Μεταξύ καραντίνας και καλοκαιριού, λογικό είναι οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων να γεμίζουν βιβλία. Ευτυχώς. Με ένα κράτος διαχρονικά από αδιάφορο έως εχθρικό προς το βιβλίο, με μια οικονομική κρίση όπου από τα πρώτα θύματα είναι συνήθως το βιβλίο, με ΜΜΕ όπου η, πενιχρή έτσι κι αλλιώς, παρουσία του βιβλίου φθίνει διαρκώς, οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες απομένουν να είναι τελικά οι μόνοι που μπορούν να το στηρίξουν. Οι πολλές επιλογές βοηθούν σ’ αυτό.Εντουάρ Λουί «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου», μτφ. Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδ. αντίποδες, 2020Ένα βιβλίο που προκάλεσε πολλές και έντονες συζητήσεις στη Γαλλία όταν εκδόθηκε, προφανώς λόγω του ρητού τρόπου με τον οποίο ο Εντουάρ Λουί λέει τα πράγματα όσον αφορά τις συνθήκες που κατέστρεψαν τη ζωή του πατέρα του: «Ο Ζακ Σιράκ και ο Ξαβιέ Μπερτράν σού κατέστρεψαν τα έντερα […] Ο Νικολά Σαρκοζί και ο Μαρτέν Χιρς σού τσάκισαν τη μέση […] Ο Ολάντ, ο Βαλς και η Ελ Χομρί σού προκάλεσαν ασφυξία […] Ο Εμανουέλ Μακρόν σού παίρνει το φαΐ μέσα απ’ το στόμα. Ολάντ, Βαλς, Ελ Χομρί, Χιρς, Σαρκοζί, Μακρόν, Μπερτράν, Σιράκ. Η ιστορία του πόνου σου έχει ονόματα».
Αναψηλαφώντας τη δύσκολη σχέση με τον πατέρα του, ο Εντουάρ Λουί γράφει έναν πικρό, θυμωμένο αλλά και τρυφερό, τελικά, μονόλογο που απευθύνεται στον πατέρα του. Ξεκινώντας από τότε που ήταν παιδί («σε όλη την παιδική μου ηλικία λαχταρούσα την απουσία σου»), ο Λουί θυμάται όλες τις συγκρούσεις, την απόρριψη που βίωσε εκ μέρους του πατέρα του, την οργή που ένιωθε γι’ αυτόν, γράφοντας ένα κείμενο που μοιάζει όμως συνεχώς να προσπαθεί να καταλάβει, να εξηγήσει.
Και αυτό το θυμωμένο παράπονο μετατρέπεται σε καθαρή οργή όταν βλέπει τον πατέρα του να συντρίβεται από ένα εχθρικό κράτος, που κόβει τα συνταγογραφούμενα φάρμακα και τα επιδόματα, που απελευθερώνει τις απολύσεις και επιβάλλει περισσότερες υπερωρίες, που πετάει ανθρώπους στο περιθώριο. Και τα ονόματα των υπευθύνων ο Λουί θέλει να πει: «θέλω να γραφτούν τα ονόματά τους στην Ιστορία από εκδίκηση», λέει, αλλά ίσως και ως φόρο τιμής σε έναν άνθρωπο για τον οποίο και ο ίδιος αναγνωρίζει πως, συντριμμένος πια, έχει αλλάξει.
Λίον Φοϋχτβάνγκερ «Η Εβραία του Τολέδου», μτφ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος, εκδ. Νήσος, 2019Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι ένα είδος που έχει συζητηθεί πολύ: κατά καιρούς έχει κυριαρχήσει, έχει αμφισβητηθεί, έχει απαξιωθεί, έχει επανεξεταστεί και επανοριστεί. Διαφυγή από την πραγματικότητα του σήμερα; Ή, το αντίθετο, λοξός τρόπος για να μιλήσει κανείς για το σήμερα; Και πώς αντικατοπτρίζεται ο κόσμος του σήμερα στον κόσμο του χτες στον οποίο μας μεταφέρει το ιστορικό μυθιστόρημα; Και άλλα πολλά.
Ο Γερμανός συγγραφέας Λίον Φοϋχτβάνγκερ θεωρείται από τους κορυφαίους του ιστορικού μυθιστορήματος. Στο συγκεκριμένο βιβλίο του, την
Εβραία του Τολέδου, μας μεταφέρει στη μεσαιωνική Καστίλη, σε μια εποχή διαρκούς σύγκρουσης μεταξύ «Ανατολής» και «Δύσης», μεταξύ δύο κόσμων που ο ένας βιώνεται ως απειλή από τον άλλο.
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται την εποχή που οι χριστιανοί μάχονται να ανακαταλάβουν την Ιβηρική από τους μουσουλμάνους – μια εποχή που ο Φοϋχτβάνγκερ αποτυπώνει με εξαιρετικά πλούσιο και πειστικό τρόπο. Όπως γράφει ο μεταφραστής στο σημείωμά του, «η σύγκρουση, αλλά και η ώσμωση τριών πολιτισμών, του ισλαμικού, του χριστιανικού και του εβραϊκού, διατρέχουν όλο το μυθιστόρημα», ενώ παράλληλα σκιαγραφείται η «διαδικασία που οδήγησε σε όλη την Ευρώπη στην ανάδυση της απόλυτης μοναρχίας και αποτέλεσε το προοίμιο της δημιουργίας των εθνικών κρατών».
Με κεντρικό αφηγηματικό άξονα τον παθιασμένο έρωτα του Αλφόνσου του 8
ου της Καστίλης για την κόρη του Εβραίου υπουργού των Οικονομικών του και τις πολλαπλές συγκρούσεις που αυτός ο έρωτας προκαλεί, το μυθιστόρημα αποτυπώνει μια σκληρή εποχή πολέμων και βίας όπου, όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στο επίμετρο του βιβλίου, «η μοίρα των δύο εραστών διαπλέκεται με τη μοίρα της πατρίδας τους», για να προσθέσει, όσον αφορά το συγγραφικό του σχέδιο: «Στον ιππότη ήθελα να αντιπαραθέσω τον άνθρωπο της ειρήνης. Αυτόν βέβαια δεν τον εξυμνούν τα χρονικά και οι μπαλάντες, όμως υπάρχει».
Κάρολος Ντίκενς «Δύο εικόνες της Ρώμης», μτφ. Γιάννης Παλαβός, εκδ. Κίχλη, 2020Το καλοκαίρι του 1844 ο Ντίκενς ξεκινάει μια ενδεκάμηνη περιήγηση στην Ιταλία, τις εντυπώσεις του από την οποία δημοσίευσε αρχικά στην εφημερίδα
Daily News και κατόπιν, το 1846, σε βιβλίο με τίτλο
Εικόνες από την Ιταλία. «Η Ιταλία παρουσιάζεται ως μια χώρα μεγάλων αντιθέσεων, όπου συνυπάρχουν η ακραία φτώχεια και η θρησκοληψία με την ομορφιά της φύσης και τη βαριά ιστορική κληρονομιά», γράφει στη σύντομη αλλά πυκνή εισαγωγή του στο βιβλίο ο μεταφραστής, για να προσθέσει κάποιες από τις πλευρές της ζωής στη χώρα που φωτίζει ο Ντίκενς: «η απάθεια, η φτώχεια και η χαμηλή μορφωτική στάθμη των λαϊκων στρωμάτων, η υποκρισία και ο δεσποτισμός της Καθολικής Εκκλησίας και της Παπικής Διοίκησης […] αλλά και η ρυπαρότητα των δημόσιων χώρων».
Στην ελληνική έκδοση περιλαμβάνονται δύο αποσπάσματα από το βιβλίο του Ντίκενς. Το ένα περιγράφει το τέλος του καρναβαλιού και όλη τη διονυσιακή ατμόσφαιρα που επικρατεί στους δρόμους της πόλης, ενώ το άλλο έναν δημόσιο αποκεφαλισμό: «ένα απαίσιο, βρομερό, κακοστημένο και αηδιαστικό θέαμα […] μια σκέτη κτηνωδία», λέει ο Ντίκενς, έχοντας παρακολουθήσει πλέον όλη τη σκηνή και «ο δήμιος, ένας εγκληματίας με τη βούλα του κράτους (τι ειρωνεία για τη Δικαιοσύνη!», ετοιμάζεται πια να αποσυρθεί δίνοντας τέλος στην παράσταση.
Βιρζινί Ντεπάντ «Βερνόν Σουμπουτέξ - 1», μτφ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Στερέωμα, 2020Η ιστορία μιας κατρακύλας, μιας συντριβής, ή μάλλον ενός κόσμου που συντρίβει διαρκώς, και όχι μόνο τους πιο αδύναμους: έτσι θα μπορούσε να συνοψίσει κανείς με δυο λέξεις το τι είναι το μυθιστόρημα της Βιρζινί Ντεπάντ. Ο Βερνόν Σουμπουτέξ ήταν κάποτε ιδιοκτήτης ενός πολύ δημοφιλούς δισκάδικου στο Παρίσι, το οποίο όμως η κρίση οδήγησε στο κλείσιμο. Έτσι, λίγο-λίγο ο Σουμπουτέξ γλιστράει, από τη γεμάτη και άνετη ζωή του, στην παρακμή και τη φτώχια, ζει με επιδόματα και τη βοήθεια ενός πλούσιου φίλου, ενός διάσημου αλλά ευάλωτου μουσικού που η παρουσία του (αλλά και η απουσία του) στοιχειώνουν το βιβλίο. Καθώς τα απλήρωτα νοίκια συσσωρεύονται, η εμφάνιση του δικαστικού κλητήρα τραβάει μια βαθιά διαχωριστική γραμμή: ο Σουμπουτέξ από τη μια στιγμή στην άλλη είναι άστεγος.
Καθώς αρχίζει να περιπλανιέται και να μένει σε σπίτια φίλων, στις σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνεται μια τοιχογραφία ανθρώπων και προσωπικών ιστοριών που τέμνονται διαρκώς με τη ζωή του. Ο προδιαγεγραμμένος δρόμος του πρωταγωνιστή γίνεται όλο και πιο κατηφορικός, όλο και πιο σκοτεινός, καθώς γύρω του η κρίση αφήνει ανθρώπους κομματιασμένους αλλά και ανθρώπους ανελέητους που κατορθώνουν να επωφεληθούν απ’ αυτήν, σε έναν κόσμο άγριο, έναν κόσμο φτώχιας, απελπισίας, ρατσισμού, βίας συχνά τυφλής και αναίτιας.
Το βιβλίο ήταν στη βραχεία λίστα για το βραβείο Booker International για το 2018.
Τζόχα Αλχάρθι «Οι κόρες της σελήνης», μτφ. Ελένη Καπετανάκη, εκδ. Gutenberg, 2020Η βράβευση, το 2019, με το περίφημο βραβείο Booker International μιας συγγραφέα από το Ομάν συνέβαλε προφανώς πολύ στο να φτάσει ως εμάς ένα δείγμα από μια λογοτεχνία σε μεγάλο βαθμό άγνωστη στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη.
Το βιβλίο της Τζόχα Αλχάρθι αφηγείται την ιστορία τριών γυναικών, τριών αδελφών πολύ διαφορετικών μεταξύ τους. Ταυτόχρονα, επικεντρώνοντας σε διάφορα από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα, αφηγείται και μια ιστορία που ξεκινάει το 1880 και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, μια ιστορία τριών γενεών, σκιαγραφώντας έτσι και τις τεράστιες αλλάγες που έχουν συμβεί και εξακολουθούν να συμβαίνουν στο Σουλτανάτο του Ομάν αυτά τα χρόνια.
Η συγγραφέας αφηγείται μια συναρπαστική ιστορία την οποία ζουν ζωντανοί χαρακτήρες, καθώς αποφεύγει την παγίδα των ιδεότυπων, ειδικά στη σκιαγράφηση των –τόσο διαφορετικών μεταξύ τους– τριών αδελφών. Εξίσου αποφεύγει και την παγίδα του φολκλόρ, καθώς οι ιστορικές αναφορές καθώς και εκείνες που αποτυπώνουν το μεταβαλλόμενο κοινωνικό πλαίσιο της χώρας και της περιοχής είναι ενταγμένες πολύ πειστικά στη δομή και τη λογική του κειμένου. Μαθαίνουμε, για παράδειγμα, ότι στο Ομάν η δουλεία καταργήθηκε διά νόμου το 1970 (αν και «θα ήταν ωστόσο ανακρίβεια να πούμε ότι εξαλείφθηκε πλήρως, αφού φαίνεται ότι μερικοί δούλοι ζουν ακόμη με τις οικογένειες που τους αγόρασαν», γράφει στην κατατοπιστική εισαγωγή της η μεταφράστρια), είναι ωστόσο χαρακτηριστική η φιγούρα της σκλάβας Ζαρίφα που δεν μπορεί, που αρνείται (που φοβάται ίσως;) να αποδεχθεί την ελευθερία που της έχουν χαρίσει και όλες αυτές τις «κακές ιδέες»: «Ελεύθεροι και όχι δούλοι! Τι σχέση έχω εγώ με όλα αυτά; Τι με νοιάζει;».
Γκ.Κ. Τσέστερτον «Τα παράδοξα του κυρίου Ποντ», μτφ. Δημήτρης Αρβανίτης, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2019Οι εκδόσεις Αλεξάνδρεια εμπλουτίζουν διαρκώς τη σειρά
Μαύρη γάτα με νέες αστυνομικές ιστορίες. Μεταξύ αυτών,
Τα παράδοξα του κυρίου Ποντ, του Τσέστερτον, το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα (δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατό του, το 1936, αν και από τις οκτώ ιστορίες που περιέχει οι επτά είχαν ήδη δημοσιευθεί στο περιοδικό
Storyteller).
Ο κύριος Ποντ είναι μια από τις χαρακτηριστικές φιγούρες που έχει πλάσει ο συγγραφέας, που έπαιζε συχνά με το παράδοξο στα κείμενά του: ένας άνθρωπος που μοιάζει με λιμνούλα και με ψάρι, που εν μέσω μιας ορθολογικής συζήτησης εκτοξεύει διάφορες τερατώδεις παρατηρήσεις που αφήνουν τους πάντες ενεούς («κάποιοι πίστευαν ότι είχε τρελαθεί ξαφνικά, στη μέση της πιο λογικής συζήτησης»), λύνει αινίγματα, διαλευκαίνει εγκλήματα, ξεκαθαρίζει γρίφους, ανατρέπει βεβαιότητες, αποκαλύπτει κρυφές γωνιές της λογικής – αυτές τις γωνιές όμως που δίνουν τις αληθινές (μη προφανείς, συχνά) απαντήσεις στα ερωτήματα.
«Έχουν πει», γράφει ο Τσέστερτον, «ότι το παράδοξο είναι “αλήθεια που στέκεται με το κεφάλι κάτω για να τραβήξει την προσοχή”». Στο βιβλίο αυτό, γράφει οκτώ ιστορίες, με χιούμορ, με πολιτικοκοινωνικό σχολιασμό κάποιες φορές, παίζοντας (όπως πολλές φορές το συνηθίζει) με λογικούς ακροβατισμούς, για να σκιαγραφήσει αυτόν τον παράξενο χαρακτήρα: «Τα παράδοξα του κυρίου Ποντ ήταν πολύ ιδιόμορφα. Με παράδοξο τρόπο, αψηφούσαν ακόμα και τον ίδιο τον νόμο των παραδόξων».
Λου Αντρέας-Σαλομέ «Φένιτσκα», μτφ. Ν. Κατσιάνου, Μ. Μελανίτη, Μ. Μωρικίδου, Α. Ρούντου, Α. Τσιούλου, επιμ. Α. Αντωνοπούλου, εκδ. Σοκόλη, 2020Η Λου Αντρέας-Σαλομέ είναι γνωστή τόσο για τα γραπτά της όσο και για τα βιογραφικά της στοιχεία, το οποία όμως πολύ συχνά καλύπτουν, αδίκως, τα πρώτα, καθώς παρουσιάζουν την ψευδή εικόνα μιας ετερόφωτης γυναίκας («μούσας» για πολλούς διάσημους άνδρες), αποκρύπτοντας ταυτόχρονα ένα έργο που πρέπει να κριθεί αυτόνομα. Όπως γράφει και στην εισαγωγή της η επιμελήτρια της συλλογικής μετάφρασης, οι γνωστές αναφορές («ο ανεκπλήρωτος έρωτας του Νίτσε», «η ερωμένη του Ρίλκε», «η εκλεκτή μαθήτρια και φίλη του Φρόιντ») «είναι άδικο να χρησιμοποιούνται μονομερώς για μια γυναίκα που ως βασική αρχή είχε τον αυτοκαθορισμό και την αυτοπραγμάτωση [και] άφησε πίσω της ένα σημαντικό δοκιμιακό και λογοτεχνικό έργο».
Η βούληση, η απόφαση, η προσπάθεια για αυτοκαθορισμό είναι το βασικό στοιχείο στο πορτρέτο της γυναίκας που φιλοτεχνεί στη
Φένιτσκα η Σαλομέ. Η πρωταγωνίστρια είναι μια γυναίκα που ξεφεύγει διαρκώς από το πλαίσιο, τους κανόνες, τα όρια, τις ταξινομήσεις, τα στερότυπα που προσπαθεί να επιβάλει ο ανδρικός κόσμος, το ανδρικό βλέμμα. Μια γυναίκα που, ως εκ τούτου, είναι σχεδόν ακατανόητη για τον άνδρα, όσο κοντά της κι αν βρίσκεται αυτός, μια γυναίκα που παίρνει το βάρος κάποιων δύσκολων επιλογών και αποφάσεων για να πραγματώσει την ελευθερία της όπως εκείνη την νιώθει, «σαν την αλεπού που κόβει η ίδια το παγιδευμένο της ποδάρι για να ελευθερωθεί».
Το έργο της Σαλομέ προκαλούσε πάντα συζητήσεις. Οι αρκετά προσωπικές και «αμφίσημες» θέσεις της και η οπτική της για την αυτοπραγμάτωση των γυναικών, ο τρόπος που έβλεπε τη χειραφέτηση των γυναικών, έχει κάνει άλλους και άλλες θεωρητικούς να εγκωμιάσουν το έργο της ως πρωτοφεμινιστικό και άλλους να το επικρίνουν ως αντιφεμινιστικό.
Ντίνο Μπουτζάτι «Οι επτά αγγελιοφόροι», μτφ. Μαρία Οικονομίδου, εκδ. Μεταίχμιο, 2019Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Ντίνο Μπουτζάτι, που κυκλοφόρησε το 1942, δύο χρόνια μετά την περίφημη
Έρημο των Ταρτάρων. Δεκαεννέα ιστορίες που χτίζουν έναν κόσμο αλληγορίας και συνάμα, πολλές φορές, έναν θολό κόσμο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.
Στη συλλογή αυτή περιλαμβάνονται μερικά από τα καλύτερα και πιο γνωστά διηγήματα του Ιταλού συγγραφέα, όπως για παράδειγμα δύο κορυφαία διηγήματα (το «Επτά όροφοι» και το «Κι όμως, χτυπούν την πόρτα») που αποτυπώνουν με συμβολικό τρόπο τη συγκλονιστική άρνηση των πρωταγωνιστών τους να δουν και να αποδεχθούν την πραγματικότητα, καθώς αρπάζεται από την αυταπάτη του ο καθένας για να μη δει το προφανές να επελαύνει για να τον σαρώσει, ενώ εξίσου ιδιαίτερο είναι και το πρώτο –ομότιτλο με τη συλλογή– διήγημα, ένα διήγημα στο οποίο, όπως γράφει η μεταφράστρια στο επίμετρό της, «διατηρείται ο απόηχος της
Ερήμου των Ταρτάρων».
Έλσα Μοράντε «Η ιστορία», μτφ. Άμπυ Ράικου, εκδ. Καστανιώτη, 2019Τις πρώτες μέρες του 1941, ένας Γερμανός στρατιώτης περιπλανιέται σε μια φτωχογειτονιά της Ρώμης. Κάποια στιγμή, επιτίθεται και βιάζει μια γυναίκα. Η γυναίκα αυτή, η Ίντα, δασκάλα, 37 χρόνων, χήρα, μένει έγκυος από τον βιασμό. Η Ίντα, εβραϊκής καταγωγής, ζει έχοντας με τον κόσμο «μια σχέση τρομαγμένης υποταγής»: «όλος ο υπόλοιπος κόσμος ήταν μια απειλητική αβεβαιότητα για κείνην».
Η Ίντα έχει ήδη έναν γιο, τον έφηβο Νίνο, και όταν γεννήσει τον τόσο ιδιαίτερο Ουζέπε («αυτό το πρωτάκουστο όνομα»…) θα προσπαθήσουν οι τρεις τους να τα βγάλουν πέρα καθώς γύρω τους η αγριότητα κυριαρχεί μέρα τη μέρα. Αλλά κι όταν ο πόλεμος τελειώνει, όταν πια έρχεται η ειρήνη που τόσο λαχταρούν όλοι, η ζωή της Ίντα, όπως και πολλών άλλων ανθρώπων, παραμένει σκληρή. Η Ίντα, ανήκοντας σε μια κατηγορία ανθρώπων «που υπάρχει και περνάει χωρίς να κάνει αισθητή την παρουσία της παρά μόνο μέσα στα μαύρα χρονικά», ζει σχεδόν αποτραβηγμένη από τον «κόσμο των ενηλίκων», χωρίς καλά-καλά να μαθαίνει τα «μεγάλα γεγονότα» που συμβαίνουν γύρω της, καθώς οδεύει βασανιστικά προς την πιο απλή αλήθεια: «όλες οι ζωές, είναι αλήθεια, έχουν το ίδιο τέλος».
Στο πιο γνωστό μυθιστόρημά της, η Έλσα Μοράντε γράφει μια σκληρή ιστορία που διαδραματίζεται σε μια σκληρή εποχή, αποτυπώνοντας το πορτρέτο μιας γυναίκας που ανεβαίνει την προσωπική της σκοτεινή ανηφόρα, ενώ γύρω της συμβαίνουν συγκλονιστικά γεγονότα που σημαδεύουν τη ζωή της, με τα οποία όμως η ίδια δεν καταφέρνει να επικοινωνήσει πραγματικά, πέρα απ’ όσο αυτά συνδέονται με τους δικούς της εφιάλτες. Όταν εκδόθηκε το βιβλίο, μάλιστα, παρά την επιτυχία που είχε, προκάλεσε πολλές συζητήσεις και αντιφατικές κριτικές σχετικά με το ιδεολογικοπολιτικό του στίγμα (στην ιστορία έχει μείνει η κριτική του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, σε δύο μέρη μάλιστα, το καλοκαίρι του 1974, που οδήγησε στη ρήξη μεταξύ Μοράντε και Παζολίνι).
Ζωρζ Σιμενόν «Ο πάτος του μπουκαλιού», μτφ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. Άγρα, 2020Ακόμα ένα από τα «σκληρά» μυθιστορήματα του Βέλγου συγγραφέα που μεταφράζεται στα ελληνικά, ένα μυθιστόρημα από την «αμερικανική περίοδο» που έχει μεταφερθεί και στον κινηματογράφο, το 1956, σε ένα κλασικό νουάρ του Χένρι Χάθαγουεϊ.
Ο δικηγόρος Π.Μ. Άσμπριτζ ζει μια ήρεμη οικογενειακή ζωή, μια ράθυμη ρουτίνα, στο αγρόκτημά του, στην Αριζόνα, κοντά στα σύνορα με το Μεξικό. Αυτή η ηρεμία διαταράσσεται όταν ξαφνικά εμφανίζεται ο αδελφός του τον οποίο έχει να δει χρόνια: είναι δραπέτης από τη φυλακή (έχει καταδικαστεί για φόνο) και απαιτεί από τον αδελφό του να τον περάσει από τα κοντινά σύνορα με το Μεξικό.
Ο Π.Μ. τον παρουσιάζει στη γυναίκα και τους φίλους του ως παλιό φίλο. Ενώ ο Π.Μ. προσπαθεί να συντηρεί το ψέμα του και ενώ ο αδελφός του αρχίζει να τον πιέζει όλο και περισσότερο, όλα περιπλέκονται καθώς αρχίζει μόλις η περίοδος τον βροχών, το ποτάμι που πρέπει να περάσουν προς το Μεξικό πλημμυρίζει και τους αποκόπτει, ενώ η σύζυγος του Π.Μ. αρχίζει να υποψιάζεται πως κάτι δεν πάει καλά με τις εξηγήσεις του άντρα της.
Ο Σιμενόν σκαλίζει για άλλη μια φορά την ψυχολογία των πρωταγωνιστών του, και ειδικά του Π.Μ., χτίζοντας σιγά-σιγά ένα κλίμα αγωνίας και απειλής γύρω από έναν άνθρωπο που πνίγεται μεταξύ θυμού, φόβου και ενοχής, ωθούμενος σε αποφάσεις που δεν ξέρει καλά-καλά γιατί τις παίρνει και οι οποίες θα οδηγήσουν στην τραγική έκβαση.
Κώστας Αθανασίου