Η πρόσφατη επικοινωνία Μητσοτάκη - Ερντογάν μπορεί να αιφνιδίασε, ήταν ωστόσο θετική εξέλιξη. Εκτιμάτε ότι θα έχει συνέχεια;
Μετά από μία πολύμηνη απουσία επαφών, είναι θετικό βήμα. Μαθαίνουμε ότι συζητήθηκαν θέματα κυρίως “χαμηλής πολιτικής”, που όμως είναι επίσης σημαντικά και αφορούν τον άμεσο ορίζοντα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, δηλαδή συνεργασία για το άνοιγμα των συνόρων, τον κορονοϊό, τον τουρισμό κ.ά. Αυτά συνήθως χαρακτηρίζονται ως θέματα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και σε ένα μεγάλο βαθμό έχουν συσχετισθεί περισσότερο με ζητήματα στρατιωτικής φύσης. Όταν υπάρχει ένα μεγάλο διάστημα χωρίς καμία επαφή, δεν μπορεί να προχωρήσει η λύση των μεγάλων προβλημάτων, χρειάζεται να αποκατασταθεί το κλίμα εμπιστοσύνης. Κατά συνέπεια, ναι έγινε ένα πολύ σημαντικό βήμα και ευχόμαστε να υπάρξει πρόοδος. Η επικοινωνία μεταξύ δύο χωρών είναι απαραίτητη, ακόμη και εάν έχει συμβεί το χειρότερο γεγονός. Οι ιστορικοί, συχνά, αναφέρονται στο τηλεφώνημα του Κένεντι στον Χρουστσόφ, στην περίφημη κρίση της Κούβας. Δεν επελέγη η ένοπλη αντιπαράθεση, αλλά το τηλεφώνημα, η επικοινωνία.
Διαβάσαμε ότι το τηλεφώνημα αυτό έγινε μετά από παρότρυνση και της Γερμανίας, που ανέλαβε από την 1η Ιουλίου την προεδρία της ΕΕ. Μέρκελ και Ερντογάν έχουν μια καλή διαπροσωπική σχέση. Τις τελευταίες ημέρες, όμως, έχουμε γίνει θεατές της σκληρής στάσης της Γαλλίας έναντι της Τουρκίας, με επίκεντρο τη Λιβύη. Τι μπορούμε να περιμένουμε από τη γερμανική προεδρία;
Η Γερμανία μπορεί να συμβάλει στη λύση ορισμένων προβλημάτων που προβάλλει η Τουρκία, πέραν των ελληνοτουρκικών. Μία αναθεώρηση της συμφωνίας (δήλωσης) για το προσφυγικό π.χ. είναι μια καλή κίνηση για να ξαναμπούν τα πράγματα σε σειρά. Η Γερμανία συνηθίζει να παρεμβαίνει με ιδέες και να προτρέπει. Στην προεδρία ο ρόλος της είναι θεσμικός. Η Γαλλία αποφάσισε να μην απεμπολήσει το ρόλο της όχι μόνον στην περιοχή της Αν. Μεσογείου, αλλά και της βόρειας Αφρικής, περιοχή με την οποία συνδέεται σχεδόν δύο αιώνες. Πιστεύω, όμως, ότι η Τουρκία επιθυμεί νέα ειδική σχέση με την ΕΕ, την οποία η Ελλάδα θα στηρίξει, όπως και στο παρελθόν, γιατί πιστεύει στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της γείτονος. Και η Τουρκία κάνει προσπάθειες, είναι εμφανές αυτό και από τις προσεγγίσεις Ερντογάν - Τραμπ. Προσπαθούν να δημιουργήσουν εικόνα ότι η Τουρκία είναι ο απαραίτητος σύμμαχος για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Εξάλλου, ο δεύτερος μεγαλύτερος στρατός στο ΝΑΤΟ είναι ο τουρκικός. Εμείς πρέπει να παρακολουθούμε τα νέα δεδομένα στο γεωστρατηγικό παιχνίδι, να είμαστε ενεργητικοί στο πλαίσιο που διαμορφώνεται. Βέβαια, ταυτόχρονα, η Τουρκία είναι και μεγάλος πονοκέφαλος για τη Δύση, με μέτωπα σε Ιράκ, Συρία, ενώ έχει βάλει για τα καλά πόδι και στη Λιβύη, όπου μαζί με τη Ρωσία είναι οι δύο ισχυρές παρουσίες επί εδάφους.
Μπροστά σε αυτό το σκηνικό, η συμφωνία Ελλάδας – Ιταλίας μπορεί να ανοίξει δρόμο για συμφωνίες και με άλλους γείτονες, όπως η Αίγυπτος, η Αλβανία και η Τουρκία. Η τουρκική πλευρά επαίνεσε τη συμφωνία αυτή και κάλεσε την Ελλάδα να προχωρήσει σε διάλογο μαζί της, στην ίδια βάση.
Η συμφωνία αυτή έρχεται από πολύ παλιά και εργάστηκαν γι’ αυτήν και προηγούμενοι υπουργοί εξωτερικών. Σε σχέση με άλλες προσπάθειες για συμφωνίες οριοθέτησης, αυτή ήταν πιο ευχερής, γιατί δεν χρειάζεται εξ αρχής να ξεκινήσει μια οριοθέτηση από τα σημεία βάσης, ποια νησιά, ποιες ακτές κτλ. Είναι μια χαρτογραφική επεξεργασία πολύ λεπτομερής όταν γίνεται από ένα κράτος, πόσο μάλλον όταν είναι δύο που πρέπει να συμφωνήσουν. Υπήρχε η συμφωνία του 1977 που αφορούσε την υφαλοκρηπίδα και έγινε καταρχάς με μέθοδο τη μέση γραμμή, όχι όμως τη γεωμετρική μέθοδο. Το αποτέλεσμα εκείνης της οριοθέτησης είναι ότι αποδόθηκε και στις δύο χώρες ίσο εμβαδόν υφαλοκρηπίδας. Βέβαια θα μπορούσε να γίνει αναοριοθέτηση, αλλά έπρεπε να το δεχθούν και οι δυο χώρες και επιπλέον ήταν και ζήτημα χρόνου. Αυτό ήταν το ένα σημείο της κριτικής που ασκήθηκε, που είναι πάντοτε ευπρόσδεκτη, ιδίως όταν με μια συμφωνία επιτυγχάνεται ένας συμβιβασμός. Είναι μια θετική συμφωνία διότι, καταρχάς, διαλύει τον οποιοδήποτε μύθο ότι είμαστε κατά των συμφωνιών οριοθετήσεων. Ότι τα πάντα προσπαθούμε να τα πετύχουμε με μονομερή τρόπο. Όχι, εμείς θέλουμε οριοθετήσεις με συμφωνία και αυτό είναι και κρούση και προς την Τουρκία, η οποία στην ουσία, ενώ κάνει ότι θα ήθελε οριοθετήσεις με συμφωνία, εντούτοις στη Μεσόγειο, προχωρεί αντίστροφα. Προχωρεί σε συμφωνία με τη Λιβύη που είναι εντελώς παράνομη και από τον 28ο μεσημβρινό έως τα σύνορά της με τη Συρία, περίπου, για να αποφύγει οριοθέτηση με την Ελλάδα, δηλαδή με τις ανατολικές ακτές των νησιών. Και προχωρεί σε οριοθετήσεις που γίνονται στη βάση μονομερούς αντίληψης και παράνομης στη μέθοδο και στο αποτέλεσμα. Εμείς θέλουμε να περάσουμε το μήνυμα ότι οριοθετήσεις κάνουμε μόνο με συμφωνία, γιατί μόνο με αυτές κατοχυρώνονται δικαιώματα και όχι με άλλον τρόπο. Αυτό είναι το δεύτερο σημείο που κομίζει η συμφωνία. Σημαίνει, όμως, και κάτι πολύ περισσότερο: ότι επιτέλους έχουμε ένα έναυσμα, έχουμε ένα εναρκτήριο λάκτισμα, για να προχωρήσουμε, να κάνουμε συμφωνίες και με τις υπόλοιπες γειτονικές παράκτιες χώρες.
Ακριβώς εδώ παρεμβαίνει και ο κ. Τσαβούσογλου και λέει “ελάτε τώρα, έχουμε ένα παράδειγμα, να προχωρήσουμε και οι δυο μας στο ίδιο πνεύμα, στην ίδια κατεύθυνση”. Ο τούρκος πρέσβης στην “Καθημερινή” το επανέλαβε πολύ πρόσφατα. Δεν αγνοώ ότι υπάρχει και προπαγάνδα, αλλά η ελληνική πλευρά απάντησε πολύ, πάρα πολύ διστακτικά.
Ο κ. Τσαβούσογλου δεν έχει πάψει να μιλάει για διάλογο ακόμη και για προσφυγή στη Χάγη, μετά από διάλογο, ακόμη και μετά το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο. Τα Χριστούγεννα του 2019 έδωσε εκτενή συνέντευξη στο “Βήμα” και δήλωσε με σαφήνεια ότι είναι ανοιχτός στον διάλογο. Η Ελλάδα μάλλον δεν αποκωδικοποίησε τι ήθελε “να πει ο ποιητής”, αν και θα έπρεπε. Ούτε υπάρχει μια επαφή για να ερωτηθεί: τι ακριβώς εννοείτε κ. υπουργέ; Γιατί τα είπατε αυτά μετά το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, με το οποίο προσπαθείτε να μας αποκόψετε από την Αν. Μεσόγειο, διότι επί της ουσίας εκμηδενίζετε την επήρεια των νησιών μας; Είναι ένα βασικό ερώτημα το οποίο, δυστυχώς, δεν τίθεται κατηγορηματικά και ρητά, αν και πρέπει, σε μια συνάντηση. Γιατί συνάντηση δεν πρέπει να σημαίνει ότι πέφτεις στην αγκαλιά του Τσαβούσογλου.
Άρα πρέπει ν’ αρχίσει, ουσιαστικά, ο διάλογος;
Καταρχάς πρέπει να υπάρξει μια πρώτη επαφή, να ξέρουμε τι εννοεί και τι βούλεται ο καθένας. Η Τουρκία λέει για τη χώρα, ότι οι Έλληνες, επιτέλους, έμαθαν να κάνουν μια συμφωνία. Αυτή είναι μια κατηγορία που μας απευθύνει, θεωρώντας ότι αποφεύγουμε τον διάλογο για την οριοθέτηση σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο. Να θυμίσουμε ότι οι επαφές υπήρχαν, ως διερευνητικές συνομιλίες, και δεν διακόπηκαν ποτέ, αλλά απλώς ανεστάλησαν μετά το πραξικόπημα το 2016 στην Τουρκία. Η Ελλάδα ποτέ δεν σταμάτησε να μιλά και θεωρεί ότι οπωσδήποτε πρέπει να γίνει μια οριοθέτηση στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο. Είναι γνωστή η επωδός ότι η διαφορά μας είναι για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Εννοείται ότι σε αυτήν την εκδοχή περιλαμβάνεται το σύνολο των ακτών, ακόμη και αυτών που έχουν πρόσοψη στην Αν. Μεσόγειο. Γι’ αυτό υπήρχαν διερευνητικές επαφές που προετοίμαζαν για την τεχνική οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και προφανώς και της ΑΟΖ. Δεν μπορεί να το λέει αυτό η Τουρκία, η οποία όχι απλώς έχει προβεί σε μονομερείς διεκδικήσεις, αλλά έχει προχωρήσει σε πολύ – πολύ μεγάλη έκταση σε μονομερείς ενέργειες, τις οποίες στηρίζει σε δυο επιμέρους γεγονότα. Το πρώτο είναι η αντίρρησή της για ό,τι έγινε με την Κύπρο με τις συμφωνίες το 2003 με την Αίγυπτο, το 2007 με τον Λίβανο και το 2010 με το Ισραήλ, ισχυριζόμενη ότι δεν νομιμοποιείται, πάντα κατά την Τουρκία. Όμως, όντως η Κυπριακή νομιμοποιείται διεθνώς και είναι η μόνη που μπορεί να συνάπτει έγκυρες συμφωνίες. Ως εκ τούτου, θεωρεί ότι όλα αυτά γίνονται διότι, ακριβώς, δεν λύθηκε το Κυπριακό το 2004, όπως ανέμενε ο Ερντογάν. Η Τουρκία συγκατατέθηκε με τη θετική ψήφο των Τουρκοκυπρίων στο Σχέδιο Ανάν και θεώρησε ότι κακώς οι Ελληνοκύπριοι δεν το ψήφισαν. Λένε για την ελληνική –και την ελληνική/κυπριακή πλευρά: Δεν θέλουν λύση, διότι στόχος είναι να προχωρήσουν μονομερώς και εμείς αυτό θα το θεωρούμε εχθρική πράξη σε βάρος μας. Προκειμένου να μην τους το επιτρέψουμε, προχωρούμε κι εμείς σε μονομερείς ενέργειες.
Μα δεν είναι αλήθεια ότι αρνήθηκαν οι Ελληνοκύπριοι το Σχέδιο Ανάν και πρόσφατα στο Κραν Μοντανά λύση του Κυπριακού; Οι εκθέσεις του κ. Γκουτέρες μας αποδίδουν ευθύνες. Η Τουρκία τα λέει αυτά, διεθνώς και πείθει. Το ίδιο ισχύει και για τον East Med.
Το 2019 σε μια μελέτη μου μιλούσα για περικύκλωση από την Τουρκία, ότι η Τουρκία κατασκευάζει ένα αφήγημα για να δικαιολογήσει μετά τις πράξεις που κάνει. Το είπε πάρα πολύ καθαρά ο κ. Ερντογάν τον Ιανουάριο: Οι Έλληνες μαζί με τους Ελληνοκυπρίους προσπάθησαν να μας αποκλείσουν από την Μεσόγειο, αλλά τους «τη φέραμε», προλάβαμε και τους αποκλείσαμε εμείς. Δήλωση που τα λέει όλα. Η άποψή μου είναι ότι σε κάποια φάση, αφού δούμε το θέμα της οριοθέτησης με την Αίγυπτο με ευρύτητα πνεύματος, πρέπει να γίνει μια συνολική οριοθέτηση στην Αν. Μεσόγειο μεταξύ όλων των χωρών. Αυτό το υπογραμμίζω πάντα με παρρησία. Προφανώς βεβαίως με βάση τους κανόνες της οριοθέτησης που προβλέπεται στη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Συνεπώς, αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει, και από την οριοθέτηση δεν πρέπει να αποκλειστεί κανένα κράτος. Συνολική οριοθέτηση, είναι αλήθεια, δεν είναι εύκολη, αλλά πρέπει να γίνουν τα πρώτα βήματα, τώρα. Όλα τα κράτη αν δεν συμφωνήσουν σε μια οριοθέτηση να έχουν διάθεση για μια συνολική παραπομπή όλου του ζητήματος της μεταξύ όλων των παράκτιων χωρών οριοθέτησης στο Διεθνές Δικαστήριο προς επίλυση, με βάση τα άρθρα 74 (ΑΟΖ) και 83 (υφαλοκρηπίδα) της Σύμβασης Δικαίου Θάλασσας ’82. Αν ακολουθήσουμε σωστά αυτό το μονοπάτι, μπορούμε να προσδοκούμε σε μια οριστική διευθέτηση. Βεβαίως, το Διεθνές Δικαστήριο θέλει πάρα πολλή μελέτη για το πώς, με βάση τη νομολογία του, εξετάζει και χαράσσει με βάση τη νομολογία του μια οριοθέτηση υπό συγκεκριμένα γεωγραφικά δεδομένα. Πρέπει, επίσης, η Ελλάδα να κάνει τεράστια προετοιμασία επιστρατεύοντας τους καλύτερους ειδικούς νομικούς και χαρτογράφους παγκοσμίως -που τους έχει- προκειμένου να έχει μια δυνατή ομάδα που θα προσπαθήσει να φέρει το καλύτερο αποτέλεσμα.
Σχετικά με το μνημόνιο Λιβύης-Τουρκίας, τόσο ο κ. Ροζάκης, αλλά και εσείς, έχετε διατυπώσει την πρόταση περί προσφυγής στη διεθνή δικαιοσύνη ή διαιτησία από μέρους της Ελλάδας. Το ίδιο το μνημόνιο, με διατύπωσή του, το επιτρέπει. Τι ακριβώς προτείνετε;
Η άποψή μου είναι ότι προέχει η οριοθέτηση με την Αίγυπτο για να “πατήσουμε” το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο. Όλη η περιοχή που καλύπτει το μνημόνιο αυτό οριοθέτησης έχει πολύ μεγάλη προτεραιότητα έναντι οποιασδήποτε άλλης, προκειμένου να επιτευχθεί ένα πρώτο αποτέλεσμα, να αμφισβητηθεί έμπρακτα και έγκυρα το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο. Οι καθαρές αντικείμενες ακτές είναι μεταξύ Αιγύπτου και Ελλάδας, κανένα άλλο τρίτο κράτος δεν μπορεί νομίμως να παρεμβαίνει. Διότι κανένα άλλο κράτος δεν μπορεί να έχει νόμιμες διεκδικήσεις ανάμεσα στα ελληνικά νησιά και τις ακτές της Αιγύπτου. Γι’ αυτό η Ελλάδα εναντιώνεται στο τουρκο-λιβυκό μνημόνιο. Η συμφωνία, λοιπόν, με την Αίγυπτο είναι απαραίτητη. Πρώτον, διότι θα κατοχυρώσει δικαιώματα, υπάρχει σχετική νομολογία από την υπόθεση μεταξύ Ακτής Ελεφαντοστού και Γκάνα. Το Δικαστήριο Δικαίου της Θάλασσας διαπιστώνει ότι όταν απαιτείς δικαιώματα σε μια περιοχή όπου νομίζεις ότι τα έχεις χωρίς οριοθέτηση, έχεις μόνο διεκδικήσεις. Αυτή η διεκδίκηση με την αντίστοιχη του αντικείμενου ή παρακείμενου κράτους όταν επικαλύπτεται, δημιουργεί διαφορά οριοθέτησης. Η οριοθέτηση σε τέτοια περίπτωση απαιτεί συμφωνία ή δικαστική απόφαση. Όταν διευθετηθεί είτε με συμφωνία με το αντικείμενο κράτος είτε δικαστικά, τότε καθορίζεται η περιοχή για το κάθε κράτος όπου θα ασκούνται εκατέρωθεν αδιαμφισβήτητα δικαιώματα. Δικαίωμα έχεις αυτοδικαίως και εξ υπαρχής για την υφαλοκρηπίδα, αλλά η οριοθέτηση είναι συστατικό της άσκησής του δικαιώματος και, όπως είπαμε, αυτό γίνεται μόνο με συμφωνία ή δικαστική απόφαση. Άλλο είναι να λέω στην Τουρκία ότι έχω διεκδίκηση εκεί που αυτή λέει πως έχει δικαίωμα βάσει μιας δικής της συμφωνίας και άλλο να πει η χώρα μας αύριο, όταν θα βγει το ερευνητικό της Τουρκίας –που θα βγει, δεν υπάρχει περίπτωση– ότι θα διακόψει την ερευνητική του δράση, διότι τότε με δικαίωμα κατοχυρωμένο η Τουρκία εμποδίζει τη διέλευσή μου και την ενέργειά μου, διότι παραβιάζει τα δικαιώματα υφαλοκρηπίδας που έχω με βάση τη συμφωνία με το αντικείμενο κράτος, την Αίγυπτο. Δεύτερον, εφόσον έχεις δυο συμφωνίες για την ίδια περιοχή, έχεις ήδη δημιουργήσει μια διαφορά, αν και διαφορά ήδη υπάρχει από τη στιγμή που η ελληνική πλευρά έχει εκδηλώσει αντίρρηση, διότι έχει διεκδικήσεις. Με τη συμφωνία που προκαλεί επικάλυψη, δημιουργείται μια έμπρακτη διαφορά, που αν την αφήσεις να εξελιχθεί, θα προκληθεί σύγκρουση που πρέπει οπωσδήποτε να αποφευχθεί, και με τρόπο που μια διευθέτηση να συνιστά και οριστική επίλυση.
Μπορεί να θεμελιωθεί προσφυγή για δικαστική επίλυση;
Στη λογική της ειρηνικής επίλυσης είναι και η δικαστική διευθέτηση. Μια πλευρά της θέτει ο κ. Ροζάκης όταν υποστηρίζει τη δικαστική προσφυγή κατά της Λιβύης. Η Λιβύη με την επιστολή προς τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών έχει αναγνωρίσει το δικαίωμα κάθε γειτονικού παράκτιου κράτους να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο με το ερώτημα αν το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο παραβιάζει τα δικαιώματά του. Μια τέτοια αναγνώριση ισοδυναμεί με συναίνεση της να δεχθεί να είναι διάδικο μέρος σε μια μονομερή προσφυγή. Εν τούτοις, ο ίδιος θεωρεί ότι είναι ασφαλέστερο να υπάρξει προσφυγή με συνυποσχετικό. Με το ίδιο αυτό συνυποσχετικό θα ήταν δυνατόν, προσθέτω, αν συμφωνεί και η Λιβύη, να ζητηθεί από το Διεθνές Δικαστήριο η οριοθέτηση της μεταξύ μας περιοχής. Όμως η οριοθέτηση αυτή θα αφορά κυρίως την περιοχή ανάμεσα στην Κρήτη και τις αντίστοιχες ακτές της Λιβύης.
Θα προτείναμε σε προέκταση αυτή της συμπληρωμένης εισήγησης να υπάρξει μια από κοινού συμφωνία με την Αίγυπτο, ιδίως αν έχει ολοκληρωθεί η μεταξύ μας συμφωνία οριοθέτησης, για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο για την οριοθέτηση στην οποία το δικαστήριο θα κληθεί να οριοθετήσει από τα ελληνικά νησιά με μέτωπο στην Αν. Μεσόγειο μέχρι τις ακτές τόσο της Λιβύης όσο και της Αιγύπτου, κλείνοντας και το τρίγωνο εκείνο ανάμεσα στη Λιβύη και την Αίγυπτο που η τελευταία χάνει εξαιτίας του τουρκο-λιβυκού μνημονίου. Θα κριθεί ασφαλώς η επήρεια των νησιών και θα οριστικοποιηθεί η εκκρεμότητα της επήρειας των νησιών Ρόδου-Κρήτης.
Έχω τη γνώμη όμως ότι μια τέτοια προσβολή κατά του τουρκο-λιβυκού μνημονίου, όσο αφορά το τμήμα της Λιβύης, θα είναι μεν θετική, αλλά δεν αλλάζει τελείως όλη την περιοχή για την οποία εμείς ενδιαφερόμαστε, που είναι κυρίως τα νησιά. Γι’ αυτό υποστηρίζω, βεβαίως, να προχωρήσουμε σε δικαστική προσφυγή κατά της Λιβύης, αλλά αφού έχουμε ολοκληρώσει τη συμφωνία με την Αίγυπτο, με την οποία επίσης να προσφύγουμε από κοινού στο Δικαστήριο που αναγκαστικά θα κρίνει και το ζήτημα της επήρειας των νησιών.
Η Αίγυπτος ωστόσο αποφεύγει τη συμφωνία, έχει προβλήματα. Υπάρχει, λοιπόν, έδαφος για “νομική συνδρομή” κάποιου είδους;
Οι Αιγύπτιοι αναμφισβήτητα έχουν συμφέρον να καταργηθεί το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, γιατί καταλαμβάνει και ένα δικό τους τρίγωνο, μικρό μεν, αλλά σημαντικό διότι είναι σε περιοχή με σημαντικά κοιτάσματα. Οι Αιγύπτιοι, ωστόσο, κάνουν τις συζητήσεις με το μάτι και το μυαλό στην Τουρκία. Αυτό συνέβαινε και πριν από το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο. Τέτοιου είδους συμφωνίες είναι από τη φύση τους δύσκολες, απαιτούν χρόνο και γνώση. Εμάς, όμως, μας ενδιαφέρει και το μετά, η εφαρμογή της, ιδίως διότι θα συνδέεται με τη διαφορά με το τουρκικό-λιβυκό μνημόνιο. Αν η Ελλάδα προσέφευγε κατά της Λιβύης, αυτό θα αφορούσε την περιοχή νότια της Κρήτης, ενώ εμείς ενδιαφερόμαστε πολύ για τη συστοιχία των νησιών. Γι’ αυτό προτείνω τη συνολικότερη διευθέτηση. Υπάρχει και μια άλλη ιδέα, αν και τα δικαστικά είναι πιο χρονοβόρα σε σχέση με άλλες πιο σύντομες κινήσεις.
Ασφαλώς, θα μπορούσαμε και μονομερώς να προσφύγουμε στο Διαιτητικό Δικαστήριο του Μηχανισμού Επίλυσης Διαφορών της Σύμβασης Δικαίου της Θάλασσας ’82. Η Αίγυπτος είναι μέρος της σύμβασης. Θα μπορούσε κάλλιστα η Ελλάδα να αποτανθεί στο Διαιτητικό Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας, όπου θα παρακαθήσει και η Αίγυπτος. Όχι με ερώτημα οριοθέτησης –διότι όλα τα σχετικά με οριοθετήσεις τα έχουμε ως χώρα εξαιρέσει από τη δικαιοδοσία του μηχανισμού επίλυσης του Δικαίου της Θάλασσας. Η Αίγυπτος είναι μέρος της σύμβασης. Και μια χώρα, εν προκειμένω η Ελλάδα, αφού ενημερώσει την άλλη --που είναι μέρος της σύμβασης, η Αίγυπτος- ότι θα προσφύγει και δεν ανταποκριθεί σ’ αυτό, τότε μπορεί να προσφύγει και μονομερώς και το άλλο κράτος είναι υποχρεωμένο να παρακαθήσει. Θα μπορούσαμε να κάνουμε αυτό που έκαναν οι Φιλιππίνες για τη Νότια Σινική Θάλασσα κατά της Κίνας. Να θέσουμε το ερώτημα αν τα νησιά που η υφαλοκρηπίδα τους καταπατάται από το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, έχουν και σε ποιο βαθμό επήρεια. Όχι αν έχουν δικαιώματα υφαλοκρηπίδας, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο, το Διεθνές Δικαστήριο το έχει τονίσει σε όλες του τις αποφάσεις, πχ στην υπόθεση του 2012, Νικαράγουα κατά Κολομβίας. Είναι απίθανο το οποιοδήποτε διεθνές δικαστήριο να πει το αντίθετο, διότι είναι μεγάλη η πλευρά των ακτών και επιπλέον δεν χρειάζεται να αποφανθεί για όλα. Ας αποφανθεί, πχ, για την Κρήτη και τη Ρόδο που είναι και τα επίμαχα σημεία. Η νομολογία του οργάνου αυτού ως προς την επήρεια των συγκεκριμένων νησιών, υπό τις ειδικότερες γεωγραφικές συνθήκες, θα αποτελεί προηγούμενο που θα ακολουθηθεί από οποιοδήποτε άλλο διεθνές δικαστικό ή δικαιοδοτικό όργανο. Δηλαδή μετά το Διαιτητικό θα επιχειρηθεί και άλλη μια προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, το οποίο θα χρησιμοποιήσει το νομολογιακό προηγούμενο, διότι η διεθνής δικαιοσύνη ως προς το ζήτημα της νομολογίας έχει ενιαία άποψη. Μπορεί η προτεινόμενη διαδικασία να προκαλεί χρονοτριβή, αλλά πρόκειται για νομική στρατηγική με στόχο τη διευθέτηση της διαφοράς που έχει προκαλέσει η τουρκολιβυκή οριοθέτηση.
ΥΓ. Προσφάτως ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου Χρήστος Ροζάκης εξέφρασε -όπως διαχρονικά και με συνέπεια κάνει- την επιστημονική του άποψη σε σχέση με την επήρεια του Καστελόριζου, εξηγώντας ότι εκτός από την Σύμβαση Δικαίου της Θάλασσας υπάρχει και η νομολογία όπως έχει διαμορφωθεί από το Διεθνές Δικαστήριο. Κάθε γνώμη και άποψη είναι σεβαστή, ανεξάρτητα εάν συμφωνούμε ή όχι, η ελευθερία της έκφρασης δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Πολύ περισσότερο όταν βασίζεται σε επιστημονικά επιχειρήματα και διατυπώνεται με σταθερότητα και σεμνότητα, παρά την τεχνική εκμαίευσης αντίθετης άποψης.
Ο Πέτρος Λιάκουρας είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.