Η στρατηγική των κομμάτων και το μέλλον τουςΔιάφοροι αναλυτές ισχυρίζονται ότι στην Ελλάδα έχει επανέλθει ο δικομματισμός έπειτα από μια οκταετία, επειδή στις εκλογές του 2019 τα δύο μεγαλύτερα κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ) συγκέντρωσαν μαζί ποσοστό συγκρίσιμο με το άθροισμα των ποσοστών των άλλοτε μεγαλύτερων κομμάτων (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) στις εκλογικές αναμετρήσεις πριν από την κρίσιμη χρονιά 2012. Οι αριθμοί όμως δεν αρκούν. Ο ελληνικός δικομματισμός που παγιώθηκε μεταδικτατορικά από τον Καραμανλή τον πρεσβύτερο και διατηρήθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου, χρειάζεται ένα εκλογικό σύστημα που φέρνει απόλυτες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και αποκλείει κυβερνήσεις συνεργασίας.
Δικομματισμός και οργανωτικές αδυναμίεςΣτην Ελλάδα σήμερα έχουμε δύο μεγάλα κόμματα, έχουμε όμως και απλή αναλογική – δηλαδή το σύστημα που αποκλείει ή έστω υποσκάπτει το δικομματισμό. Στις επόμενες εκλογές, με τα σημερινά δεδομένα, δεν πρόκειται κανένα κόμμα να κερδίσει απόλυτη πλειοψηφία. Η Νέα Δημοκρατία, το ισχυρότερο σήμερα κόμμα, προαναγγέλλει ότι δεν θα δεχτεί να συμμαχήσει ώστε να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας. Έτσι, λέει, θα υπάρξουν επαναληπτικές εκλογές που θα γίνουν με το εκλογικό σύστημα που ψήφισε πρόσφατα η δική της πλειοψηφία, ώστε με λίγο πάνω από το 35% να μπορεί να σχηματιστεί μονοκομματική κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ από τη μεριά του επιδιώκει μέχρι τις εκλογές να έχουν διαμορφωθεί πολιτικό πλαίσιο και συσχετισμός, που θα του επιτρέψουν να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας, πρωτίστως βέβαια με το ΚΙΝΑΛ.
Όλα τα πολιτικά κόμματα σήμερα είναι οργανωτικά αδύναμα. Στην περίοδο της κρίσης 2009-2018, το μόνο κόμμα που κατόρθωσε, στην πρώτη φάση (2011-2016) να ενισχυθεί οργανωτικά ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ όλα τα άλλα κόμματα μπήκαν σε διαδικασία αποσύνθεσης. Ακόμα και μετά τη διάσπασή του, το 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να ανακάμψει γρήγορα, να ξαναφτιάξει οργανώσεις που η διάσπαση τις είχε διαλύσει και να επανοικοδομήσει τη νεολαία του. Αυτή η ανάκαμψη όμως ατόνησε, ανακόπηκε κιόλας στη συνέχεια – κυρίως με ευθύνη της ηγεσίας του που έμοιαζε να μην έχει το μέλημα της κομματικής οικοδόμησης στη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, για να επανέλθει, ορμητικά μάλιστα, μετά τις εκλογές του 2019, φυσικά μέχρι τον κορονοϊό. Αιτία της αύξησης των μελών μετά τις εκλογές δεν ήταν η πρωτοβουλία για «διεύρυνση», «μετασχηματισμό» ή όπως αλλιώς λέγεται ή θα ονομαστεί, γιατί η οργανωτική ανάκαμψη προηγήθηκε. Η αιτία ήταν ότι πολλοί και πολλές διέκριναν την ανάγκη να ενισχυθεί το κόμμα της Αριστεράς που μόλις είχε χάσει τις εκλογές, αλλά και η μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλαν οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ την προεκλογική περίοδο. Πρόκειται για μια διαδικασία που θα μπορούσε να έχει υπάρξει πιο πριν – κι ας έλειπε το σοκ της επικράτησης της Δεξιάς –, για την οποία όμως αμέλησε να φροντίσει, δηλαδή να την οργανώσει η ηγεσία του κόμματος.
ΣΥΡΙΖΑ: Ανόητη διένεξη και κρίσιμα ζητήματαΗ επανέναρξη της συζήτησης για το μέλλον του κόμματος, το πρόγραμμα και τη φυσιογνωμία του θα έχει παρόμοιο προωθητικό αποτέλεσμα; Οπωσδήποτε δεν θα έχει, αν γι’ αυτό δεν υπάρξουν πρόνοια και οργανωτικά μέτρα, ώστε αυτή η διαδικασία να έχει μαζική συμμετοχή – οι άνθρωποι βλέπεις θέλουν να υπάρχουν αποκρυσταλλώματα της συμμετοχής τους. Οι υποθέσεις ενός κόμματος δεν μπορούν να γίνουν δημόσιες, εφόσον η συζήτηση για το μέλλον του κόμματος συνεχίσει να είναι τόσο άνευρη, αδιάφορη και βαρετή, με γενικότητες, σαν κάποιων αστών πολιτικών που λένε ωραία, στρογγυλεμένα λόγια, γιατί διαφορετικά θα αποκαλυφθούν.
Αποτέλεσμα αυτής της βαρετής συζήτησης είναι να θάλλει στις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ και να τις διχάζει μια άλλη, ανόητη διένεξη: ποιος είναι υπέρ και ποιος κατά του Αλέξη Τσίπρα. Συζήτηση άνευ αντικειμένου, επειδή όπως προσφυώς παρατήρησε ο Δημήτρης Παπαδημούλης, ο Τσίπρας έχει τέτοιο κύρος στο κόμμα του και στον λαό που οι τσιπροφύλακες περιττεύουν. Αυτός είναι ο λόγος που δεν τίθεται θέμα αλλαγής προέδρου. Δεν είναι, όπως γράφτηκε, επειδή δεν υπάρχει κατάλληλος ή κατάλληλη διάδοχος. Ούτε, όπως έγραψε πρώην υπουργός, επειδή «ΣΥΡΙΖΑ χωρίς Τσίπρα δεν υπάρχει». Αν ήταν έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν εφήμερο κόμμα χωρίς προοπτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα, έχει φτιάξει τα τελευταία χρόνια πολυπληθή «πάγκο» και αυτό οφείλεται και στον Αλέξη Τσίπρα. Όμως, στα κόμματα θέμα ηγεσίας τίθεται όταν αυτό χρειάζεται, όταν δηλαδή υπάρχει λόγος να αντικατασταθεί ο/η ηγέτης. Παρά τις προσπάθειες του Τύπου και των αστικών κομμάτων, τέτοιος λόγος για τον Αλέξη Τσίπρα δεν ανακαλύφθηκε. Φαίνεται όμως ότι γι’ αυτήν την ανόητη συζήτηση υπάρχει άλλος λόγος: αυτή τροφοδοτείται από ανεπαρκή στελέχη που θέλουν να αποκτήσουν κύρος υπαρασπιζόμενοι/ες τάχα «τον αρχηγό».
Το κρίσιμο ζήτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτον, αν θα παρουσιάσει και θα συζητήσει ευρέως ένα πρόγραμμα άμβλυνσης αρχικά της επερχόμενης οικονομικής κρίσης και εξόδου στη συνέχεια, ανοίγοντας με τις προτάσεις του και παράθυρα για το μέλλον, για μια δίκαιη και ελεύθερη κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση. Για να συνεγείρεις χρειάζονται και τα δύο: ρεαλιστικές προτάσεις για τα άμεσα ζητήματα και βλέμμα για το μέλλον. Το δεύτερο ζητούμενο είναι αυτόν τον «πάγκο», που αναφέραμε πιο πριν, να τον βγάλει έξω στη δημοσιότητα με τόλμη.
ΝΔ: Χωρίς ηγετική ομάδαΑπό τη μεριά της, η ΝΔ προσπαθεί, και το χρειάζεται επειγόντως, να οικοδομήσει κόμμα. Αυτό το κάνει κυρίως αξιοποιώντας τη θέση της στην κυβέρνηση. Όσα καταγγέλλονται για αναξιοκρατικούς, αδιαφανείς και παράνομους συχνά διορισμούς σε δημόσιους οργανισμούς, κρατικά αξιώματα, οι μεταθέσεις και αντικαταστάσεις προϊσταμένων κ.ο.κ δεν έχουν σκοπό να βολέψουν «ημετέρους». Αποσκοπούν να φτιάξουν «ημετέρους». Ένα πλέγμα στελεχών αφοσιωμένων στο κόμμα (και στην ηγεσία) που τους/τις «έκανε ανθρώπους». Είναι μια πρακτική, στην οποία διέπρεψε το ΠΑΣΟΚ, τάχα για να ανατρέψει το «κράτος της Δεξιάς» και που ωφελεί το ΚΙΝΑΛ ακόμα τώρα που είναι στα κάτω του.
Την οικοδόμηση αυτού του πλέγματος η ΝΔ την μπορεί και θα τη συνεχίσει. Έχει όμως δύο άλλα μεγάλα προβλήματα να λύσει. Το ένα είναι εσωκομματικό. Η σημερινή ηγεσία της εξαρτάται από τους εσωκομματικούς συσχετισμούς, οι οποίοι είναι διαφορετικοί από εκείνους που είχαμε δει στο παρελθόν. Τότε, η ΝΔ, ένα δομημένο κόμμα, είχε διακριτές πτέρυγες: νεοφιλελεύθεροι και λαϊκοδεξιοί, εθνικιστές και κοσμοπολίτες, οι οποίοι διαπλέκονταν μεταξύ τους, δεν ήταν πάντα οι λαϊκοδεξιοί εθνικιστές ούτε οι νεοφιλελεύθεροι κοσμοπολίτες, ισορροπούσαν όμως χάρισε πολιτικά επιδέξιους ηγέτες. Στη σημερινή ΝΔ, οι «καραμανλικοί» (στους οποίους συμμετείχαν και οι δύο κύριες πτέρυγες του κόμματος) έχουν παραμεριστεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα επιδιώξουν τη ρεβάνς. Αλλά και οι «μητσοτακικοί», προπάντων νεοφιλελεύθεροι και κοσμοπολίτες, δεν έχουν την ίδια επιρροή όπως παλιά. Τον τόνο δίνει σήμερα μια ομάδα που αναδείχτηκε επί Σαμαρά, νεοφιλελεύθεροι, εθνικιστές και ακραία συντηρητικοί έως ακροδεξιοί. Κατά τη γνώμη μου είναι λάθος ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι δέσμιος της ακροδεξιάς ομάδας. Η πολιτεία του, τόσο στο Μακεδονικό όσο όμως και παλιότερα, όταν δεν ψήφισε τον Προκόπη Παυλόπουλο, επειδή ο τότε υποψήφιος Πρόεδρος δεν είχε τηρήσει «σκληρή στάση» στον νεανικό ξεσηκωμό τον Δεκέμβριο 2008, δείχνουν ότι η συμπόρευσή του με τους ακροδεξιούς δεν είναι τακτικισμός. Διαφορετικά είναι τα πράγματα με την υπόθεση Νοβάρτις και την εξεταστική κατά του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, όπου πράγματι ο πρωθυπουργός φαίνεται να έχει συρθεί πίσω από τον Αντώνη Σαμαρά και την ομάδα του.
Εν πάση περιπτώσει, η ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι κάθε άλλο παρά στιβαρή, όπως φάνηκε από την πρωτοφανή αναβολή του ανασχηματισμού που ο ίδιος είχε αναγγείλει. Δεν φαίνεται επίσης να έχει διαμορφώσει συνεκτική ηγετική ομάδα: τα στελέχη που συγκέντρωσε τα κάνουν συνήθως θάλασσα. Χωρίς όμως ηγετική ομάδα, αργά η γρήγορα η κυβέρνηση θα χαλαρώσει, οι υπουργοί θα εξυπηρετούν ο καθένας και η καθεμιά τις δικές τους προσωπικές προτεραιότητες, κι αυτό θα φανεί στην επόμενη προεκλογική περίοδο.
Κυβέρνηση: αυταρχισμός, έλλειψη σχεδιασμού και πολιτικήςΤο δεύτερο είναι τα προβλήματα της πολιτικής. Ο κορονοΐός γλύτωσε την κυβέρνηση από τα ερωτήματα που θα είχε να απαντήσει για την οικονομική της πολιτική, η οποία οδήγησε πολύ γρήγορα την οικονομία από σχετικά ισχυρή μεγέθυνση σε στασιμότητα και ύφεση από το τέλος κιόλας του 2019-αρχές του 2020. Απέφυγε επίσης τη δυσαρέσκεια των συνταξιούχων για τη γενναία μείωση των συντάξεων – με την κατάργηση του δώρου του Πάσχα – και την αύξηση των εισφορών των αυτοαπασχολούμενων με χαμηλά εισοδήματα. Πώς θα μπορέσει όμως να απαντήσει για την επερχόμενη ύφεση, για την οποία δεν φαίνεται να έχει σχέδιο, εκτός από νεοφιλελεύθερες ρετσέτες που έχουν αποτύχει; Είναι καλό να έρθουν «λεφτά από την Ευρώπη» – πρέπει όμως να ξέρεις τι θα τα κάνεις και η ΝΔ δεν δείχνει ικανή να σχεδιάσει, να προβλέψει και να προλάβει. Τέλος, μόλις επανέλθει κάποια κανονικότητα και οι άνθρωποι αρχίσουν να βγαίνουν πιο ελεύθερα από το σπίτι τους, να συναντιούνται και να συγκεντρώνονται, τα ζητήματα του αυταρχισμού θα γίνουν κρίσιμα, ιδίως για τη νεολαία, που οι διαμαρτυρίες της για την εκπαίδευση, αλλά και των εργαζομένων για την ανεργία, για τον κατώτατο μισθό και τις ελεύθερες διαπραγματεύσεις, των μικροεπιχειρηματιών και των αυτοαπασχολούμενων για τα μαγαζιά που θα κλείνουν θα βρουν απέναντι τον χουντικό νόμο Χρυσοχοΐδη με τη θεσμοθετημένη αστυνομική αυθαιρεσία.
Εξίσου μεγάλο είναι το πρόβλημα στην εξωτερική πολιτική. Η «απομόνωση της Τουρκίας» έχει καταντήσει ανέκδοτο και η συνεργασία με τον ανυπόληπτο πλέον στρατάρχη Χαφτάρ έχει ήδη εκθέσει την ελληνική εξωτερική πολιτική, ενώ το Κυπριακό, χάρη και στην ακινησία του άλλοτε ρεαλιστή Αναστασιάδη, κινδυνεύει να κάτσει σε ύφαλο. Είναι πιθανό να υπάρξει μια ρεαλιστική στροφή στην ελληνική εξωτερική πολιτική; Αν όντως συμβεί κάτι τέτοιο, θα σκοντάψει στην αδιαλλαξία που η ίδια η ΝΔ και ο πρόεδρός της εξέθρεψαν και, με τον Βελόπουλο αγκάθι στο δεξί πλευρό της, θα έχει αναταραχές που ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα δυσκολευτεί να τις διαχειριστεί.
ΚΙΝΑΛ: Δυσκολίες από την πλευρά της σοσιαλδημοκρατίαςΗ πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ μέχρι τώρα δεν τα κατάφερε άσχημα. Μπόρεσε να σταθεροποιήσει αυτό το περίεργο μείγμα ετερόκλητων πολιτικών ομάδων και παραγόντων και να κάνει μια, δειλή έστω, στροφή προς τη λύση των δεσμών με τη ΝΔ. Η αντιΣΥΡΙΖΑ ρητορική δεν πρέπει να παραξενεύει. Στο κάτω κάτω το ΚΙΝΑΛ διεκδικεί εν πολλοίς τον ίδιο κόσμο με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι μάλλον άγονο να εγκαλείται γι’ αυτήν την πολιτική – όχι πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν χρειάζεται να απαντά σε όσα του καταμαρτυρεί το ΚΙΝΑΛ, όμως μερικές φορές φαίνεται σαν ο ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως όσοι και όσες προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ, να απαιτεί εκ των προτέρων δέσμευση του ΚΙΝΑΛ για συμπόρευση. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνει ούτε είναι ομαλό στις δημοκρατίες. Το ΚΙΝΑΛ θα διαλυόταν, κι αυτό δεν μπορεί να το θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί θα ενίσχυε τη ΝΔ. Τα κόμματα ανταγωνίζονται το ένα το άλλο και οι συμφωνίες και συμμαχίες γίνονται μετά τις εκλογές και ανάλογα με το αποτέλεσμά τους.
Η πολιτική δυσκολία που θα έχει το ΚΙΝΑΛ, θέλοντας να εδραιωθεί ως το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στην Ελλάδα, είναι ότι σήμερα σοσιαλδημοκρατική πολιτική χωρίς συμμαχία με την Αριστερά δεν γίνεται. Κόμματα που το επιδιώκουν φυτοζωούν ή μετακινούνται τόσο προς τα δεξιά που παύουν να έχουν σχέση με την ιστορία τους. Θέση για τέτοιο κόμμα όμως στο ελληνικό κομματικό σύστημα δεν υπάρχει. Η ελληνική σοσιαλδημοκρατία διασύρθηκε τόσο, από την περίοδο Σημίτη και ιδίως τον καιρό της κρίσης, που δεν μπορεί να επιβιώσει μόνο από την ιστορία της, όπως, ας πούμε το αυστριακό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία θα έχει το ΚΙΝΑΛ, αν θελήσει να οικοδομήσει κομματικό οργανισμό. Οι μάζες που είχε συσπειρώσει το ΠΑΣΟΚ έχουν αποχωρήσει, αλλά και τα δίκτυα που είχαν οικοδομηθεί σιγά σιγά διαλύονται, όπως φάνηκε στις αυτοδιοικητικές εκλογές και σε εκλογές στα συνδικάτα.
ΚΚΕ και ΜΕΡΑ25: Ιδιόμορφες και διαφορετικές περιπτώσειςΤα δύο μικρότερα αριστερά κόμματα, το ΚΚΕ και το ΜΕΡΑ25 αποτελούν ιδιόμορφες όσο και διαφορετικές περιπτώσεις. Το ΜΕΡΑ25 είναι το πιο «πολιτικό» από τα δύο με το νόημα ότι επιδιώκει να διατυπώνει πολιτικές προτάσεις για τη συγκυρία με αριστερή χροιά, λίγο πρόχειρες, ωστόσο αξιοπρόσεκτες. Με αυτό το νόημα είναι συγγενέστερο με τον ΣΥΡΙΖΑ. Όμως είναι ακριβώς αυτό που αναφέρθηκε πιο πάνω: εφήμερο κόμμα, χωρίς μέλη και οργανώσεις. Εξαρτάται τόσο πολύ από την προσωπικότητα και την αίγλη του επικεφαλής του που, όταν αυτή θαμπώσει, το κόμμα δεν θα έχει πια μέλλον.
Το ΚΚΕ εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από τον δογματισμό και την ακαμψία που αναπτύχθηκε σταδιακά μετά την αποχώρηση του Χαρίλαου Φλωράκη από την ηγεσία του. Διαθέτει βέβαια αξιόλογα ερείσματα στην εργατική τάξη, στον εργατικό συνδικαλισμό και στη νεολαία –λιγότερα από παλιότερα– που ωστόσο παραμένουν στείρα, επειδή το κόμμα αρνείται να κινηθεί, να διατυπώσει πολιτική, να συνεργαστεί, να συζητήσει. Κατά τη γνώμη μου αυτό δεν μπορεί να κρατήσει πολύ. Κι επειδή ο κομματικός μηχανισμός του εμποδίζει κάθε δημιουργική συζήτηση, η μοίρα του ΚΚΕ, εκτός κι αν συμβεί κάτι μέσα σε αυτόν τον μηχανισμό, θα είναι η διαρκής συρρίκνωση. Κι είναι κρίμα για το κόμμα που στο παρελθόν τροφοδότησε κάθε τι προοδευτικό στην ελληνική κοινωνία.
Θόδωρος Παρασκευόπουλος