Φαί­δων Ταμ­βα­κά­κης
«Η α­να­πα­λαίω­ση»
Εκδό­σεις  Εστίας
Απρί­λιος 2015


Με την εκ­πνοή του Αυ­γού­στου και την η­με­ρο­λο­για­κή έ­ναρ­ξη του φθι­νο­πώ­ρου α­δειά­ζουν τα πα­ρά­κτια των θα­λασ­σών α­πό τα γιώτ με τις βα­ριές πο­λύ­στρο­φες μη­χα­νές. Επι­στρέ­φουν οί­κα­δε “οι κα­πε­τά­νιοι του γλυ­κού νε­ρού”, α­φή­νο­ντας τους με­ρα­κλή­δες ι­στιο­πλόους να α­φου­γκρά­ζο­νται τις φθι­νο­πω­ρι­νές πνοές του α­νέ­μου. Στον σε­πτεμ­βριά­τι­κο ο­ρί­ζο­ντα, πι­νε­λιές τα λευ­κά πα­νά­κια τους, που κι αυ­τά ο­σο­νού­πω θα χα­θούν. Σε αυ­τήν τη με­λαγ­χο­λι­κή συ­γκυ­ρία, η νου­βέ­λα του Φαί­δω­να Ταμ­βα­κά­κη κα­θί­στα­ται μο­να­δι­κό α­νά­γνω­σμα. Πε­ρισ­σό­τε­ρο πρό­σφο­ρο για ό­σους πά­σχουν α­πό σύν­δρο­μο στέ­ρη­σης θά­λασ­σας-ή­λιου-ε­λευ­θε­ρίας. Έστω, σχε­τι­κής ε­λευ­θε­ρίας, ό­πως η ά­νευ πε­ριο­ρι­σμών κα­τα­νά­λω­ση τρο­φής και πο­τού, η χω­ρίς πρό­γραμ­μα α­νά­παυ­ση, και ί­σως, για τους πιο τυ­χε­ρούς, μία κά­ποια, μπο­ρεί και λα­θραία, ε­ρω­τι­κή πε­ρι­πέ­τεια.
Μία θα­λασ­σι­νή νου­βέ­λα, που εκ­δί­δε­ται 72 χρό­νια με­τά την πα­ντε­λώς ξε­χα­σμέ­νη νου­βέ­λα «Θά­λασ­σα» του Κώ­στα Σού­κα. Πει­ραιώ­της o Σού­κας, Αλε­ξαν­δρι­νός ο Ταμ­βα­κά­κης, και οι δυο με μυ­θι­στό­ρη­μα ξε­κί­νη­σαν και για μυ­θι­στό­ρη­μα βρα­βεύ­τη­καν. Τις νου­βέ­λες, αμ­φό­τε­ροι τις έ­γρα­ψαν κα­βατ­ζα­ρι­σμέ­να τα πε­νή­ντα. Ο Σού­κας, πά­ντως,  με τη νου­βέ­λα του κα­τα­ξιώ­θη­κε και χά­ρις σε αυ­τήν πα­ρέ­μει­νε έως σή­με­ρα, 34 χρό­νια με­τά το θά­να­τό του, γνω­στός. Όσο, βε­βαίως, μπο­ρεί να εί­ναι γνω­στός, σε ε­πι­λή­σμο­νες και­ρούς, τα­χείας πολ­το­ποίη­σης βι­βλίων, έ­νας συγ­γρα­φέ­ας του Με­σο­πο­λέ­μου. Ας πε­ριο­ρι­στού­με, ό­μως, στην πρό­σφα­τη νου­βέ­λα, για­τί οι ό­ποιες α­να­φο­ρές στην προ­η­γού­με­νη θα μας ω­θού­σαν σε πι­θα­νούς φι­λο­λο­γι­σμούς.
Ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός νου­βέ­λα, που δί­νει ο Ταμ­βα­κά­κης στο και­νού­ριο βι­βλίο του, θα μπο­ρού­σε να ο­φεί­λε­ται στο ο­λι­γο­σέ­λι­δο και μό­νο του κει­μέ­νου, δε­δο­μέ­νου του μη­χα­νι­στι­κού τρό­που που γί­νε­ται συ­νή­θως η ει­δο­λο­γι­κή κα­τά­τα­ξη. Τε­λι­κά, ό­μως, ο εν λό­γω χα­ρα­κτη­ρι­σμός α­ντα­πο­κρί­νε­ται στην ταυ­τό­τη­τα του πε­ζού, α­φού αυ­τό συ­γκε­ντρώ­νει ο­ρι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, με τα ο­ποία πα­λαιό­τε­ροι θεω­ρη­τι­κοί ό­ρι­ζαν αυ­τό το εν­διά­με­σο εί­δος.  Γε­νι­κό­τε­ρα, πά­ντως, η νου­βέ­λα στην κα­θα­ρό­αι­μη μορ­φή της τεί­νει τα τε­λευ­ταία χρό­νια να ε­ξα­φα­νι­στεί στις συ­μπλη­γά­δες των δυο γει­το­νι­κών ει­δών. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα πε­ζά που α­πο­κα­λού­με νου­βέ­λες εί­ναι, εί­τε μί­νι μυ­θι­στο­ρή­μα­τα εί­τε μέ­γα διη­γή­μα­τα, που ση­μαί­νει μα­κριές ι­στο­ρίες. Όταν με το μυ­θι­στό­ρη­μα “τα­ξι­δεύει” ο κυ­ρίως ό­γκος των α­να­γνω­στών και με το διή­γη­μα εκ­στα­σιά­ζο­νται ό­σοι ε­πι­θυ­μούν να προ­βάλ­λουν ε­αυ­τούς ως λο­γο­τε­χνι­κά μυη­μέ­νους, που να βρε­θεί η διά­θε­ση για νου­βέ­λα;
Ο Ταμ­βα­κά­κης δεν προ­τεί­νει μό­νο μία ά­ξια του ο­νό­μα­τός της νου­βέ­λα, αλ­λά, ε­πι­προ­σθέ­τως, α­πο­τολ­μά μία ε­ρω­τι­κή νου­βέ­λα. Αυ­τό κι αν συ­νι­στά ε­ξαί­ρε­ση – πι­θα­νώς  και α­πο­κο­τιά – στην πε­ρίο­δο κρί­σης, που δια­νύου­με τα τε­λευ­ταία χρό­νια. Δεν εί­ναι δυ­να­τόν η χώ­ρα να βυ­θί­ζε­ται και οι συγ­γρα­φείς να πλέ­κουν ει­δύλ­λια. Για αυ­τό και  ε­κεί­νοι, συ­μπά­σχο­ντας με τα δει­νά του ελ­λη­νι­κού λα­ού, γρά­φουν, κα­τά κα­νό­να, δρα­μα­τι­κές ι­στο­ρίες. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι, μη έ­χο­ντας προ­σω­πι­κές ε­μπει­ρίες α­πό βά­σα­να οι­κο­νο­μι­κής στε­νό­τη­τας, πό­σω μάλ­λον α­νέ­χειας, κα­τά την α­φή­γη­ση και τη μυ­θο­πλα­σία, υ­περ­βάλ­λουν στους θλι­βε­ρούς τό­νους του ζό­φου.
Σε α­ντί­θε­ση, η ι­στο­ρία του Ταμ­βα­κά­κη, έ­τσι ό­πως ξε­δι­πλώ­νε­ται μέ­σα α­πό τους δια­λο­γι­σμούς του κε­ντρι­κού ή­ρωα, α­πο­βαί­νει ρε­α­λι­στι­κή, ε­νώ δεν α­που­σιά­ζει η κρι­τι­κή για κά­ποιες ά­σχη­μες ή και στρα­βές πλευ­ρές μίας χώ­ρας, που πα­ρα­παίει α­νά­με­σα σε πα­ρα­δο­σια­κά και ξε­νό­φερ­τα πρό­τυ­πα. Ταυ­τό­χρο­να, κα­θώς η α­φή­γη­ση ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται σε έ­να ζευ­γά­ρι και τον ναυα­γι­σμέ­νο έ­ρω­τά του, ε­ξα­σφα­λί­ζε­ται η σφι­χτο­δε­μέ­νη πλο­κή, που α­παι­τεί­ται σε μία νου­βέ­λα. Κα­τά τα άλ­λα, δεν πρό­κει­ται για έ­να “ρο­μά­ντσο του πα­λιού και­ρού”, ού­τε για έ­ναν με­γά­λο έ­ρω­τα. Από μία ά­πο­ψη, η ι­στο­ρία των δυο κε­ντρι­κών προ­σώ­πων, του Κων­στα­ντί­νου και της Πη­νε­λό­πης, θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κή  της ε­πο­χής, στην ο­ποία το­πο­θε­τεί­ται. Ή, α­κρι­βέ­στε­ρα, τις ε­πο­χές, α­φού ε­κτυ­λίσ­σε­ται σε δυο δια­φο­ρε­τι­κούς χρό­νους, με δυο “σμι­ξί­μα­τα”, που α­πέ­χουν μία ει­κο­σα­ε­τία. Στα μέ­σα της δε­κα­ε­τίας του 1990, ξε­κι­νά­ει και κά­που ε­κεί κο­ντά τε­λειώ­νει η πρώ­τη φά­ση της σχέ­σης τους. Σε έ­να κά­πως αό­ρι­στο σή­με­ρα, λαμ­βά­νει χώ­ρα η προ­σπά­θεια α­να­θέρ­μαν­σή της. Τό­τε, ε­κεί­νος βά­δι­ζε τα τριά­ντα, ε­νώ ε­κεί­νη ή­ταν στο δεύ­τε­ρο έ­τος της Αρχι­τε­κτο­νι­κής. Δεν α­να­φέ­ρε­ται η κα­τα­γω­γή του, ού­τε το ε­πάγ­γελ­μα που α­σκεί στα τριά­ντα του. Συ­νή­θως, πα­ρό­μοια μυ­θο­πλα­στι­κά “γε­μί­σμα­τα” ο­δη­γούν σε πα­ρεκ­βά­σεις και στην πα­ρά­θε­ση πα­ράλ­λη­λων διη­γή­σεων για άλ­λα πρό­σω­πα, που διευ­κο­λύ­νουν τη με­τάλ­λα­ξη μίας νου­βέ­λας σε μυ­θι­στό­ρη­μα. Εκεί­νο, που α­παι­τεί η δο­μή της νου­βέ­λας, εί­ναι η ό­σο το δυ­να­τόν πλη­ρέ­στε­ρη α­νά­δει­ξη του χα­ρα­κτή­ρα γύ­ρω α­πό τον ο­ποίο πλέ­κε­ται. Εδώ, ο χα­ρα­κτή­ρας συ­ντί­θε­ται μέ­σα α­πό τον τρό­πο, με τον ο­ποίο ο α­φη­γη­τής α­να­κα­λεί, χρω­μα­τί­ζο­ντας συ­ναι­σθη­μα­τι­κά, πα­ρελ­θο­ντι­κά συμ­βά­ντα.
Εκεί­νο, πά­ντως, που προέ­χει και τον συ­στή­νει εί­ναι το χό­μπυ του, η ι­στιο­πλοΐα. Δεν έ­χει φι­λο­δο­ξίες για με­γά­λους ά­θλους ή για δια­κρί­σεις πρω­τα­θλη­τή σε ρά­λι. Μό­νο ό­νει­ρα κά­νει για μα­κρι­νά, υ­περ­πό­ντια τα­ξί­δια, τα ο­ποία, ά­κρες-μέ­σες, και μνη­μο­νεύει. Τους ή­ρωες των ε­φη­βι­κών και νε­α­νι­κών χρό­νων δεν τους αν­τλεί α­πό ι­στο­ρι­κά α­να­γνώ­σμα­τα, ού­τε α­πό μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Τα α­γα­πη­μέ­να του α­να­γνώ­σμα­τα εί­ναι τα α­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα διά­ση­μων ι­στιο­πλόων. Ανα­φέ­ρει ο­νό­μα­τα, τολ­μη­ρά εγ­χει­ρή­μα­τα, η­μι­τε­λείς ι­στο­ρίες. Η εύ­στο­χη δια­σπο­ρά των στοι­χείων, τα συ­νειρ­μι­κά άλ­μα­τα, κυ­ρίως η πύ­κνω­ση των α­να­φο­ρών δεί­χνει την αί­σθη­ση α­φη­γη­μα­τι­κής οι­κο­νο­μίας, που έ­χει κα­τα­κτή­σει ο συγ­γρα­φέ­ας.
Όταν πρω­το­συ­νά­ντη­σε την Πη­νε­λό­πη, στα πλά­να του δεν υ­πήρ­χε χώ­ρος για σο­βα­ρή σχέ­ση. Τον βό­λευαν οι πα­ράλ­λη­λες σχέ­σεις, κα­τά προ­τί­μη­ση με χα­ρω­πές γυ­ναί­κες, που θα προ­σαρ­μό­ζο­νταν εύ­κο­λα στη ζωή ε­νός πα­θια­σμέ­νου ι­στιο­πλόου. Από αυ­τήν την ά­πο­ψη, πα­ρου­σιά­ζε­ται ως έ­νας  τύ­πος του α­στι­κού α­θη­ναϊκού χώ­ρου ε­κεί­νων των χρό­νων. Αντι­θέ­τως, η συ­ρια­νή Πη­νε­λό­πη ή­θε­λε οι­κο­γέ­νεια και α­γα­πού­σε τα παι­διά. Ού­τε, ό­μως, “στον πα­πά και τον κου­μπά­ρο” κα­τόρ­θω­σε να ο­δη­γή­σει τον Κων­στα­ντί­νο, ού­τε το παι­δί μα­ζί του α­πο­τόλ­μη­σε να κρα­τή­σει. Τυ­πι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά της γυ­ναί­κας, που μό­λις αρ­χί­ζει να δο­κι­μά­ζει τους δρό­μους της χει­ρα­φέ­τη­σης. “Όταν χά­νει τον Κων­στα­ντί­νο, ρί­χνει μαύ­ρη πέ­τρα στην α­θη­ναϊκή ζωή, και βρί­σκει τον ε­αυ­τό της α­να­πα­λαιώ­νο­ντας αρ­χο­ντι­κά στο νη­σί της.” Όσο για ε­κεί­νον, η Πη­νε­λό­πη ή­ταν μία α­πό τις πολ­λές σχέ­σεις του. Στα εν­διά­με­σα χρό­νια, ό­σες φο­ρές το χό­μπυ του τον έ­φε­ρε στη Σύ­ρο, πο­τέ δεν σκέ­φτη­κε να την α­να­ζη­τή­σει.
Εί­κο­σι χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, κοι­νω­νι­κά και φυ­λε­τι­κά πρό­τυ­πα έ­χουν αλ­λά­ξει. Όχι, ό­μως, και οι χα­ρα­κτή­ρες. Εκεί­νος πα­ρα­μέ­νει χα­λα­ρός και δι­χα­σμέ­νος. Το ο­ρί­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας και με το α­ρι­στο­τέ­λειο μό­το του βι­βλίου: “Όμοια γαρ ως ε­πί το πο­λύ τα μέλ­λο­ντα τοις γε­γο­νό­σι...” Υπει­σέρ­χε­ται, ό­μως, η α­να­σφά­λεια της η­λι­κίας, που δί­νει στον έ­ρω­τα με μία νεό­τε­ρη γυ­ναί­κα δια­φο­ρε­τι­κή α­ξία. Εκεί­νη, ε­σα­εί δο­τι­κή, εί­ναι μία σύγ­χρο­νη Πη­νε­λό­πη. Δεν εί­ναι προ­φα­νώς τυ­χαία η ε­πι­λο­γή του ο­νό­μα­τος. Πι­στή πα­ρα­μέ­νει στον έ­ρω­τά της, ό­πως η μυ­θο­λο­γι­κή συ­νο­νό­μα­τή της, αλ­λά αρ­κε­τά αυ­τάρ­κης πλέ­ον, ώ­στε να θέ­τει τα δι­κά της ό­ρια υ­πο­χώ­ρη­σης, ή μάλ­λον, α­πο­δο­χής. Αν πα­ρα­κο­λου­θού­σα­με τους δι­κούς της δια­λο­γι­σμούς, μπο­ρεί να υ­πήρ­χαν ρο­μα­ντι­κές νό­τες, ό­πως κι­νή­σεις τρυ­φε­ρό­τη­τας, λό­για νο­σταλ­γίας. Τώ­ρα, στις πε­ρι­γρα­φές του πε­νη­ντά­ρη Κων­στα­ντί­νου, υ­πε­ρι­σχύει ο αι­σθη­σια­σμός. Στις πιο η­δο­νι­κές σε­λί­δες, που έ­χει γρά­ψει η γε­νιά του Ταμ­βα­κά­κη, η λε­γό­με­νη γε­νιά του ’80, συ­γκα­τα­λέ­γο­νται οι με­τρη­μέ­νες της νου­βέ­λας, που πε­ρι­γρά­φουν τις δυο, ό­λες κι ό­λες, ε­ρω­τι­κές συ­νευ­ρέ­σεις του ζεύ­γους κα­τά την ε­πα­να­σύν­δε­σή του.
Το πιο εύ­στο­χο εύ­ρη­μα του Ταμ­βα­κά­κη εί­ναι ο τίτ­λος του βι­βλίου: Η α­να­πα­λαίω­ση, δη­λα­δή η ε­πα­να­φο­ρά στην αρ­χι­κή μορ­φή, α­ντι­κα­θι­στώ­ντας ο­τι­δή­πο­τε έ­χει κα­τα­στρα­φεί και α­φαι­ρώ­ντας με­τα­γε­νέ­στε­ρες, αλ­λό­τριες προ­σθή­κες. Εδώ, η α­να­πα­λαίω­ση μάλ­λον νο­εί­ται εις τρι­πλούν. Η α­να­πα­λαίω­ση των νε­ο­κλασ­σι­κών, με την ο­ποία κα­τα­πιά­νε­ται η Πη­νε­λό­πη. Η ε­πι­σκευή και συ­ντή­ρη­ση του ι­στο­ρι­κού σκά­φους, που έ­χει α­γο­ρά­σει ο Κων­στα­ντί­νος, κι­νέ­ζι­κης κα­τα­σκευής του 1933. Και το κυ­ριό­τε­ρο, η α­να­νέω­ση της ε­ρω­τι­κής τους σχέ­σης. Αυ­τήν, ό­μως, την τε­λευ­ταία α­να­πα­λαίω­ση οι δυο πλευ­ρές του ζεύ­γους την α­ντι­λαμ­βά­νο­νται μάλ­λον δια­φο­ρε­τι­κά. Εκεί­νος θα ε­πι­θυ­μού­σε οι ρό­λοι να ε­πα­νέλ­θουν λί­γο-πο­λύ στην αρ­χι­κή τους μορ­φή. Ενώ, ε­κεί­νη α­ντι­λαμ­βά­νε­ται την α­να­πα­λαίω­ση της σχέ­σης στο πρό­τυ­πο της α­να­πα­λαίω­σης μίας κα­τοι­κίας. Αυ­τό ση­μαί­νει, με μία δό­ση προσ­γειω­μέ­νου ρο­μα­ντι­σμού, να δια­σω­θεί το ε­ξω­τε­ρι­κό κέ­λυ­φος, αλ­λά ε­σω­τε­ρι­κά, κα­ταλ­λή­λως δια­μορ­φω­μέ­νο, ώ­στε να δια­θέ­τει τα κομ­φόρ μίας σύγ­χρο­νης κα­τοι­κίας.  
Στις εν­δια­φέ­ρου­σες σε­λί­δες αυ­τής της θα­λασ­σι­νής νου­βέ­λας, που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στη στε­ριά, χά­ρις στις ε­μπει­ρίες του ι­στιο­πλόου, που δια­θέ­τει ο Ταμ­βα­κά­κης, αρ­με­νί­ζο­ντας α­πό τα φοι­τη­τι­κά του χρό­νια, α­να­σταί­νο­νται δυο Έλλη­νες κα­ρα­βο­μα­ρα­γκοί. “Άλλης ε­πο­χής, ο πρώ­τος εί­χε δει τον πό­λε­μο, ο άλ­λος ε­ξη­ντά­ρης, εί­χε πε­ρά­σει ξυ­στά.” Ανα­συν­θέ­τει τις κου­βέ­ντες τους, τα μυ­στι­κά της τέ­χνης τους, αλ­λά και τον κα­η­μό τους για την ναυ­πη­γι­κή πα­ρά­δο­ση, που στα­δια­κά σβή­νει. Αυ­τό το τε­λευ­ταίο, μά­λι­στα, με την ε­νερ­γή συμ­βο­λή της Ευ­ρω­παϊκής Ένω­σης, που πά­ντο­τε α­φορ­μά­ται α­πό τις κα­λύ­τε­ρες προ­θέ­σεις. Από το ξε­ρί­ζω­μα της ε­λιάς μέ­χρι τη θε­α­μα­τι­κή ε­ξο­λό­θρευ­ση των καϊκιών α­λιείας. Ανα­πλά­θο­ντας ο συγ­γρα­φέ­ας σχε­τι­κές διη­γή­σεις, συ­ρια­νές και άλ­λες, που εί­χε α­κού­σει, με­ταγ­γί­ζει την έ­ντα­ση α­νά­λο­γων συμ­βά­ντων. Η πε­ρι­γρα­φή δεί­χνει σαν μία κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή σε­κά­νς, με υ­πό­τιτ­λους τα αι­σθή­μα­τα α­γα­νά­κτη­σης, πα­ρά τα χρό­νια που έ­χουν πε­ρά­σει. Μό­νο έ­νας πί­να­κας σύλ­λη­ψης α­ντί­στοι­χης   ε­κεί­νης της Γκουέρ­νι­κα θα μπο­ρού­σε να τα εκ­φρά­σει.
Σχε­τι­κά με τις ι­στιο­πλοϊκές γνώ­σεις του συγ­γρα­φέα, να ση­μειώ­σου­με πως, αν πο­τέ ευ­τυ­χή­σει να α­πο­κτή­σει έκ­δο­ση Απά­ντων, η νου­βέ­λα, με την πλη­θώ­ρα ο­νο­μά­των ι­στιο­πλόων και σκα­φών, θα α­παι­τού­σε ε­κτε­νή υ­πο­μνη­μα­τι­σμό. Το μό­νο οι­κείο ό­νο­μα εί­ναι ε­κεί­νο του Αντρέα Ζέπ­που, γνω­στό α­πό το ο­μό­τιτ­λο ρε­μπέ­τι­κο του Γιάν­νη Πα­παϊωάν­νου. Επί­σης, λι­γό­τε­ρο γνω­στό, το πα­λαιό σκα­ρί, που φέ­ρει το ό­νο­μά του και το ο­ποίο σώ­ζε­ται. Συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά, να ση­μειώ­σου­με ό­τι ψη­φί­δες α­πό τον βίο και την πο­λι­τεία του Ζέπ­που πα­ρα­τί­θε­νται στο βι­βλίο του Ευάγ­γε­λου Αθη­ναίου, «Ο κα­πε­τάν Αντρέ­ας Ζέ­πος. Γλε­ντζές, φι­λάν­θρω­πος και θυ­μό­σο­φος ψα­ράς στην πα­ρα­λία του Φα­λή­ρου», 2012. Κα­λό να το δια­βά­σουν με­ρι­κοί νε­ο-α­ρι­στε­ρό­φρο­νες, μπας και φω­τι­στούν κα­λύ­τε­ρα, ας πού­με, γύ­ρω α­πό τα Δε­κεμ­βρια­νά στην πε­ριο­χή του Πει­ραιά. Τέ­λος, να προ­σθέ­σου­με ό­τι ο Ευαγ. Αθη­ναίος, θα­νών πρό­σφα­τα (13/8/2015) σε η­λι­κία 81 ε­τών, ή­ταν στην πει­ραιώ­τι­κη φι­λο­λο­γι­κή πα­ρέα του Κώ­στα Σού­κα, που προ­α­να­φέρ­θη­κε στην ει­σα­γω­γή.


Μ. Θε­ο­δο­σο­πού­λου
Πρόσφατα άρθρα ( Βιβλίο )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet