**Νομοσχέδιο χουντικής εμπνεύσεως κατέθεσε η κυβέρνηση της ΝΔ για το στραγγαλισμό του δικαιώματος του συνέρχεσθαιΝομοσχέδιο για την απαγόρευση, ουσιαστικά, των διαδηλώσεων κατάθεσε η κυβέρνηση της ΝΔ την περασμένη εβδομάδα στη βουλή, όπως αναμενόταν εδώ και καιρό, επιλέγοντας όμως τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, εν μέσω θέρους, με τον κόσμο ακόμα μουδιασμένο από την πανδημία και τα πρόσφατα μέτρα περιορισμού των κινήσεών του, τα πανεπιστήμια κλειστά και τους εργαζόμενους να προσπαθούν να επιβιώσουν από τις επιπτώσεις του κορονοϊού, όπως και των κυβερνητικών μέτρων, στην οικονομία.
Μεταγλώττιση του χουντικού νόμουΤο πιο προκλητικό, ίσως, χαρακτηριστικό του νομοσχεδίου είναι ότι παραπέμπει ευθέως στο σχετικό χουντικό νόμο. «Το ζήτημα είναι για ποιο λόγο, εφόσον αποφάσισε η κυβέρνηση να κάνει ένα νέο πλαίσιο για τη ρύθμιση των διαδηλώσεων, που θα έπρεπε να είχε γίνει και από προηγούμενες κυβερνήσεις, επέλεξε να κάνει μια απλή μεταγλώττιση των χουντικών διατάξεων. Αυτό δείχνει τουλάχιστον την έλλειψη δημοκρατικής ευαισθησίας, όπως και ρεαλισμού σε σχέση με το τι χρειάζεται σήμερα ένα σύγχρονο δημοκρατικό πλαίσιο για τις διαδηλώσεις», σημειώνει στην «Εποχή» η Σοφία Βιδάλη, καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, προσπάθησε κατά τη συζήτηση της Τετάρτης στην αρμόδια επιτροπή της βουλής να δικαιολογηθεί για το γεγονός αυτό, λέγοντας πως ούτως ή άλλως καμία κυβέρνηση δεν αντικατέστησε νομοθετικά το χουντικό νόμο του 1971 μετά τη μεταπολίτευση και πως είναι ανοιχτός σε βελτιωτικές προτάσεις, κλείνοντας το μάτι στο ΚΙΝΑΛ, που επιφυλάσσεται, μαζί με την ακροδεξιά Ελληνική Λύση, για τη στάση που θα κρατήσει κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου στην Ολομέλεια την επόμενη Πέμπτη.
Έντονες αντιδράσειςΑντίθετα, σφοδρή ήταν η αντίδραση των κομμάτων της αριστεράς στη βουλή, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΜεΡΑ25, με τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Δημήτρη Τζανακόπουλο, να καλεί την κυβέρνηση να αφήσει τα κροκοδείλια δάκρυα για τους καταστηματάρχες, όπως προβάλει η ΝΔ ότι είναι η αιτία κατάθεσης του περιορισμού των διαδηλώσεων, αφού «στην πραγματικότητα δεν σας καίγεται καρφί γι’ αυτούς. Και το αποδείξατε με τον τρόπο που διαχειρίζεστε την οικονομική κρίση που παράγει μια ζοφερή κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα (…) Ο κύριος λόγος είναι ότι κάτι φοβάστε. Φοβάστε την κοινωνική έκρηξη που είναι προ των πυλών».
Αντίστοιχες αντιδράσεις εκδηλώνονται και εκτός βουλής, τόσο από τα πολιτικά κόμματα, όσο και από κοινωνικούς φορείς, το φοιτητικό κόσμο, συλλογικότητες, κινήσεις πολιτών και συνδικαλιστικές ενώσεις, που αναγιγνώσκουν διαφορετικά αίτια για την κατάθεση του νομοσχεδίου από αυτά που προσπαθεί να προβάλλει η κυβέρνηση. «Η ΝΔ συνεχίζει με αυτό το νομοσχέδιο την πολιτική της για τον περιορισμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων, κάτι που ξεκίνησε με το που ανέλαβε τη διακυβέρνηση. Αφού κατήργησε ουσιαστικά τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ακύρωσε τη διαιτησία, ακύρωσε την επεκτασιμότητα, δυσχέρανε τη λειτουργία των συνδικάτων και προχώρησε και σε άλλες αντεργατικές διατάξεις με αφορμή την περίοδο του κορονοϊού, θέλει τώρα να προλάβει τις αντιδράσεις που έρχονται για την πολιτική της, αφού τίποτα από αυτά δεν θα μείνει αναπάντητο από τους εργαζόμενους», εξηγεί στην «Εποχή» ο Θάνος Βασιλόπουλος, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΓΣΕΕ και πρόεδρος της ΠΑΣΕΝΤ.
Τη συνέχεια της κυβερνητικής προσπάθειας κάμψης των κοινωνικών αντιδράσεων που δεν αφορά μόνο τους εργαζόμενους, αλλά και τη νεολαία, βλέπει και ο Σωτήρης Αλεξίου, γραμματέας της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ: «Η κυβέρνηση έχει επιτεθεί από την πρώτη στιγμή στη νέα γενιά και στις κινηματικές διεργασίες που πορεύονται από αυτήν, είτε με το νόμο για το άσυλο, είτε με την αστυνομική βία στις πλατείες, στην ΑΣΟΕΕ, ακόμα και στα κλαμπ και τους κινηματογράφους, καθώς η νεολαία είναι από τις κατεξοχήν ομάδες που πετά στο περιθώριο με την πολιτική της, αλλά και που αντιστέκεται σε αυτόν το σκοταδισμό. Η κυβέρνηση τώρα έρχεται με αυτό το νομοσχέδιο να συμπληρώσει αυτή τη στρατηγική».
Πέραν των πρακτικών στοχεύσεων της κυβέρνησης που εξυπηρετούνται από το νομοσχέδιο, αποτυπώνεται, όπως τονίζει ο Γιώργος Πετρόπουλος αντιπρόεδρος της ΑΔΕΔΥ, και η αντίληψή της για το δημόσιο χώρο. «Το νομοσχέδιο δείχνει την αντιδημοκρατική αντίληψη της κυβέρνησης τόσο για τα δικαιώματα των πολιτών, όσο και για το δημόσιο χώρο. Πρόκειται για μια διεθνή νεοφιλελεύθερη αντίληψη που περιορίζει τον ίδιο το δημόσιο χώρο και τη χρήση του σε πολύ συγκεκριμένους σκοπούς. Έχει βέβαια και ρίζες που αφορούν συγκεκριμένα στην Ελλάδα και στο ιδεολόγημα του τέλους της μεταπολίτευσης, της οποίας ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αποτελεί η κοινωνική διαμαρτυρία, που χρόνια προσπαθούν να απαξιώσουν ως δικαίωμα».
Κουλτούρα φόβου και αποτροπήΠαρά τις κοινωνικές ενστάσεις, η κυβέρνηση, δια μέσω Χρυσοχοΐδη, επιμένει πως πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που βασίζεται στην αρχή της αναλογικότητας, διασφαλίζοντας τόσο την κοινωνικοοικονομική ζωή και τη δημόσια ασφάλεια, όσο και το πολιτικό δικαίωμα του συνέρχεσθαι, ισχυριζόμενη πως «ουδεμία διάταξη του νομοσχεδίου εμποδίζει τις διαδηλώσεις». Αναλύοντας, όμως, το κάθε άρθρο, εύκολα διακρίνει κάποιος πως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Αρχικά, το νομοσχέδιο ορίζει την ύπαρξη συγκεκριμένου οργανωτή, που θα καταθέτει αίτημα άδειας στην αστυνομία για την πραγματοποίηση συγκέντρωσης διαμαρτυρίας. Αυτός θα είναι υπεύθυνος για οποιαδήποτε δράση, οποιουδήποτε προσώπου μετέχει στην πορεία και αν εντοπίσει διαδηλωτές με «αντικείμενα πρόσφορα για την άσκηση βίας», θα πρέπει να φωνάξει την αστυνομία να τους απομακρύνουν. Σε περίπτωση δε που συμβεί το οτιδήποτε παράνομο κατά τη διάρκεια της πορείας, πχ φθορά περιουσίας, θα είναι αυτός που θα πρέπει να καταβάλει τις αποζημιώσεις.
«Πρώτον, δεν φαίνεται να υπάρχει αντιστοίχηση των διατάξεων με τη βιωμένη εμπειρία του δικαιώματος της διαμαρτυρίας. Επίσης, ενώ η κυβέρνηση μιλά για την αρχή της αναλογικότητας, οι διατάξεις που προβλέπονται έχουν πρόβλημα ακριβώς σε αυτό το επίπεδο. Πρόκειται για δυσανάλογη απειλή ο οργανωτής να πρέπει να προβλέψει τον όγκο και τι θα γίνει σε μια συγκέντρωση, αλλιώς θα είναι υπεύθυνος για τυχόν αποζημιώσεις. Δίνεται, δηλαδή, δυσανάλογο βάρος στην έννοια της περιφρούρησης μιας συγκέντρωσης, δεν γίνεται να αποτελεί μια τόσο βαριά ευθύνη που θα φέρει κυρώσεις», εξηγεί ο Κωστής Παπαϊωάννου, εκπαιδευτικός και τέως πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Δίνοντας τον προβληματικό χαρακτήρα της διάταξης με ένα παράδειγμα, ο Γιώργος Πετρόπουλος περιγράφει: «Αν ίσχυε κάτι τέτοιο στη μεγάλη πορεία της 5ης Μαΐου του 2010, η ΑΔΕΔΥ που είχε κάνει το κάλεσμα, θα έπρεπε να αστυνομεύσει περίπου 500.000 ανθρώπους. Μέσα σ’ αυτή τη λαοθάλασσα θα έπρεπε να εντοπίσει αυτούς που είχαν ράβδους και μολότοφ και θα μπορούσε να κάνει τι; Τίποτα προφανώς, ούτε ο ρόλος της είναι, και είναι και πολύ επικίνδυνο. Παρόλ’ αυτά, με το νομοσχέδιο θα χρεωνόταν όλες τις ζημιές που έγιναν και τους νεκρούς της Μαρφίν». Το συμπέρασμα, λοιπόν, όπως τονίζει, είναι ότι «ζητούμενο του νομοσχεδίου είναι να λειτουργήσει αποτρεπτικά, να δημιουργήσει μια κουλτούρα φόβου και ο κάθε πολιτικός, κοινωνικός, συνδικαλιστικός κτλ φορέας να διστάζει να καλέσει σε διαδήλωση».
Μιλώντας δε επί του πραγματικού πεδίου βάσει κοινωνικής εμπειρίας, σημειώνεται από το Θάνο Βασιλόπουλο πως «μην ξεχνάμε ότι ζημιές στις πορείες δεν γίνονται μόνο από τους “μπαχαλάκηδες”, αλλά -όπως πολύ καλά γνωρίζουμε- πολλές φορές πρόκειται για προβοκάτσιες από ασφαλίτες, τις οποίες τώρα θα χρεώνεται ο οργανωτής φορέας».
Ιδιώνυμο η συμμετοχή σε ελεύθερη διαδήλωσηΤαυτόχρονα δε με την εισαγωγή της έννοιας του οργανωτή και της έγκαιρης κατάθεσης αίτησης για άδεια αποκλείεται η δυνατότητα πραγματοποίησης «αυθόρμητων συναθροίσεων» για συγκεκριμένα «αιφνίδια γεγονότα κοινωνικής σημασίας», όπως ορίζεται από το νομοσχέδιο, που δύναται να γίνουν μόνο «εφόσον δεν διαφαίνονται κίνδυνοι διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας ή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Στην περίπτωση αυτή η αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή καλεί τους συμμετέχοντες να ορίσουν οργανωτή».
Όροι, δηλαδή, που όσον αφορά τους «κινδύνους» είναι αρκετά γενικόλογοι και άρα εύκολα επικαλούμενοι, και όσον αφορά τον οργανωτή, πρακτικά αδύνατοι τις περισσότερες φορές. Παρόλ’ αυτά, όμως, αν κάποιος μετέχει σε τέτοια πορεία (κοινώς σε διαδήλωση όπως τη γνωρίζουμε μέχρι σήμερα) μπορεί να συλληφθεί και να του ασκηθεί ποινή ενός έτους φυλάκισης. Η συμμετοχή, δηλαδή, σε ελεύθερη διαδήλωση καθίσταται ιδιώνυμο αδίκημα, όπως στη χούντα.
«Εφόσον δίνει τη δυνατότητα στην αστυνομία να κρίνει αν μια πορεία μπορεί να προκαλέσει επεισόδια, σημαίνει ότι ανάλογα με τη διάθεσή της μπορεί να τη διαλύσει και πριν καν ξεκινήσει. Με αυτή τη διάταξη, η κυβέρνηση προσπαθεί να τρομοκρατήσει τον κόσμο να μη συμμετάσχει στις πορείες και να κάμψει κάθε κινηματική διάθεση του κόσμου», σημειώνει ο Σωτήρης Αλεξίου. Προσθέτει δε πως το ενδεχόμενο διάλυσης της πορείας από την αστυνομία επειδή απλά θα θέλει, και θα μπορεί πια, είναι εξαιρετικά πιθανό, αφού «η συνδικαλιστική ηγεσία της αστυνομίας έχει δώσει ήδη τις ευλογίες της σε αυτό το νομοσχέδιο, κάνοντας φανερή τη στάση που θα κρατήσει, αλλά και τους συντηρητικούς και ακροδεξιούς θύλακες που υπάρχουν στην αστυνομία, που δεν κατάφερε να σπάσει ούτε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, και οι σημερινοί κυβερνώντες τους δίνουν όλα τα όπλα πια για να καθορίσουν αυτοί τις πολιτικές αποφάσεις και την άσκηση δικαιωμάτων».
«Η κυβέρνηση δημιουργεί τώρα την έννοια της απαγορευμένης διαδήλωσης. Όπως έκαναν και παλαιότερα με τον κουκουλονόμο, πάλι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την κοινωνική δυσαρέσκεια τυποποιώντας μια συμπεριφορά σαν έγκλημα, και, όπως παλαιότερα θα αποτύχουν, γιατί δεν μπορεί να λυθεί έτσι κανένα πρόβλημα. Ο νόμος πέραν από κατασταλτικός, είναι και πρόχειρος», τονίζει η Σοφία Βιδάλη.
Πολιτικοί χώροι εκτός νομιμότηταςΜε αυτόν τον τρόπο, βέβαια, όχι απλά θα καταστέλλονται οι πορείες, αλλά «ολόκληροι πολιτικοί χώροι αμφισβήτησης θα τεθούν εκτός νομιμότητας, αφού για αρκετούς χώρους αυτή η μορφή δράσης αποτελεί τον κύριο τρόπο δημόσιας παρέμβασής τους», εξηγεί ο Κωστής Παπαϊωάννου. «Το νομοσχέδιο αντιμετωπίζει τις πορείες με το πνεύμα της δεκαετίας του ’70. Ζώντας στο 2020 δεν έχουμε μόνο τα κλασσικά πολιτικά υποκείμενα, πχ κόμματα, συνδικαλιστικές οργανώσεις κτλ. Υπάρχουν και αυτόνομα κινήματα, κινήσεις πολιτών, συλλογικότητες, καλέσματα από μέσα κοινωνικής δικτύωσης κ.α. Εκεί, λοιπόν, τι σημαίνει ο όρος οργανωτής και πώς τίθεται το ζήτημα δράσης της κοινωνίας των πολιτών;».
Και για δώσουμε πάλι ένα παράδειγμα, ας θυμηθούμε το 2008 τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου από αστυνομικό και τις διαδηλώσεις που είχαν πραγματοποιηθεί την επόμενη κιόλας μέρα, όχι από επίσημα καλέσματα, αλλά από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με βάση αυτές τις διατάξεις, πόσο πιθανό είναι η αστυνομία να άφηνε να πραγματοποιηθεί μια τέτοια πορεία κατά της αστυνομικής βίας;
Παντοδυναμία στην αστυνομίαΤο οξύμωρο, άλλωστε, αυτής της φράσης παρουσιάζει και ένα σημαντικό προβληματικό σημείο του νομοσχεδίου. Πώς είναι δυνατόν η αστυνομία να έχει το ρόλο έγκρισης είτε κατατεθειμένης άδειας, είτε συνέχειας πραγματοποίησης μιας πορείας;
«Δεν μπορεί να είναι η αστυνομία που θα αποφασίζει για το πώς θα κινούνται οι πολίτες, δεν είναι αυτή ο εγγυητής της εφαρμογής του συντάγματος σε αυτό το ζήτημα. Τέτοιο ρόλο μπορεί να έχει μόνο ο εισαγγελέας, όπως είχε τόσα χρόνια. Με τον τρόπο αυτό δε, η κυβέρνηση συνεχίζει να διαμορφώνει μια αντιπαλότητα μεταξύ της κοινωνίας και της αστυνομίας και αυτό δεν είναι καλό. Ενώ έχουμε μια εμπειρία ετών από συγκρούσεις αστυνομίας και διαδηλωτών που προκύπτουν από τη στάση της αστυνομίας, αντί να γίνει μια κίνηση που να λύνει αυτό το ζήτημα, έρχεται ένας νόμος με την αντίληψη ότι “εγώ είμαι το κράτος και θα κάνεις ό,τι σου πω”. Από μόνο του, όμως, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι σημαίνει υποχώρηση του κράτους στην επιβολή του πώς θα κινηθούν οι πολίτες. Η φύση του δικαιώματος είναι να περιορίσει τον κατασταλτικό μηχανισμό. Αυτό δεν το λαμβάνουν καθόλου υπόψιν τους», επισημαίνει η Σοφία Βιδάλη.
Οι πολλαπλοί τρόποι απαγόρευσης μιας πορείαςΣημειώνεται επίσης ότι ακόμα και στην περίπτωση κατάθεσης αίτησης για άδεια, η αστυνομία δύναται να απαγορεύσει την πραγματοποίηση μιας διαδήλωσης αν κρίνει και πάλι ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, τη διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής ή αν πρόκειται για διαδήλωση που ο σκοπός της αντιτίθεται προς το σκοπό ήδη προγραμματισμένης με άδεια συνάθροισης, (απαγόρευση δηλαδή των αντιφασιστικών διαδηλώσεων, για παράδειγμα, που πραγματοποιούνται κατά εκδηλώσεων μίσους). Ταυτόχρονα, η αστυνομία θα μπορεί να περιορίσει μια διαδήλωση με άδεια σε συγκεκριμένο χώρο ή κατεύθυνση, αν κρίνει ότι υπάρχει «δυσανάλογη διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής».
Με άλλα λόγια, όπως περιγράφει ο Θάνος Βασιλόπουλος, «οι συγκεντρώσεις, για παράδειγμα, κατά του ανοίγματος των μαγαζιών τις Κυριακές που πραγματοποιεί η ΓΣΕΕ, τώρα είτε θα απαγορεύονται εξαρχής, είτε θα διαλύονται ανάλογα με την κρίση της αστυνομίας».
«Είναι μεγάλο το ερώτημα αν αυτοί οι περιορισμοί μπαίνουν για τις διαδηλώσεις που κλείνουν το κέντρο και διαταράσσουν την οικονομική ζωή. Πόσες είναι αυτές; Οι διαδηλώσεις που είναι μικρές, να θυμίσουμε ότι πρακτικά δεν μπορούν να κλείσουν το κέντρο και μόνες τους αυτοπεριορίζονται. Οι μεγάλες διαδηλώσεις μόνο κάνουν κάτι τέτοιο, λόγω της μεγάλης συμμετοχής του κόσμου και σε αυτές τις περιπτώσεις, οι περιορισμοί που θέτει το νομοσχέδιο θα είναι αδύνατον να ισχύσουν. Να θυμίσουμε επίσης ότι πολλές φορές ενώ είναι μικρές οι πορείες, μόνη της η αστυνομία προκαλεί πρόβλημα στην κίνηση των πολιτών, κλείνοντας πολλούς δρόμους στη γύρω περιοχή χωρίς να χρειάζεται ή τις στάσεις του μετρό», υπενθυμίζει ο Γιώργος Πετρόπουλος.
Αστυνομική βία και με το νόμοΣε κάθε περίπτωση, βέβαια, που οι διαδηλωτές δεν συμμορφωθούν με τας υποδείξεις της αστυνομίας, αυτή θα έχει πια από το νόμο το δικαίωμα διάλυσης της πορείας, με «κάθε νόμιμο, πρόσφορο, αναγκαίο και ανάλογο με τις περιστάσεις μέσο», που σημαίνει την περαιτέρω έξαρση της ήδη υπάρχουσας αστυνομικής βίας, με τη διαφορά ότι τώρα δεν θα θεωρείται καν αυθαίρετη. «Αυτό που πάει να κάνει τώρα η ΝΔ, είναι να στήσει ένα αστυνομικό κράτος, ώστε να αντιμετωπίσει τη λαϊκή οργή για την καταπάτηση και κατάργηση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων από αυτήν. Βάσει του νομοσχεδίου, θα μπορούν πια νόμιμα να ασκούν βία σε βάρος των διαδηλωτών», υπογραμμίζει ο Θάνος Βασιλόπουλος.
Τέλος, άξιο επισήμανσης είναι το γεγονός ότι τις μόνες διαδηλώσεις που εξαιρεί ο νόμος από τη λήψη άδειας (όχι από περιορισμούς ή δυνατότητα διάλυσης), είναι αυτές του Πολυτεχνείου και της Πρωτομαγιάς, «αποδέχεται, δηλαδή, μόνο διαδηλώσεις που έχουν επετειακό χαρακτήρα και όχι αντίδρασης σε τωρινές πολιτικές. Συμβολισμός που θα έπρεπε να μας προβληματίζει ιδιαίτερα», σύμφωνα με τον Κωστή Παπαϊωάννου.
Αναγκαίο ένα δημοκρατικό πλαίσιο
Παρόλ’ αυτά, όπως σημειώνει ο ίδιος, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι η αντίδραση της κοινωνίας μπροστά σε ένα τέτοιο κατασταλτικό νομοσχέδιο, θα έπρεπε να ήταν εντονότερη, γεγονός που σημαίνει ότι «προφανώς υπάρχουν όντως ζητήματα ασφάλειας και κατάχρησης του δικαιώματος του συνέρχεσθαι σε βάρος της κίνησης των πολιτών στο δημόσιο χώρο».
Άλλωστε, σύμφωνα και με τη Σοφία Βιδάλη, «υπάρχει ανάγκη θέσπισης ενός νέου πλαισίου για το ζήτημα, όχι βέβαια στη λογική αυτού του νομοσχεδίου. Σε όλα τα κράτη υπάρχει νομικό πλαίσιο για τη διαμαρτυρία και στις πιο δημοκρατικές εκδοχές αφορά στο πώς η αστυνομία διευκολύνει το δικαίωμα των πολιτών να συνευρεθούν σε μια συγκέντρωση. Υπάρχουν κανόνες και δυνατότητες, δεν είναι παντού και πάντα η αστυνομία αυτή που βγαίνει σαν αστακός για να εμποδίσει».
Θα μείνει στα χαρτιάΑπό την επόμενη εβδομάδα, λόγω της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της ΝΔ και πιθανά λόγω της στάσης που θα κρατήσουν το ΚΙΝΑΛ και η Ελληνική Λύση, το αναμενόμενο είναι ο περιορισμός του δικαιώματος του συνέρχεσθαι να καταστεί νόμος. Παρόλ’ αυτά, στην πράξη τίποτα δεν έχει τελειώσει, όπως τονίζουν οι συνομιλητές μας και οι πολιτικο-κοινωνικοί φορείς που αντιτίθενται σε αυτή τη δημοκρατική εκτροπή, αφού δεν πρόκειται με τη στάση τους να νομιμοποιήσουν αυτές τις διατάξεις. Άλλωστε, τα πολιτικά δικαιώματα υφίστανται ως τέτοια χάριν στους αγώνες που δόθηκαν.
Το ΚΚΕ ήδη πραγματοποίησε διαδηλώσεις κατά του νομοσχεδίου σε πολλές πόλεις την περασμένη Πέμπτη, ενώ σχετικές κινητοποιήσεις θα πραγματοποιηθούν και από την ΑΔΕΔΥ και τη ΓΣΕΕ, όπως σημειώνουν αντίστοιχα. Δράσεις ενημέρωσης και διαδήλωση θα πραγματοποιηθούν και από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νεολαία, καθώς «πρέπει να υπάρξει ταυτόχρονα σκληρή κοινοβουλευτική μάχη για απόσυρση του νομοσχεδίου, αλλά και δράση στο δρόμο. Ο νόμος θα μείνει στα χαρτιά, δεν θα καταφέρουν να καταστείλουν όντως τις λαϊκές κινητοποιήσεις και αν προσπαθήσουν να εφαρμόσουν όντως αυτές τις διατάξεις, η οργή θα είναι τόση, που θα τους καταπνίξει», καταλήγει ο Σωτήρης Αλεξίου.
Τζέλα Αλιπράντη