Είτε είναι χώροι που πωλούν μόνο βιβλία, είτε πωλούν και χαρτική και γραφική ύλη, είτε επιδιώκουν να κάνουν και εκδηλώσεις είτε προσφέρουν και τη δυνατότητα να πιεις έναν καφέ. Είναι τα δικά μας βιβλιοπωλεία, αυτά που προτιμάμε πάντα για ένα δώρο στον εαυτό μας ή στον άλλο. Εκεί που κρυφομυρίζουμε τις σελίδες ενός βιβλίου που μοσχοβολάνε φρέσκιες ιδέες και όνειρα. Ο χώρος από όπου φεύγουμε και ξαναγυρίζουμε με τη λαχτάρα της καταβύθισης σε άλλους κόσμους, που έχει νόημα μόνο αν μας βοηθά να κάνουμε το δικό μας λίγο καλύτερο.
Ο βιβλιοπώλης μας μάς ξέρει με το μικρό και μάλλον ξέρει για εμάς περισσότερα από τους φίλους μας στο fb. Για αυτό ξέρει τι να μας προτείνει, πώς να μας πάει ένα βήμα παρακάτω, πώς να κρύψει στις σελίδες του βιβλίου που μας πουλάει ένα εισιτήριο. Αυτούς τους ανθρώπους ανιχνεύσαμε σε πόλεις ανά την Ελλάδα, από την Ξάνθη ως το Ηράκλειο και από τη Λιβαδειά και τη Ναύπακτο ως τα Γιάννενα, και επιχειρήσαμε να αφουγκραστούμε τις αγωνίες και τον αγώνα τους. Έναν αγώνα ερήμην της πολιτείας, που νίπτει τας χείρας της για το βιβλίο και συνολικά για το χώρο της δημιουργίας και του πολιτισμού.
Το βιβλιοπωλείο «Δύο» στην Ξανθή
Όλοι τους λειτουργούν τα βιβλιοπωλεία τους αρκετά περισσότερα από δέκα χρόνια και συμφωνούν ότι ο κορονοϊός έπληξε και τα βιβλιοπωλεία, με ένταση που ποικίλλει και είναι σε συνάρτηση και με τον τόπο. Η Ξάνθη και η Κρήτη για παράδειγμα, όπου στην πρώτη περίπτωση υπήρξε ένταση κρουσμάτων και στη δεύτερη απόλυτη σχεδόν εξάρτηση της τοπικής οικονομίας από τον τουρισμό, που επλήγη βαριά, βιώνουν τις συνέπειες με ιδιαίτερη ένταση και διάρκεια. «Το κλήμα ήταν ψιλοστραβό και ο γάιδαρος-κορονοϊός όχι απλώς το έφαγε, το καταβρόχθισε. Για παράδειγμα ένα μέρος του κοινού που εμείς απευθυνόμαστε, οι φοιτητές, απουσιάζει» διαπιστώνει ο Μαυρουδής Κουτσουράς, ο ένας εκ των δύο ιδιοκτητών του βιβλιοπωλείου «Δύο», στην Ξάνθη. «Η καραντίνα λόγω κορονοϊού αποτέλεσε απόλυτο πλήγμα για τα βιβλιοπωλεία της περιφέρειας, κυρίως για όσους δεν είχαν ηλεκτρονικό κατάστημα και δίκτυο διανομής που να μην στηρίζεται σε αλυσίδες κούριερ» υπογραμμίζει ο Θανάσης Ευθυμίου, ο ένας εκ των δύο ιδιοκτητών του βιβλιοπωλείου «Αναγνώστης» στα Γιάννενα.
Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον ότι η επιλογή του πολιτισμού ως καταφυγίου στη διάρκεια της καραντίνας και η επιστροφή στην ανάγνωση βιβλίων ως μέρος της, μάλλον δεν αποτελεί επιφανειακή παρατήρηση. Η πλειοψηφία των βιβλιοπωλών που μιλήσαμε παρατηρούν και καινούργιους πελάτες αλλά και παλιούς που επανακάμπτουν. «Υπάρχει ένα τμήμα του αναγνωστικού κοινού που επιστρέφει στα βιβλία, ιδιαίτερα στους κλασικούς συγγραφείς» σημειώνει ο Μ. Κουτσουράς, από την Ξανθή. «Αν αυτό θα μεταφραστεί σε αύξηση πωλήσεων ή σταθερή προσέλευση καινούργιων ανθρώπων στα βιβλιοπωλεία, εξαρτάται και από την περιοχή αλλά χρειάζεται χρόνο να το δούμε», επισημαίνει ο Αλέξανδρος Στεφανίδης, από το βιβλιοπωλείο «Πολύγραφος», στο Ηράκλειο Κρήτης.
Το βιβλιοπωλείο «Πολύγραφος» στο Ηράκλειο Κρήτης
Το βιβλίο είναι ένα φετίχ
Όπως το θέτει συνολικά ο Νίκος Λαμπρόπουλος, από το βιβλιοπωλείο «Σύγχρονη έκφραση» στη Λιβαδειά, «η επόμενη μέρα μετά την καραντίνα βρίσκει τα μικρομεσαία βιβλιοπωλεία ανοιχτά μεν με έντονο προβληματισμό δε, όσον αφορά τη βιωσιμότητά τους. Τώρα θα πρέπει να απαντήσει η ίδια η κοινωνία αν τα θέλει, στηρίζοντάς τα. Αν τα θέλει για να ενημερώνεται σωστά, πλουραλιστικά, ξεφυλλίζοντας και μυρίζοντας το χαρτί, συζητώντας με τον βιβλιοπώλη για την όσο καλύτερη επιλογή, αποδεχόμενη στην πράξη επιτέλους ότι κάθε βιβλιοπωλείο είναι κι ένα κύτταρο πολιτισμού. Ότι στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς ή της κάθε μικρής πόλης, ακόμη κι αν έχει πληρώσει κάτι παραπάνω, το κέρδος που αποκομίζει από την ύπαρξή του είναι πολλαπλάσιο».
Πώς εκπληρώνεται, λοιπόν, ο λόγος ύπαρξης ενός βιβλιοπωλείου σήμερα, ιδιαίτερα στην περιφέρεια και πόσο κινδυνεύει από τις μεγάλες αλυσίδες, όπου το βιβλίο στριμώχνεται στις ατέρμονες και απρόσωπες αλληλουχίες σε ορόφους και ράφια; «Το μικρό βιβλιοπωλείο δεν μπορεί να υποκατασταθεί. Το βιβλίο είναι ένα φετίχ, που θέλεις να το δεις, να το ακουμπήσεις», επισημαίνει ο Σπύρος Αθανασίου, από το βιβλιοπωλείο «Αdagio ΙΙ» στη Ναύπακτο.
Το βιβλιοπωλείο «Αdagio ΙΙ» στη Νάυπακτο
Χώρος ζύμωσης ιδεών από τα παλιά
Δεν είναι δα και πολύ μακρινή η εποχή που το βιβλιοπωλείο αποτελούσε χώρο ζύμωσης ιδεών, που οι άνθρωποι κουβέντιαζαν ζωηρά γύρω από τα βιβλία, που αναζητούσαν την επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο σαν το πρώτο κεφάλαιο ενός βιβλίου. Ή μήπως όχι… μήπως είναι στην καρδιά κάποιων από εμάς μια ζεστή ανάμνηση; «Αν υπάρχει ανθρωπότυπος που απευθύνεται σε ένα βιβλιοπωλείο, νομίζω ότι έχει αλλάξει. Είναι ο κόσμος που μπαίνει στο χώρο με ακουστικά στα αυτιά, δεν ανταλλάζει μαζί μας κουβέντες, πάει στα ράφια και μπορεί να συγκρίνει τιμές στο κινητό με διαδικτυακά καταστήματα», λέει ο Θ. Ευθυμίου από τα Γιάννενα. «Μεγάλωσα σε ένα μαγαζί που κάθε Σάββατο μαζεύονταν άνθρωποι και έκαναν πηγαδάκια μεταξύ αγνώστων γύρω από ένα βιβλίο. Ο κόσμος που αναζητά στο βιβλιοπωλείο ένα χώρο ζύμωσης ιδεών είναι ένας κόσμος που έρχεται από παλιά. Αυτός ο χαρακτήρας συντηρείται από ανθρώπους που είχαν στο παρελθόν τέτοιες παραστάσεις».
Ο Ν. Λαμπρόπουλος από τη Λιβαδειά είναι κατηγορηματικός: «σε αυτούς τους χώρους και σε πείσμα των καιρών, ακόμα γίνονται συζητήσεις και διακινούνται ιδέες, ακόμα γίνονται διάλογοι και όχι μονόλογοι, ακόμα υπάρχει διάθεση για επικοινωνία και αναζητήσεις». Αλλά και ο Αλ. Στεφανίδης από το Ηράκλειο συνηγορεί: «από συζητήσεις άλλο τίποτα. Μέσα στο χώρο του βιβλιοπωλείου έχουμε γνωριστεί άνθρωποι διαφορετικοί. Μπαίνεις με μια ιδέα για το τι θες και βγαίνεις με ένα βιβλίο που σε έχει διαλέξει».
Ο θησαυρός του παιδικού βιβλίου
Τι βιβλία… μας διαλέγουν περισσότερο λοιπόν; Σχεδόν όλοι οι βιβλιοπώλες μας συμφωνούν ότι «το βιβλιοπωλείο παίρνει το χαρακτήρα αυτού που το λειτουργεί και έλκει ανθρώπους με παρόμοια ενδιαφέροντα και κλίσεις» όπως το διατυπώνει ο Αλ. Στεφανίδης. «Τα βιβλία που μας ζητά το κοινό επηρεάζονται από τη συγκυρία. Σε άλλες περιόδους προτιμάται η λογοτεχνία, σε άλλες περιόδους το δοκίμιο» λέει ο Μ. Κουτσουράς. Πάντως αυτά τα δύο, δηλαδή η λογοτεχνία –ελληνική και ξένη– και το δοκίμιο φαίνεται να συγκεντρώνουν τις περισσότερες προτιμήσεις των αναγνωστών.
Το βιβλιοπωλείο «Αναγνώστης» στα Γιάννενα
Κατά κοινή ομολογία, επίσης, το παιδικό βιβλίο είναι θησαυρός. Όχι μόνο για τα παιδιά που το διαβάζουν, αλλά και για τα μικρομεσαία βιβλιοπωλεία που σε δύσκολους καιρούς, όπως αυτοί που ζούμε, συντηρούνται σε μεγάλο βαθμό από αυτό. Και είναι επίσης πανθομολογούμενο ότι γνωρίζει και συγγραφικά άνθηση. Πράγματι πολλά και ωραία βιβλία από μεγαλύτερους και μικρότερους εκδοτικούς οίκους, με προσεγμένη εικονογράφηση. Αν και συχνά μεταφρασμένα. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που, όπως παρατηρήσαμε στη συζήτησή μας με τον Μ. Κουτσουρά, κάποιες από τις αγωνίες και τις ιδέες που έμπαιναν σε παιδικά βιβλία μιας άλλης εποχής, έχουν πλέον εκλείψει.
Το παιδικό βιβλίο εμφανίζει και ένα ακόμα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό, όπως το περιγράφει ο Αλ. Στεφανίδης, «κινείται και ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν έχουν απαραίτητα παιδιά ή δεν το δωρίζουν απαραίτητα σε παιδιά. Υπάρχουν βιβλιόφιλοι που αγοράζουν παιδικά βιβλία για τους εαυτούς τους. Ενήλικες που δωρίζουν παιδικό βιβλίο σε άλλον ενήλικα, για την τρυφερότητα, για την ομορφιά να πεις κάτι μέσα από μια παραβολή. Είναι επιπλέον εντυπωσιακό πως οι άνθρωποι αγοράζουν παιδικά βιβλία σε παιδιά ενώ οι ίδιοι δεν διαβάζουν βιβλία. Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν του αρέσει το διάβασμα. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έμαθαν να διαβάζουν ως παιδιά. Και υπάρχουν παιδιά που ανακαλύπτουν το βιβλίο και ξαφνικά ενθουσιάζονται».
Η φιλαναγνωσία μάς χρειάζεται
Κάπως έτσι φτάσαμε την κουβέντα μας στο πλέον ακανθώδες: πολιτικός σχεδιασμός για τον πολιτισμό. Δεν είναι μόνο πως δεν υπήρξε επί δεκαετίες, δεν είναι μόνο πως δεν κατάφερε να περάσει τον πήχη της συμμετοχής του προεκλογικά στο πρόγραμμα της σημερινής κυβέρνησης, δεν είναι μόνο πως πολλά πράγματα που σχεδιάστηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση δεν πρόλαβαν να υλοποιηθούν και παραπέμπονται στις καλένδες. Οι εξελίξεις ξεπερνούν τη λογοτεχνική πλοκή και αντιγράφουν σελίδες βιβλίου (αντι)επιστημονικής φαντασίας.
Το βιβλιοπωλείο «Σύγχρονη έκφραση» στη Λιβαδειά
«Στην Ελλάδα μετά τη δεκαετία του ’60 - ’70, οτιδήποτε είχε να κάνει με τον πολιτισμό λοιδορούνταν ή χαρακτηριζόταν γραφικό. Σήμερα εξορίζονται τα μαθήματα καλλιτεχνικών από τα σχολεία, ορίζονται ως ελιτισμός. Επομένως όσοι ιδιώτες έχουν την οικονομική δυνατότητα να διδάξουν πολιτισμό στα παιδιά τους, θα το κάνουν».
«Για το βιβλίο δεν υφίσταται θεσπισμένη πολιτική τα πολλά τελευταία χρόνια, εκτός από την καθιέρωση της ενιαίας τιμής, που δυστυχώς ήρθε αργά. Τα παιδιά σήμερα αντιμετωπίζουν το βιβλίο με εργαλειακό τρόπο. Η σχέση τους με το βιβλίο ίσως είναι χρήσιμη για να φτάσουν κάπου, αλλά μέχρι εκεί».
«Τώρα θα πρέπει ν’ απαντήσει εμπράκτως η πολιτεία. Όχι μόνο επιδοτώντας τα μικρά βιβλιοπωλεία (μέτρο που απαιτείται άμεσα), αλλά και προωθώντας επιτέλους νομοσχέδια που υπάρχουν από ολοκληρωμένες μελέτες στα συρτάρια του ΥΠΠΟ, για τη δημιουργία εκείνων των φορέων που θ’ ασχοληθούν με την υπόθεση του βιβλίου και της ανάγνωσης στηρίζοντας ολόκληρο τον κλάδο».
Αν κάποιος ακούει τις προτάσεις των βιβλιοπωλών μας, υπάρχει άμεση ανάγκη προώθησης της φιλαναγνωσίας μέσω της παιδείας με σχεδιασμό μακροπρόθεσμο, με στήριξη βιβλιοθηκών (δημοτικών, σχολικών, πανεπιστημιακών) που μπορούν να αγοράσουν βιβλία από μικρά τοπικά βιβλιοπωλεία. Ας κλείσουμε με τη φράση ενός βιβλιοπώλη: «Πρώτη κίνηση πολιτικού σχεδιασμού για τον πολιτισμό είναι οι δάσκαλοι στα σχολεία. Χρειαζόμαστε σκεπτόμενους πολίτες».
Ζωή Γεωργούλα