πιο έντονες.
2. Διεύρυνση του χώρου αντιπαράθεσης. Η πιθανότητα εξόρυξης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων από Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία διευρύνει τα γεωγραφικά όρια της αντιπαράθεσης. Αν και σε αυτό το σημείο οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι όλο και περισσότερο απομακρύνεται αυτή η πιθανότητα καθώς η Ευρώπη στρέφεται αποφασιστικά, πράττοντας ορθά, προς την πράσινη ενέργεια. Διαμορφώνεται ένα σύνθετο παζλ καθώς εμπλέκονται και άλλες χώρες (Ισραήλ, Λιβύη, Αίγυπτος). Συνεπώς, το πρόβλημα παύει να είναι διμερές.
3. Η εξωτερική πολιτική, και επί ΣΥΡΙΖΑ, επέλεξε την τακτική των τριμερών συμφωνιών (Ελλάδα - Κύπρος - Ισραήλ, Ελλάδα – Κύπρος – Αίγυπτος), με σκοπό την απομόνωση της Τουρκίας. Βασικός εμπνευστής της φαίνεται να είναι η Λευκωσία, η Αθήνα έδινε την εικόνα ότι ακολουθεί.
4. Ο συγκεκριμένος σχεδιασμός έχει εξαντλήσει τα όριά του, αποδείχθηκε αναποτελεσματικός, ουσιαστικά η Τουρκία έχει κάνει εισβολή στην ΑΟΖ της Κύπρου, χωρίς να υπάρχουν ούτε οι συνηθισμένες διπλωματικές αντιδράσεις από τον Ο.Η.Ε. και την Ε.Ε. (εξ αιτίας και της παρελκυστικής τακτικής του θεωρούμενου απορριπτικού κύπριου προέδρου). Πιθανή βελτίωση - ήδη ανιχνεύεται - των σχέσεων Ισραήλ – Τουρκίας ακυρώνει τον σχεδιασμό της ελληνικής πολιτικής. Έτσι και αλλιώς ο εναγκαλισμός με το Ισραήλ ήταν προβληματικός από αξιακή πλευρά, ενώ είναι και παράγοντας αστάθειας.
5. Συνολικά η μέχρι σήμερα τακτική της πολιτικής της γεωστρατηγικής περικύκλωσης της Τουρκίας, ώστε μελλοντικά να διαμορφωθούν ευνοϊκές συνθήκες για την επίλυση των διαφορών δεν επαληθεύτηκε. Αντίθετα, η Άγκυρα την εμφανίζει διεθνώς, επιτυχώς, ως εχθρική έναντί της πολιτική. Η Τουρκία δε μόνο απομονωμένη δεν είναι. Είναι προνομιακός παίκτης σε Συρία, Λιβύη, συνομιλητής με ΗΠΑ , Ρωσία και Ε.Ε.
6. Έχουμε νέα κλιμάκωση στον Έβρο. Η Τουρκία εργαλειοποιεί το προσφυγικό, αξιοποιώντας και την αντιπροσφυγική πολιτική της κυβέρνησης της Ν.Δ. Η ΝΔ εργαλειοποιεί, με τη σειρά της, το προσφυγικό, καταπατώντας διεθνείς συμβάσεις, προσπαθώντας, σε συνέχεια της πολιτικής στο Μακεδονικό, να εμπεδώσει στην ελληνική κοινωνία ένα ισχυρό αίσθημα εθνικισμού, με αστειότητες περί εισβολής κ.λ.π. Το ζήτημα του φράκτη, από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί, να γίνει δεκτό, όχι μόνο γιατί παραπέμπει σε ακραίες πολιτικές επιλογές (Η.Π.Α., Ισραήλ) αλλά και γιατί η μόνη σταθερή επίλυση του προσφυγικού περνάει μέσα από τη διεθνοποίηση του ζητήματος και την επίλυση του σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
7. Παρά τον ακραίο πόλεμο που υποστήκαμε για τη συμφωνία των Πρεσπών, μέσα σε ελάχιστο διάστημα αποδείχθηκε ότι η επιλογή μας όχι μόνο υπηρετούσε τις διαχρονικές αξίες της ευρύτερης αριστεράς, (ειρηνική συνύπαρξη των λαών, υπέρβαση των εθνικιστικών προσχημάτων, επίλυση των διαφορών με αμοιβαίους και τελικά γόνιμους συμβιβασμούς) αλλά ήταν και η μόνη ρεαλιστική πολιτική.
Η δική μας πρότασηΟ ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία οφείλει να προσαρμόσει την αντιπολιτευτική πολιτική του σε μία στρατηγική. Η έλλειψη στρατηγικής είναι το κύριο πρόβλημα, εξάλλου, για όλο το πολιτικό φάσμα, την ΝΔ, το ΚΙΝΑΛ. Το πρόβλημα είναι στην επιλογή ανάμεσα στις δύο υπαρκτές λογικές οι οποίες εκπροσωπούνται οριζόντια. Η πρώτη επιδιώκει αναβολή επίλυσης όλων των προβλημάτων σε χρόνο που θα είναι σε όφελος της Ελλάδας. Έχει δοκιμασθεί και έχει αποτύχει πανηγυρικά, ιδίως στο Κυπριακό. Στηρίζεται σε μία στενή μονοδιάστατη εθνικοκεντρική λογική, αγνοώντας τις σημερινές πραγματικότητες. Η δεύτερη επιδιώκει την ανάγκη επίλυσης των προβλημάτων, με εξυπηρέτηση των αμοιβαίων συμφερόντων των δύο λαών. Είναι μία επιλογή που με προσεκτικά βήματα, χωρίς να υποτιμά την επιθετικότητα της άλλης πλευράς, ανοίγει δρόμους για την επίλυση των διαφορών, μέσω συμβιβασμών, με βάση το διεθνές δίκαιο και μέσω των διεθνών οργάνων. Στο τέλος της προϋποθέτει την προοπτική της από κοινού προσφυγής των δύο χωρών στην Χάγη. Η πολιτική αυτή, παρά τις αντιφάσεις, συμφέρει και την τουρκική πλευρά.
Είναι επιλογή τολμηρή καθώς καλείται να συγκρουστεί με στερεότυπα και προκαταλήψεις, αλλά και γιατί ενέχει την πιθανότητα παραίτησης από ορισμένα θεωρούμενα κεκτημένα, αλλά αστήρικτα με βάση το διεθνές δίκαιο, για την ελληνική πλευρά. Εξυπηρετεί μακροπρόσθεσμα την υπόθεση της ειρήνης στην περιοχή, την συνανάπτυξη και τη σταθερότητα, ισχυροποιεί τις δυνάμεις της λογικής, ενώ πλήττει τις δυνάμεις του εθνικισμού. Είναι και βαθιά ρεαλιστική, με βάση τα διεθνή δεδομένα, με ισχυρή δόση των αξιών της δικής μας αριστεράς.
Η αντιπολιτευτική κριτική του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι χρήσιμη εάν γίνεται από αυτήν την οπτική γωνία. Είναι διαφορετικό να ζητάς εξηγήσεις, ενημέρωση και διευκρινίσεις, να ασκείς κριτική στην κυβέρνηση με δεδομένη την επιλογή σου να συμβάλλεις στην ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, και διαφορετικό να το κάνεις από μία οπτική «ελεγκτή», κάποιας «ορθότητας» της εξωτερικής πολιτικής που θυμίζει πνεύμα πασοκοπατριωτισμού. Νομίζουμε ότι οι τελευταίες παρεμβάσεις μας, όχι για τη συμφωνία Ελλάδας – Ιταλίας, σχετικά με το πρόσφατο ζήτημα στον Έβρο, νωρίτερα για τη ματαίωση της άσκησης «Καταιγίδα», η χρησιμοποίηση παλαιότερα του όρου «κατευνασμός» κ.ά. είχαν έντονο το δεύτερο στοιχείο.
Αναγκαίες συμμαχίεςΕίναι μια προοπτική που διαμορφώνει και συμμαχίες με άλλα τμήματα του πολιτικού φάσματος (το ΜΕΡΑ, τους Πράσινους, τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και της μετριοπαθούς κεντροδεξιάς) με διανοούμενους, ακτιβιστές δικαιωμάτων και προσπαθειών για το περιβάλλον, νεανικών ομάδων. Βέβαια και όσων επιθυμούν την ειρήνη διότι αυτό, χρησιμοποιώντας γεωπολιτικούς προσδιορισμούς το ξεχνάμε.
Άλλωστε, η μεγάλη πλειοψηφία σύμφωνα με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις φαίνεται να ενστερνίζεται την προοπτική μιας ειρηνικής και έντιμης διευθέτησης όλων των προβλημάτων με τη γείτονα. Κατά τη γνώμη μας, η αντίληψη ότι ανεβάζοντας τους τόνους και κάνοντας αντιπολίτευση με μία σκληρή εθνική γραμμή θα έχει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που προσδοκούν οι εμπνευστές της.
Δημιουργεί θετικό έδαφος για παρεμβάσεις και σε διεθνές πεδίο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει, ύστερα από το Μακεδονικό, ικανό κύρος για να επηρεάσει καταστάσεις και δεν πρέπει να μένει αδρανής. Αλλά προς τούτο πρέπει να ξαναβρεί επειγόντως το νήμα των Πρεσπών.
* Οι Μ. Υδραίος και Π. Κλαυδιανός είναι μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ.