Με αφορμή την περιοδεία της παράστασης «Το παγκάκι» του Αλεξάντερ ΓκέλμανΔύο άγνωστοι συναντιούνται σε ένα πάρκο και κάθονται στο ίδιο παγκάκι. Είναι όμως πραγματικά άγνωστοι; Μπορεί κάποτε να ήταν κάτι άλλο; Είναι τυχαία αυτή η συνάντηση ή όχι; Μήπως έχουν επινοήσει μια ζωή που δεν μπόρεσαν ποτέ να ζήσουν;Μετά από ένα κύκλο επιτυχημένων παραστάσεων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, «Το παγκάκι» του Αλεξάντερ Γκέλμαν, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιμούλη, με τον ίδιο και την Φωτεινή Μπαξεβάνη ταξιδεύει σε όλη την Ελλάδα, προσπαθώντας να διαπραγματευτεί το ερώτημα αν οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν μαζί.Με αφορμή την περιοδεία της παράστασης, ο Γιώργος Κιμούλης μιλά στην «Εποχή» για το έργο, το ζήτημα της κοινωνικής απόστασης και το σήμερα.Τη συνέντευξη πήρε η
Ράνια ΠαπαδοπούλουΤι σας ενέπνευσε ώστε να ανεβάσετε το συγκεκριμένο έργο;Όταν επιλέγω ένα έργο, έχει άμεση σχέση με τον προβληματισμό που έχω, την περίοδο που επιλέγω το έργο, και τα ερωτήματα που ακούω από τον περιβάλλοντα χώρο μου. Με λίγα λόγια, δεν με ενδιαφέρει να φτιάξω ένα βιογραφικό, ασχέτως αν το έχω φτιάξει ίσως επειδή δεν με ενδιαφέρει. Άρα, αυτό το οποίο με ενέπνευσε είναι καταρχάς το θέμα του έργου, γιατί έχει άμεση σχέση με τον προβληματισμό τον οποίο έχω αυτόν τον καιρό. Η ερώτηση εάν οι άνθρωποι μπορούν πλέον να ζουν μαζί και, αν το έχουν τόσο μεγάλη ανάγκη, γιατί δεν μπορούν. Ποιος είναι αυτός ο εσώκλειστος νέος άνθρωπος που έχει διαμορφωθεί; Τι είναι αυτό που φοβάται και, αντί να επιτρέψει στον εαυτό του να ανοιχτεί προς τους άλλους, κλείνεται όλο και πιο πολύ; Αυτό είναι το θέμα του έργου. Το ιδιοφυές εκ μέρους του συγγραφέα είναι ότι αυτό το τόσο σοβαρό θέμα, το αναπτύσσει χρησιμοποιώντας το εργαλείο της κωμωδίας, γιατί «Το παγκάκι» είναι μια σπουδαία κωμωδία.
Ταυτόχρονα είναι και αλληγορία, εφόσον αναφέρεται σε μια κοινωνία που ασφυκτιά μέσα σε ένα καθεστώς και αναζητά μια νέα αρχή.Ναι, παλαιότερα οι άνθρωποι όταν ασφυκτιούσαν λειτουργούσαν ενεργητικά. Τώρα δυστυχώς, αυτός ο νέος ανθρωπολογικός τύπος λειτουργεί με περίεργη απάθεια, ατονία και έχει ως όπλο αντίδρασης μόνο την αυτοειρωνεία, το να λέει ανέκδοτα και να κινείται στο πλαίσιο σχεδόν του κυνισμού. Αυτό είναι καταστροφικό. Ο σύγχρονος άνθρωπος πρέπει ξανά να σκεφτεί τι είναι αυτό με το οποίο γελάει. Παλιά έλεγαν πως το γέλιο αφοπλίζει. Εννοώντας πως αφοπλίζει αυτόν που έχει την εξουσία. Δυστυχώς όμως στην εποχή μας δεν ξέρουμε ποιο είναι ακριβώς το αντικείμενο αυτής της φράσης. Ποιον αφοπλίζει; Αυτόν με τον οποίο γελάμε; Ή μήπως αφοπλίζει αυτόν που συνέχεια γελάει; Πολύ φοβάμαι ότι στη σύγχρονη εποχή συμβαίνει το δεύτερο.
Αυτό μπορεί να ανατραπεί;Ναι. Αν συνειδητοποιήσει ο παραιτημένος άνθρωπος τη γελοιότητά του.
Και πόσο εύκολο είναι για κάποιον να αποδεχθεί αυτή τη γελοιότητα; Μάλιστα, αν λάβουμε υπόψη μας και το συγκεκριμένο έργο, το ψέμα μετατρέπεται σε αλήθεια.Δεν έχει μόνο σχέση με το ψέμα ή την αλήθεια. Έχει σχέση με την ανθρώπινη υπόσταση. Αν ο άνθρωπος καταλάβει ότι αυτό το πέσιμο τον έχει σχεδόν εγκαταστήσει στα τέσσερα άκρα του –μια εικόνα βίαιη μεν, γελοία δε– και παραμένει εκεί, τότε αμέσως θα καταλάβει και την πραγματική έννοια της λέξης επανάσταση, που είναι το επί - ανά και ίσταμαι. Δηλαδή, για άλλη μια φορά σηκώνομαι. Όσες φορές και αν πέφτουμε, οφείλουμε να σηκωνόμαστε και πάλι όρθιοι. Γιατί το αντίθετο, το να παραμένουμε στα τέσσερα, μας καθιστά γελοίους.
Οι ήρωες του έργου είναι ανώνυμοι. Γιατί κάνει αυτή την επιλογή ο συγγραφέας;Ή λένε ψέματα. Για πολλούς λόγους. Καταρχάς, η ανωνυμία μέσα στο έργο είναι ένας τρόπος, που τον έχει αναπτύξει με τρομακτική επιτυχία και ακρίβεια ο Πίντερ. Πιστεύω όμως ότι ο Γκέλμαν χρησιμοποιεί αυτή την ανωνυμία ή την αλλαγή των προσώπων –γιατί αυτός λέει διαρκώς άλλα ονόματα– για έναν πολύ πιο απλό λόγο. Μία από τις αιτίες που εμείς οι άνθρωποι δεν μπορούμε να ζήσουμε μαζί είναι γιατί, ενώ ξέρουμε τι είμαστε στην πραγματικότητα και τι θα θέλαμε να γίνουμε, πριν γίνουμε αυτό που θέλουμε, αρχίζουμε να μιμούμαστε σαν να έχουμε γίνει ήδη και βλέπουμε ότι αυτό περνάει και συνεχίζουμε να το κάνουμε, με αποτέλεσμα να μη γίνουμε ποτέ αυτό που θα θέλαμε να γίνουμε. Δεν μας περνάει όμως από το μυαλό ότι ο απέναντί μας βλέπει ότι δεν έχουμε γίνει αυτό το οποίο καμωνόμαστε και δεν μας το λέει γιατί κάνει και αυτός το ίδιο. Άρα αυτό το ψέμα: άλλο είμαι, άλλο παριστάνω ότι είμαι, για να γίνω πιο σημαντικός και στα μάτια σου και στα μάτια μου, είναι μία από τις βασικές αιτίες που οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν μαζί ή τουλάχιστον που η διάρκεια του «μαζί» είναι πάρα πολύ μικρή. Γιατί κάποια στιγμή οι μάσκες αυτές πέφτουν.
Το κίνημα «Support Art Workers» πιστεύετε ότι έχει μέλλον;Είναι ένα κίνημα πολύ σημαντικό και αναγκαίο τη στιγμή που έγινε, αλλά πάντα το κάθε κίνημα οφείλει κάποια στιγμή να οργανωθεί με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να μην έχει μόνο καταγγελτική στάση, αλλά να μπορεί η καταγγελία να γίνει κάτι άλλο. Να επιφέρει ουσιαστική αλλαγή στα πράγματα. Αυτό έχει άμεση σχέση με ό,τι μας εκπροσωπεί ως ηθοποιούς, όπως το σωματείο μας. Έγιναν πρόσφατα εκλογές. Ας ελπίσουμε πως το νέο διοικητικό συμβούλιο θα μπορέσει να δει τα πράγματα με έναν τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε να βοηθήσει να γίνουν οι αναγκαίες αλλαγές. Το τοπίο στον εργασιακό μας χώρο, και ιδίως στο χώρο του θεάτρου, είναι ζοφερό. Ο χώρος μας ήταν διαλυμένος και προ κορονοϊού, γονάτισε στα μνημόνια. Τάση προς τα κάτω είχε και προ μνημονίου, καταρχάς με τη διάλυση και διαγραφή των συλλογικών συμβάσεων. Σωματείο χωρίς συλλογική σύμβαση είναι ουσιαστικά σωματείο χωρίς όπλο.
Και τώρα;Τώρα τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα π��ο πολύ. Ο ηθοποιός είναι εποχικό επάγγελμα. Εάν τώρα στο δυστοπικό περιβάλλον της εργασίας μας –μισθοί πείνας, ανασφάλιστη εργασία– προστεθεί και η περίφημη εκ περιτροπής εργασία, το ελεύθερο ωράριο, τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα. Έρχεται και η περίφημη, χυδαία κατά τη γνώμη μου, φράση «κοινωνική απόσταση», κάτι που πάει να διαλύσει όλον τον κοινωνικό ιστό, και παρέα με την έννοια της τηλεργασίας επιχειρούν να αλλοιώσουν συνολικά την ίδια την τέχνη του θεάτρου. Εκεί χρειάζεται ένα δυνατό σωματείο.
•