Με αφορμή το βιβλίο «Ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση 2015-2019, Η Αριστερά;», επιμ. Χρήστος Λάσκος,Δημοσθένης Παπαδάτος - Αναγνωστόπουλος, εκδόσεις Τόπος 2020*Η έκδοση αυτή, με ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις 34 συγγραφέων από το χώρο της Αριστεράς, γνωστών για τη δράση τους και την εγκυρότητα των απόψεών τους, δεν μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι συνθέτουν ένα ρεύμα πολιτικής αντιπολίτευσης σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Στην εισαγωγή επιβεβαιώνεται ότι το κοινό χαρακτηριστικό αυτών των συντρόφων, η καταδίκη της συνθηκολόγησης του Ιουλίου 2015, δεν έχει αποκτήσει σαφέστερο περιεχόμενο από αυτό που είχε τότε, και ενώ υποστηρίζεται ότι η «έξοδος από την ευρωζώνη» παραμένει μια υπόθεση εργασίας που δεν θα έπρεπε να απορριφθεί κατηγορηματικά, δεν έχουμε ακόμα και σήμερα μια πειστική υποστήριξή της.
Η έξοδος από το ευρώ τον Ιούλιο του 2015 ήταν στην πραγματικότητα αδιανόητη, επειδή δεν υπήρχε κανενός είδους σχεδιασμός μιας τέτοιας επιλογής. Οι εκ των υστέρων εκτιμήσεις ότι «μετά μια υφεσιακή επίπτωση θα είχαμε ταχεία επιστροφή στην ισχυρή ανάκαμψη», ήταν και είναι λόγια στον αέρα, ιδιαίτερα για μια αριστερή πολιτική δύναμη, καθώς ζητήματα κοινωνικού κόστους, υποκειμένων που υποστηρίζουν την ανάπτυξη και πολιτικών εργαλείων που υλοποιούν τις κατάλληλες πολιτικές, παραμένουν στο σκοτάδι. Αυτές οι διαπιστώσεις μας οδηγούν στο να κατανοήσουμε τον ενιαίο χαρακτήρα των προβλημάτων που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει η Αριστερά στο σύνολό της.
Στην εισαγωγή υπάρχει μια εκτίμηση που δεν είναι τόσο αθώα όσο φαίνεται: «Οι μεγαλύτερες κατακτήσεις του εργατικού και ευρύτερου χειραφετητικού κινήματος σημειώθηκαν με την Αριστερά εκτός κυβέρνησης». Μπορεί, αλλά ο λόγος ύπαρξης της Αριστεράς (και κάθε πολιτικού κόμματος εξάλλου) είναι να κυβερνήσει και μάλιστα να πάρει την εξουσία από τον πλούτο και το κεφάλαιο, και να επιτύχει να την ασκήσει η πλειοψηφία του κόσμου της εργασίας, με όλες τις μορφές της. Σε μια ιστορική στιγμή που όλες οι διαστάσεις των καπιταλιστικών κοινωνιών έχουν βυθιστεί σε βαθιές κρίσεις, η Αριστερά πρέπει να ασχοληθεί με το σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός νέου καθεστώτος. Αν δεν μπορέσει να βρει τον κατάλληλο δρόμο, θα ηττηθεί ακόμα και εκτός κυβέρνησης. Η μόνη οδός είναι η ενίσχυση των σχέσεων του κόμματος με τις λαϊκές τάξεις, που πρέπει να πεισθούν ότι υπάρχουν ορατές και άμεσες λύσεις για το σύνολο των προβλημάτων που γεννούν οι αλλεπάλληλες κρίσεις. Η περίοδος της εκλογικής έκφρασης μιας λαϊκής δυσαρέσκειας, που δεν έχει όμως μια καθαρή προοπτική, έχει περάσει.
Η μεγάλη αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν θέλησε και δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει αποφασιστικά βασικές θεσμικές λειτουργίες του «παραδοσιακού» καθεστώτος, κάτι που θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει ακόμα και κατά τη διάρκεια του τρίτου μνημονίου, και να επιταχυνθεί στη συνέχεια. Στον απολογισμό που υιοθετήθηκε από την Κεντρική Επιτροπή, διαβάζουμε το εξής: «Αν μάθουμε από τα σφάλματα, καλύψουμε τις ολιγωρίες και διορθωθούμε, οι επόμενες εκλογές μπορούν να αποβούν νικηφόρες και εμείς σοφότεροι και περισσότερο αποτελεσματικοί». Παρόλο που σε πολλά σημεία του απολογισμού εξειδικεύονται αυτές οι διαπιστώσεις, δεν έχουν υπάρξει συστηματικές κριτικές και προτάσεις αλλαγής προσανατολισμού σε κρίσιμα θέματα. Αντίθετα, έχουν επιστρέψει τα στελέχη σε αντιπολιτευτικές κριτικές, σε πεδία όπου η θητεία του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν πάντα ούτε πλήρης, ούτε αποτελεσματική.
Από την άλλη μεριά, όμως, οι 34 διανοούμενοι με κριτικές και προτάσεις που είναι τις περισσότερες φορές αξιόλογες και υπό ορισμένες συνθήκες υλοποιήσιμες, δεν συνθέτουν και κατά κανόνα δεν θέλουν να συνθέσουν ένα πολιτικό πόλο, ικανό να δώσει τις στρατηγικές απαντήσεις που δεν προσπαθεί να δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι συγγραφείς της εισαγωγής καλά κάνουν και αναφέρονται στη «μικροαστική και μεσοστρωματική δεσπόζουσα», καθώς όπως δείχνουν οι εσωκομματικές λειτουργίες, σε συνδυασμό με τη στάση απέναντι στο «παραδοσιακό» ελληνικό καθεστώς, η προσέγγιση (και πολλές φορές η φιλοδοξία) που κυριαρχεί είναι αυτή της ένταξης στους μηχανισμούς του υπαρκτού καθεστώτος και όχι η αναζήτηση με συλλογικές μεθόδους ριζικών αλλαγών, που να ανταποκρίνονται στην ιδιαίτερη στρατηγική της Αριστεράς. Συλλογικές μέθοδοι θα μπορούσαν να υιοθετηθούν και εκτός του κομματικού μηχανισμού.
Η επιδίωξη από την πλευρά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, μιας ώσμωσης με την αφρόκρεμα των πασοκικών ή και ανεξάρτητων στελεχών που υιοθέτησαν και ανανέωσαν τις πελατειακές πρακτικές του παραδοσιακού καθεστώτος, επιβεβαιώνει την ύπαρξη και την ισχύ αυτής της κουλτούρας. Το παράδειγμα της Ισπανίας πρέπει να σχετικοποιηθεί. Το σοσιαλιστικό κόμμα δεν έχει καταρρεύσει και δέχεται τις πιέσεις πυκνών δικτύων αυτοοργάνωσης, ριζοσπαστικών δημοτικών παρατάξεων και κινηματικών think tanks, ενώ οι Unidas Podemos είναι απευθείας κληρονόμοι των «αγανακτισμένων». Στην Ελλάδα, ο χώρος του ιστορικού ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτός που διατηρεί ακόμα δυνατότητες προγραμματικής ανανέωσης και ριζοσπαστικού σχεδιασμού, σε σχέση με τις ορατές ανάγκες πολιτικών υποστήριξης των λαϊκών τάξεων και ολόκληρων των κοινωνιών, απέναντι στις διαδοχικές κρίσεις που προκαλεί η συνολικότερη καπιταλιστική κρίση.
Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν* Στο βιβλίο γράφουν οι: Λουκία Αργυριάδου, Γιώργος Βελεγράκης, Σίσσυ Βωβού, Γιάννος Γιαννόπουλος, Νίκος Γιαννόπουλος, Ηρώ Διώτη, Θόδωρος Ζδούκος, Ηλίας Ιωακείμογλου, Λευτέρης Καρχιμάκης, Τόνια Κατερίνη, Απόστολος Καψάλης, Γιάννης Κιμπουρόπουλος, Κυριακή Κλοκίτη, Γιάννης Κουζής, Βαγγέλης Κουμαριανός, Νίκος Κουραχάνης, Χαράλαμπος Κουρουνδής, Πάνος Κοσμάς, Χρήστος Λάσκος, Γιάννης Μαυρής, Αλέξης Μπένος, Νάγια Νικολάου, Αντώνης Νταβανέλος, Ντίνος Παντελίδης, Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, Βασίλης Παπαστεργίου, Εύη Πάτκου, Δώρα Σταθοπούλου, Πέτρος Σταύρου, Παναγιώτης Σωτήρης, Σταύρος Τομπάζος, Θόδωρος Φέστας, Αποστόλης Φωτιάδης, Γιώργος Χαρίσης, Δημήτρης Χριστόπουλος.