Τα 90 του χρόνια έκλεισε φέτος ο σπουδαίος σκηνοθέτης Πίτερ Μπρουκ και μια εκπληκτική πορεία 70 χρόνων στο θέατρο και τον κινηματογράφο που συνεχίζεται. Στις 15 Σεπτεμβρίου, ανεβαίνει σε παραγωγή του Young Vic το έργο «Battlefield»που αντλεί την έμπνευσή του από ένα μέρος του Μαχαμπαράτα, που είχε παρουσιαστεί τον Ιούλιο του 1985, στο φεστιβάλ της Αβινιόν. Αυτή η νέα μικρή παραγωγή προκύπτει «λόγω της παγκόσμιας κατάστασης σήμερα», δήλωσε στον «Guardian» η επί χρόνια συνεργάτρια του Μπρουκ, Μαρί Ελέν Εστιέν, κι αφού θα ήταν αδύνατον λόγω κόστους να ανέβει και πάλι το Μαχαμπαράτα.

Μας δίνεται έτσι η ευκαιρία να αναφερθούμε σχεδόν αποκλειστικά σε αυτή την παράσταση/σταθμό, ακριβώς «λόγω της κατάστασης του κόσμου», και καθώς δεν θα γινόταν να συμπεριλάβουμε σε αυτό το άρθρο τη θεατρική και κινηματογραφική πορεία του πιο ανατρεπτικού, ενδεχομένως, μεταπολεμικού σκηνοθέτη.

Το Μαχαμπαράτα, το 9ωρο αριστούργημα του Πίτερ Μπρουκ, βασίζεται στο ομώνυμο ινδικό έπος, που σημαίνει «μεγάλη Ινδία» ή «η ιστορία της ανθρωπότητας». Στην Ινδία, όλα μεταβιβάζονται από τη μία γενιά στην άλλη, μέσω της προφορικής παράδοσης, και το Μαχαμπαράτα είναι μια συλλογή ιστοριών που χρονολογούνται 3.000, 3.500 χρόνια πριν, και όλες γυρίζουν γύρω από μια οικογένεια που η εξουσία χωρίζει στα δύο. Μέσα από αυτές τις ιστορίες παρουσιάζονται πανανθρώπινες καταστάσεις που συναντάμε σε όλα τα μεγάλα επικά ποιήματα της αρχαιότητας και αφορούν τη γέννηση ηρώων και θρύλων, το διχασμό που σπαράσσει την οικογένεια και τον πόλεμο που οδηγεί στην εξόντωση.

Μια πολύ δύσκολη ανασύνθεση

Στην Αβινιόν το έργο παρουσιάστηκε ολόκληρο την ίδια μέρα, άρχισε το σούρουπο και τέλειωσε την αυγή. Το Μαχαμπαράτα, κατά τον Μπρουκ «δεν είναι απλώς μια σπουδαία προφορική παράδοση και μια σειρά από σπουδαία βιβλία που βασίζονται σ’ αυτήν. Είναι ένα τεράστιος καμβάς που καλύπτει όλες τις όψεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Σε αυτό βρίσκουμε απαντήσεις για τη ζωή μας με τρόπο που είναι σύγχρονος και άμεσος μαζί. Επί χιλιάδες χρόνια το Μαχαμπαράτα μας δείχνει, πάντα με απρόσμενο τρόπο, πώς να ανοίγουμε τα μάτια μας σε ό,τι απαιτεί η πραγματικότητα».
Και η πραγματικότητα στη σύγχρονη εποχή, είχε πει παλιότερα, παρουσιάζεται θρυμματισμένη, χαοτική, όπου είναι αδύνατο να δηλώσεις οτιδήποτε γιατί όπως είναι τώρα η δυτική κοινωνία δεν μπορείς παρά να δηλώνεις ψέματα. «Σκοπός του θεάτρου είναι να δημιουργήσει ένα ζωντανό συμβάν. Αυτό σημαίνει ένα συμβάν όπου όλα τα θραύσματα ξαφνικά ενώνονται και κάποιες στιγμές αυτός ο θρυμματισμένος κόσμος ανασυνθέτεται και για λίγο γίνεται ένα».
Μια ανασύνθεση πολύ δύσκολη στη Δύση. Στο κέντρο της ινδικής φιλοσοφίας, για παράδειγμα, υπάρχει η αντίληψη ότι η ζωή σου ακουμπά εξ ολοκλήρου στους ώμους σου. Στη δυτική σκέψη είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τη συνύπαρξη πεπρωμένου, τύχης αλλά και ελεύθερης βούλησης. Στη δυτική σκέψη το ένα αποκλείει το άλλο.



 

Ένας πολυπρόσωπος αφηγητής

Η έρευνα για το Μαχαμπαράτα είχε ξεκινήσει σχεδόν δέκα χρόνια πριν από την παρουσίασή του, μετά το πολύμηνο ταξίδι όλου του θιάσου στην Αφρική. Ο συγγραφέας Ζαν Κλοντ Καριέρ επί τρία χρόνια μελέτησε το απέραντο υλικό του Μαχαμπαράτα από τις μεταφράσεις του 19ου αιώνα, ενώ με τον Πίτερ Μπρουκ, αφού διάβασαν ένα μεγάλο μέρος του έπους, ταξίδεψαν στην Ινδία για να έρθουν σ’ επαφή με τις εικόνες και τους ήχους της χώρας. Για τον Μπρουκ τίποτα δεν θα ήταν χειρότερο από το να αντιγράψουν τις ιστορίες του έπους, σύμφωνα με ένα ξένο προς εμάς πνεύμα. Ο Καριέρ διαμόρφωσε το θεατρικό έργο στη διάρκεια των δοκιμών, μια διαδικασία, όπως είχε πει, που βρισκόταν στον αντίποδα της μοναχικής δουλειάς του συγγραφέα.
Η πολυπληθής ομάδα που εργάστηκε μαζί επί τέσσερα χρόνια απαρτιζόταν από ηθοποιούς που προέρχονταν από Ινδία, Γαλλία, Αφρική, Πολωνία, Ελλάδα, Ιαπωνία, Μπαλί… Σε αυτό το θίασο κανένας δεν θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον άλλο γιατί ο καθένας ήταν μοναδικός∙ όπως είχαν επισημάνει οι ηθοποιοί, μεταφέροντας ο καθένας τη δική του κουλτούρα, γλώσσα, χρώμα, διαφορετικότητα, ζωντάνια και, παίζοντας σε άλλη γλώσσα από τη μητρική, αναζητώντας έτσι το νόημα και την αίσθηση της γλώσσας, ανακάλυπταν μέσω των ήχων των άλλων ηθοποιών διαφορετικούς και πλουσιότερους τρόπους να μιλήσουν οι ίδιοι.
Σε μια συνέντευξή του, το 1987, ο Μπρουκ παρέβαλε την ομάδα των ηθοποιών του με έναν πολυπρόσωπο αφηγητή, αφού είναι αυτός που έχει την άμεση επαφή με τους θεατές και τους προκαλεί να μπουν στο μυστικό κόσμο της φαντασίας του. Αυτή η έρευνα, όμως, για τη σκηνική ελευθερία του αφηγητή, για τον Μπρουκ συνδέεται άμεσα με τον «κενό χώρο» του ελισαβετιανού θεάτρου, και αναφέρεται τόσο στο φυσικό χώρο όσο και στη διαθεσιμότητα του ηθοποιού.

Η αόρατη αλήθεια

Ως δυτικός, μη κατέχοντας μια Μεγάλη Παράδοση που να συντηρεί τη μνήμη και την εμπειρία της ταυτότητας, ο Μπρουκ ήδη από τη δεκαετία του ’60 επικεντρώνεται στη ζωντανή σχέση ανάμεσα στον ηθοποιό και τους θεατές και μια σημαντική παράσταση θα είναι ο Βασιλιάς Ληρ, όπου καταστρέφει τη σκηνογραφία και μεταφέρει το ενδιαφέρον από το θέμα και από τη παντοδυναμία του σκηνοθέτη, ειδικά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, στη σχέση ηθοποιού - θεατή. Όπως γράφει η δραματουργός Μαρτίν Μιγιόν «ο Βασιλιάς Ληρ αποτελεί τομή γιατί ο ρόλος του σκηνοθέτη δεν είναι πλέον να εκφράσει την οπτική του αλλά ν’ αφήσει να αναδυθεί η αόρατη, εσωτερική αλήθεια του κειμένου, της οποίας μόνο ο ηθοποιός είναι σε θέση να αντιληφθεί τα αδιόρατα ρεύματα [...] και η φαντασία των θεατών».
Ο Σέξπιρ θα παραμείνει το μοντέλο, το σταθερό σημείο αναφοράς και στη συνέχεια, όταν ο Μπρουκ το 1970 στο Παρίσι δημιουργεί μαζί με πολύτιμους συνεργάτες, όπως η Μιζελίν Ροζάν, ο Ζαν Κλοντ Καριέρ, η Χλόη Ομπολένσκι, και σπουδαίους ηθοποιούς από όλο τον κόσμο, όπως η γυναίκα του Νατάσα Πάρι, που τον περασμένο Ιούλιο έφυγε από τη ζωή, ο Μπρους Μάγιερς, ο Γιόσι Οΐντα, το Centre International de Recherches Théâtrales που στεγάζεται ακόμα στο Les Bouffes du Nord∙ «το θαύμα των ελισαβετιανών κειμένων» έχει πει «βρίσκεται στο ότι παρουσιάζουν όλες τις όψεις του ανθρώπου την ίδια στιγμή. Μια απλή κατάσταση μπορεί να μας δημιουργήσει μεγάλη εσωτερική αναστάτωση, ταυτόχρονα, όμως, είμαστε σε θέση να παρατηρούμε, να σχολιάζουμε, να στοχαζόμαστε».

Η σιωπή μέσα μας

Ο Πίτερ Μπρουκ, που στα είκοσί του, περίπου, εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο, στην Οξφόρδη -σε συνέντευξή του, χρόνια αργότερα, στο Channel 4, χαμογελώντας, θα αποκαλέσει το κατεστημένο του πανεπιστημίου «μαφιόζικο»- ανέλαβε την πρώτη του θεατρική σκηνοθεσία σε ένα μικρό θέατρο και, την πρώτη μέρα, προσπερνώντας την παραδοσιακή ανάγνωση του έργου στο τραπεζάκι, ζήτησε από τον ηθοποιό μαζί με τις ατάκες του να εκτελεί και μια σειρά από κινήσεις, προκαλώντας έτσι την ευγενική παραίνεση της διευθύντριας του θεάτρου: «Δεν δουλεύουμε έτσι με τους ηθοποιούς…».
Με μεγάλες αναφορές στον Σαίξπηρ, τον Αρτώ και το θέατρο της σκληρότητας, το Living Theatre, μεταξύ άλλων, και «συνοδοιπόρους» τον Γιέρζι Γκροτόφσκι και τον Εουτζένιο Μπάρμπα, αποποιούμενος το ρόλο του «δασκάλου», αποφεύγοντας τα κλισέ, ανατρέποντας καθιερωμένες αντιλήψεις για τον ηθοποιό, ξεκίνησε από το μηδέν: «Δεν πρέπει ο ηθοποιός να χτίζει τον ρόλο αλλά το αντίθετο, μέχρι να φτάσει στη σιωπή που υπάρχει μέσα του… [...]. Ποτέ δεν πίστεψα σε μία μόνο αλήθεια, ούτε δική μου, ούτε άλλων. Είμαι σίγουρος ότι όλες οι σχολές, όλες οι θεωρίες μπορεί να φανούν χρήσιμες, συγκεκριμένες στιγμές και εποχές. Ανακάλυψα, όμως, ότι δεν μπορείς να ζήσεις αν δεν είσαι παθιασμένα και απόλυτα ταυτισμένος με μια οπτική γωνία, την οποία πρέπει να υπερασπίζεσαι με κάθε κόστος».

Πρόσφατα άρθρα ( Θέατρο )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet