Μαρία Καραμεσίνη (επιμ.) «Ανισότητες, νεοφιλελευθερισμός και ευρωπαϊκή ενοποίηση: Προοδευτικές απαντήσεις», εκδ. νήσος/Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2019Του Γιώργου Δαρεμά*Ο συλλογικός τόμος που εξέδωσε το Ινστιτούτο Πουλαντζά σε συνεργασία με τις εκδόσεις Νήσος φέρνει για πρώτη φορά στο προσκήνιο το καυτό ζήτημα της πλειάδας κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων που παράγει ο ηγεμονεύων νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Η κατάδειξη, καταπολέμηση και άρση των κοινωνικών ανισοτήτων αποτελεί το στρατηγικό διακύβευμα που ενώνει τις ποικίλες πολιτικές και κινηματικές αποχρώσεις της Αριστεράς (Γ. Δραγασάκης, σ. 72) για μια δίκαιη μετάβαση σε έναν αλληλέγγυο κόσμο ελευθερίας και δημοκρατικού σοσιαλισμού.Ο λόγος περί κοινωνικών ανισοτήτων έχει αποκτήσει τόσο ριζική δυναμική στο κοινωνικό φαντασιακό, ιδιαίτερα μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008-9, ούτως ώστε ακόμα και συστημικοί διεθνείς οργανισμοί έχουν υποχρεωθεί να τον εντάξουν στη δημόσια ρητορική τους έστω και προσχηματικά όπως εύστοχα επισημαίνει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Α. Τσίπρας, στο καταληκτικό άρθρο του τόμου (σ. 340).Ο τόμος που επιμελήθηκε η Μ. Καραμεσίνη, η οποία συγγράφει μια εμπεριστατωμένη εισαγωγή παρουσίασης των αναλύσεων που ακολουθούν εντάσσοντας τες σε έναν άρτιο θεωρητικό προβληματισμό που συνδέει τις διαφορετικές μορφές οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού με τα πολιτικά διακυβεύματα σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, συμπεριλαμβάνει 24 άρθρα, 30 συγγραφείς και έναν πρόλογο, συνιστώντας μια πολυφωνική αποτύπωση της «γενικής διάνοιας» της Αριστεράς, από τις παρυφές της σοσιαλδημοκρατίας και την προοδευτική κεντροαριστερά μέχρι τις σοσιαλιστικές απολήξεις της. Στον πρόλογο, ο φιλόσοφος Κ. Δουζίνας αναλύει ευσύνοπτα την έννοια της «ισοελευθερίας» (που ανέπτυξε ο Μπαλιμπάρ) ως αναγκαίου όρου ύπαρξης μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Η μνεία της έννοιας της «καθολικότητας» ως καταστατικής συνθήκης της νεωτερικότητας θα ήταν χρήσιμη, καθώς παρέχει ένα κριτήριο εννοιολογικής διάκρισης μεταξύ πολιτικού φιλελευθερισμού (καθολικότητα ισοελευθερίας σε Λοκ και Ρουσώ) και νεοφιλελευθερισμού (ελευθερία μόνο για τους ισχυρούς που μπορούν να την ασκούν, π.χ. των εργοδοτών στις αγορές εργασίας). Αυτή η διάκριση αντιστοιχεί στη μετάβαση από το «κεϋνσιανό κράτος» στο νεοφιλελεύθερο κράτος (όπως αναπτύσσεται στο έξοχο άρθρο του Δ. Γράβαρη), όπου από την καθολικότητα των «κοινωνικών δικαιωμάτων» (κοινωνικές μεταβιβάσεις) μεταβαίνουμε στη μερικότητα μεταβιβάσεων προς στοχευμένες πληθυσμιακές ομάδες (σ. 256-7) εξαιτίας της νέας ιστορικής μορφής ταξικής κυριαρχίας που ενσαρκώνει το νεοφιλελεύθερο κράτος.
Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε ενότητες που αφορούν σε βασικά πεδία συγκρότησης κοινωνικών ανισοτήτων, όπως οικονομικές ανισότητες εισοδήματος και πλούτου, εργασιακές σχέσεις και ανεργία, έμφυλες και διαγενεακές ανισότητες καθώς και ανισότητες που δομούνται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε σε επίπεδο περιφερειών είτε μεταξύ των χωρών μελών. Στο τέλος κάθε ενότητας συμπυκνώνουμε μια σειρά από προγραμματικές ιδέες, εφαλτήριο για τη σύγχρονη Αριστερά.
Κίνδυνοι υπονόμευσης της δημοκρατίαςΣτο πρώτο μέρος, εξετάζονται η σύνδε��η της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης με την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, τα πλήγματα που δέχονται οι μεσαίες τάξεις με τη στρατηγική ακύρωσης του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου και οι κίνδυνοι υπονόμευσης της δημοκρατίας που απορρέουν εξ αυτού (Β. Ράζα, σσ. 77-91). Οι διαρθρωτικές εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ νοικοκυριών αποτελούμενα από μισθωτούς στην ΕΕ διερευνώνται από τον Β. Σαλβέρντα (σσ. 93-107), η κεντρικότητα της φορολογικής πολιτικής για τη χαλιναγώγηση της ανισότητας από τον Τ. Λίμαν (σσ. 109-121), ενώ ο Θ. Μητράκος καταδεικνύει την επίδραση των πολιτικών λιτότητας στην αύξηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα (σσ. 123-133). Προκύπτει από τις αναλύσεις ότι η άμβλυνση των ανισοτήτων είναι ανέφικτη παρεκτός εάν η Αριστερά συστρατευθεί σύσσωμη υπέρ της αναστύλωσης ενός πολυδιάστατου κράτους πρόνοιας, κοινωνικών αναδιανεμητικών πολιτικών, προοδευτικής φορολογίας και εναντιωθεί στην ογκούμενη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων που αλλάζει μονόπλευρα το συσχετισμό δύναμης υπέρ του κεφαλαίου έναντι της κοινωνικής εργασίας.
Ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεωνΣτο δεύτερο μέρος, αναδεικνύονται οι ανισότητες που διέπουν την αγορά εργασίας. Επισημαίνεται ο ρόλος των άτυπων μορφών απασχόλησης στην αύξηση της ανισότητας στην ΕΕ (Τ. Ρουμπέρι, 137-149), η σημασία των «περιεκτικών συλλογικών μορφών διαπραγμάτευσης» στη μείωση ανισοτήτων αλλά και στην ενδυνάμωση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης (Γ. Μπος, σσ. 151-163), η αποδυνάμωση του θεσμικού πλαισίου «συλλογικών διαπραγματεύσεων» ως παράγοντας αύξησης ανισοτήτων μεταξύ των Ευρωπαϊκών περιφερειών (Α. Κουκιαδάκη, σσ. 165-175) ενώ για την Ελλάδα η Ε. Αχτσιόγλου αναλύει τη στρατηγική «επαναφοράς της συλλογικής αυτονομίας» της κυβερνώσας Αριστεράς (επεκτασιμότητα, αρχή ευνοϊκότερης ρύθμισης) επισημαίνοντας την ανάγκη υπέρβασης μιας στενής αντίληψης «αποκατάστασης» υπέρ μιας νέας οραματικής σύλληψης (σσ. 177-182). Γίνεται σαφές ότι βασική προγραμματική στόχευση υπέρ του κόσμου της εργασίας οφείλει να είναι η ενίσχυση των «συλλογικών διαπραγματεύσεων», η ρύθμιση των άτυπων σχέσεων απασχόλησης, η ενδυνάμωση των φορέων εποπτείας τήρησης του εργασιακού νομοθετικού πλαισίου και η στήριξη ενός αυτοδύναμου συνδικαλιστικού κινήματος με ισχυρή δικτύωση με αντίστοιχες ευρωπαϊκές οργανώσεις και φορείς.
Σχέση γενεών και κοινωνικό φύλοΣτο εξαιρετικά ενδιαφέρον τρίτο μέρος, τίθενται διαστάσεις ανισότητας που αφορούν στη νεολαία, στη σχέση γενεών και το κοινωνικό φύλο. Ο Ν. Παϊζης συσχετίζει το εκπαιδευτικό σύστημα με την νεανική ανεργία (σσ. 185-198), ο Δ. Παρσάνογλου τις αντιλήψεις των εργοδοτών για τους άνεργους νέους/ες με τα κριτήρια πρόσληψης τους (σσ. 199-211), ενώ ο Μ. Βακαλούλης εστιάζει στις νέες πολιτικές αντιλήψεις και μορφές δράσης της γαλλικής νεολαίας (σσ. 213-220). Τα άλλα δύο άρθρα αυτού του μέρους θεματοποιούν τις έμφυλες ανισότητες στην (ευρωπαϊκή) αγορά εργασίας και στη σφαίρα κοινωνικής αναπαραγωγής. Η Αριστερά δεν μπορεί να μένει αδιάφορη απέναντι στις πατριαρχικές δομές που διαιωνίζουν την εργασιακή τμηματοποίηση των φύλων, την προσκόλληση σε παραδοσιακούς έμφυλους επαγγελματικούς διαχωρισμούς, τα άνισα εμπόδια ένταξης στην αγορά εργασίας, τις μισθολογικές ανισότητες και την υπερφόρτωση των γυναικών με τη φροντίδα της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Στο τέταρτο μέρος, αναπτύσσονται με ενάργεια οι κρισιακές επιπτώσεις που επέφεραν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας (Χ. Παπαθεοδώρου, σσ. 283-296), και η συρρίκνωση των μεσαίων τάξεων (Ισπανία, Ρ. Ντε Μπουστίγιο, σσ. 259-270, Ιταλία, Α-Μ. Σιμονάτσι, σσ. 271-282). Ενάντια στην οικονομιστική αντίληψη ότι το κράτος πρόνοιας αποτελεί δημοσιονομικό «βαρίδι», τεκμηριώνεται ότι «οι κοινωνικές μεταβιβάσεις είναι κοινωνική επένδυση που λειτουργεί ως δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής» (Θ. Φωτίου, σ. 300). Η ταξική αποδιάρθρωση και η ανέχεια ευρέων στρωμάτων του πληθυσμού που προξενεί ο αδυσώπητος νεοφιλελευθερισμός υποδεικνύει το απαιτούμενο στρατηγικό σχέδιο της Αριστεράς, την επίτευξη ταξικής συμμαχίας εργατικών και μικρομεσαίων αστικών στρωμάτων και την συνακόλουθη πολιτική εκπροσώπηση τους.
Αναγκαιότητα κοινωνικοπολιτικών συμμαχιώνΤο πέμπτο και τελευταίο μέρος αφοσιώνεται στη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΕΑ) και τις πολιτικές αντιμετώπισης των ανισοτήτων εντός της ΕΕ (Δ. Παπαδημούλης, σσ. 307-312, Κ. Κούνεβα, σσ. 313-316) και ολοκληρώνεται με μια συζήτηση στρογγυλής τραπέζης στην οποία συμμετέχουν σημαίνουσες προσωπικότητες της ΕΑ όπως Σκα Κέλερ, Β. Μπάιερ, Ε. Τσακαλώτος, Γ. Τσίμερ (σσ. 317-334) όπου εξετάζονται κεντρικά επίδικα της Αριστεράς, όπως η αλλαγή «παραδείγματος», τα αίτια της κρίσης, το μεταναστευτικό ζήτημα, η φοροδιαφυγή του κεφαλαίου, το «δημοκρατικό έλλειμμα», ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς. Στο ακροτελεύτιο άρθρο ο Α. Τσίπρας (σσ. 335-342) επιχειρεί μια αποτίμηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης αναδεικνύοντας τα διακυβεύματα της Αριστεράς και προτάσσοντας την αναγκαιότητα κοινωνικοπολιτικών συμμαχιών ως μόνης εναλλακτικής πυξίδας για την προοδευτική μετάβαση σε μια δίκαιη κοινωνία. Η προτεραιότητα διαφύλαξης της δημόσιας υγείας που επέφερε η πανδημία ανέτρεψε διεθνώς την αξιακή ιεραρχία του νεοφιλελευθερισμού (όχι τα κέρδη υπεράνω των ανθρώπων, όταν νοσεί η κοινωνία νοσεί και η οικονομία) και καταδεικνύει ότι ένα συμπεριληπτικό δημοκρατικό κοινωνικό κράτος είναι όρος επιβίωσης των κοινωνιών και ολόκληρης της οικουμένης.
* Δρ Κοινωνικής και Πολιτικής Θεωρίας Πανεπιστημίου Σάσεξ.