Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία η πληροφορία ότι η τηλε-διάσκεψη των ευρωπαίων ηγετών την Παρασκευή δεν θα κατέληγε σε οριστικό συμβιβασμό για το Ταμείο Ανάκαμψης, ανάβοντας έτσι το πράσινο φως στις διαδικασίες εκταμίευσης, σε εύλογο χρόνο, όπως απαιτούν οι έκτακτες συνθήκες της οικονομικής πανδημίας, των 750 δισ. της πρότασης της Κομισιόν για την αντιμετώπιση των συνεπειών της υγειονομικής κρίσης στις οικονομίες των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ήταν γνωστή, ακόμη και στους πλημμελώς ενημερωμένους, η δήλωση, την προηγουμένη, του ευρωπαίου Επιτρόπου Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων και πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας, Πάολο Τζεντιλόνι, σε γαλλικό τηλεοπτικό δίκτυο. «Μια συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης», είπε ο επίτροπος, «θα μπορέσει να βρεθεί, αλλά ίσως αυτό δεν θα καταστεί δυνατό στην αυριανή Σύνοδο Κορυφής» — προσθέτοντας, προφανώς προς καθησυχασμό των συμπατριωτών του, που έχουν κάθε λόγο να αδημονούν, ότι: «Η συμφωνία θα επιτευχθεί τον Ιούλιο, είμαι σίγουρος».
Αν κάτι μπορεί να θεωρηθεί σίγουρο, πάντως, αυτό είναι η αβεβαιότητα που ανιχνεύεται στις εκτιμήσεις που είχε διατυπώσει, λίγες ώρες νωρίτερα την ίδια μέρα, η ίδια η κ. Μέρκελ στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός της: Στις αμφιβολίες της αν θα μπορέσει να υπάρξει συμφωνία στη Σύνοδο της Παρασκευής, η καγκελάριος δεν προσέθεσε μόνο τις ελπίδες της ότι θα σημειωθεί σημαντική πρόοδος τον Ιούλιο, κατέθεσε και τις επιφυλάξεις της αν και τότε ακόμη θα μπορέσουν να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις.
Μετά από αυτό, ελάχιστα καθησυχαστικές θα πρέπει να ηχούν στα αυτιά των Ιταλών, αλλά και της Ευρώπης του Νότου συνολικά, οι διαβεβαιώσεις της καγκελαρίου την ίδια μέρα, στην ομιλία της κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης ομιλίας της στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο ενόψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ότι: «Η Ευρώπη μάς χρειάζεται όπως ακριβώς τη χρειαζόμαστε κι εμείς». Και η προτροπή της σε ένα κοινό στόχο όλων, «να ξεπεράσουμε την κρίση ενωμένοι, με τρόπο βιώσιμο και με το βλέμμα στο μέλλον» — ιδίως όταν οι διαβεβαιώσεις αυτές συνοδεύονται από υπομνήσεις του τύπου: «Οι αποφάσεις θα μπορούν να ληφθούν στην πρώτη Σύνοδο Κορυφής με φυσική παρουσία».
Όπως ήταν αναμενόμενο, η Σύνοδος Κορυφής έληξε άκαρπη αργά το απόγευμα της Παρασκευής, αρκούμενη στη δέσμευση των επικεφαλής των 27 της Ε.Ε. να ανανεώσουν το ραντεβού τους για νέο γύρο διαπραγματεύσεων στα μέσα Ιουλίου.
Θα είναι αυτή νέα σύνοδος, σύμφωνα με αξιωματούχο των Βρυξελλών, η σύνοδος με φυσική παρουσία για την οποία έκανε λόγο η καγκελάριος Μέρκελ; Και, σημαντικότερο, αν η φυσική παρουσία δεν καταστεί δυνατή, πόσο να μπορούσε αυτό να δράσει προσχηματικά ώστε οι οριστικές αποφάσεις να παραπεμφθούν στο αβέβαιο μέλλον;
Στην παρέμβασή της στη Σύνοδο της Παρασκευής η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, δεν έκρυψε την ανησυχία της για τους κινδύνους που εγκυμονεί η αναβλητικότητα στη λήψη άμεσων, ριζικών αποφάσεων, η μετάθεσή τους στο άδηλο μέλλον. Έκανε έκκληση στους ευρωπαίους ηγέτες να συμφωνήσουν χωρίς καθυστερήσεις σε ένα πακέτο ανάκαμψης που θα αποτρέψει τη δραματική, όπως είπε, πτώση της ευρωπαϊκής οικονομίας συνολικά.
Υπενθύμισε τις προβλέψεις της ΕΚΤ για επαπειλούμενη συρρίκνωση της οικονομίας της ευρωζώνης κατά 13% το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους και κατά 8% συνολικά το 2020, πριν υπάρξει ανάκαμψη το 2021, την οποία οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις τοποθετούν στο 5%. Και επεσήμανε ότι ο χειρότερος αντίκτυπος της υγειονομικής κρίσης και της καραντίνας στην αγορά εργασίας δεν έχει ακόμη αφήσει το αποτύπωμά του στον κύκλο ζήτηση-προσφορά, κατανάλωση-παραγωγή, ότι η ανεργία στην ευρωζώνη, που τώρα βρίσκεται στο 7,3% του ενεργού δυναμικού, απειλεί να φτάσει το 10%, πλήττοντας ιδιαίτερα τον νεανικό πληθυσμό.
Εν όψει όλων αυτών και σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο των σεναρίων, οι εκροές από τα πακέτα στήριξης των περισσότερο πληττόμενων οικονομιών της Ευρώπης, ανάμεσα στις οποίες η Ελλάδα καταλαμβάνει προέχουσα θέση, δεν προβλέπεται να εκκινούν πριν από το πρώτο τρίμηνο του 2021. Αυτό απέχει πολύ από τις δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών, κ. Χρήστου Σταϊκούρα. Ο οποίος, στην επιθυμία του να εμφυσήσει αισιοδοξία στους αρμούς της ελληνικής οικονομίας, έκανε μεν την ευπρεπή και σώφρονα πρόβλεψη ότι ευρωπαϊκό χρήμα δεν θα έλθει στην Ελλάδα πριν από το τέλος Ιουλίου, παρέλειψε όμως να προσδιορίσει το πότε θα αρχίσει να συμβαίνει αυτό. Αφήνοντας, επιπλέον, ανοιχτό το ενδεχόμενο της προσφυγής στην πιστοληπτική γραμμή του ESM, αν και διαβεβαιώνοντας ότι κάτι τέτοιο δεν είναι «προς το παρόν» στις προθέσεις του. Προς το παρόν.
Θα ισοδυναμούσε με επιστροφή στους χειρότερους μνημονιακούς εφιάλτες. Από τους οποίους η συλλογική μνήμη δεν έχει απομακρυνθεί χρονικά τόσο ώστε το πολιτικό κόστος μιας παρόμοιας απόφασης να μπορεί να προεξοφληθεί αμελητέο.
Η απόφαση του πρωθυπουργού να αναστείλει τους σχεδιασμούς του για κυβερνητικό ανασχηματισμό μπορεί να σημαίνει πολλά. Με επικρατέστερο το ενδεχόμενο στον πυρήνα του επιτελικού κράτους να αφυπνίστηκαν ξανά σκέψεις για πρόωρες εκλογές. Ίσως το φθινόπωρο. Ίσως νωρίτερα, αν μία ακόμη άκαρπη Σύνοδος Κορυφής μεταθέσει εκ νέου την εκκίνηση των εκροών από τα ευρωπαϊκά πακέτα στήριξης.
Μπορεί να ρισκάρει κάτι τέτοιο το Βερολίνο;
Κωστής Γιούργος