Τη Δευτέρα, 6 Ιούλη, ο μεγάλος συνθέτης Ένιο Μορικόνε άφησε την τελευταία του πνοή στη Ρώμη, όπου έζησε και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ήταν ένας εξαιρετικά παραγωγικός συνθέτης που συνέθεσε μουσική για πάνω από πεντακόσιες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Είναι όμως περισσότερο γνωστός για τη μουσική του στα λεγόμενα γουέστερν σπαγγέτι, τις ταινίες του φίλου του από τα θρανία του δημοτικού σχολείου Σέρτζιο Λεόνε. Είχε μια ιδιαίτερη σχέση μ’ αυτές τις ταινίες, καθώς οι δημοσιογράφοι τού έθεταν ερωτήσεις κυρίως γι’ αυτές. Χαρακτηριστικά, σε συνέντευξή του στον Guardian το 2006, όταν τον ρώτησαν γιατί το «Για μια χούφτα δολάρια» είχε τόσο μεγάλη επιτυχία, απάντησε: «Δεν ξέρω, είναι η χειρότερη ταινία που έκανε ο Λεόνε και το χειρότερο soundtrack που συνέθεσα».
Η δυσαρέσκειά του είναι απόλυτα κατανοητή, καθώς είχε τεράστια μουσική παιδεία και συνέθετε για πολλά κινηματογραφικά είδη, όπως θρίλερ, κωμωδίες, αστυνομικά, κ.λπ. Η φιλμογραφία στην οποία συμμετείχε είναι εντυπωσιακή: έχει δουλέψει με τον Πιερπάολο Παζολίνι, τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, τον Τζίλο Ποντεκόρβο, τον Τέρενς Μάλικ, τον Μπράιαν Ντε Πάλμα, τον Τζον Κάρπεντερ, τον Πέδρο Αλμοδοβάρ, τον Τζουζέπε Τορνατόρε και πολλούς άλλους.
Κέρδισε το Όσκαρ μόλις το 2016 για τους «Μισητούς Οκτώ» του Κουέντιν Ταραντίνο και έμεινε χαραγμένη στη μνήμη των θεατών η συγκινητική αφιέρωση του βραβείου στη σύζυγο του. Στην καριέρα του ήταν υποψήφιος για άλλα πέντε Όσκαρ και έλαβε πλήθος διακρίσεων.
Παρόλο που το Χόλιγουντ τον ζητούσε επίμονα και του είχαν γίνει προτάσεις να μεταφερθεί στο Λος Άντζελες, ο Μορικόνε δεν έμαθε ποτέ να μιλάει αγγλικά, εργαζόταν πάντα στη Ρώμη και για χρόνια αρνιόταν να ταξιδέψει με αεροπλάνο. Μόλις το 2007 επισκέφτηκε τις ΗΠΑ σε ηλικία 78 ετών, για να πραγματοποιήσει μια μουσική περιοδεία.
Εργαζόταν για εβδομάδες ολόκληρες χωρίς διακοπή στο γραφείο του, όχι στο πιάνο, καθώς ο ίδιος έλεγε πως άκουγε τη μουσική μέσα στο μυαλό του. Αυτή η άοκνη εργατικότητά του τον καθιστούσε διαφορετικό από τους περισσότερους συναδέλφους του στο σινεμά. Στο Χόλιγουντ, η διαδικασία παραγωγής μουσικής είναι σε μεγάλο βαθμό βιομηχανική. Όταν ο διευθυντής και η ορχήστρα ηχογραφούν το soundtrack μιας ταινίας, ο συνθέτης μπορεί ήδη να έχει αρχίσει να συνθέτει το επόμενο κομμάτι. Ο Μορικόνε αντίθετα δεν δεχόταν να δουλέψει με αυτούς τους όρους. Σε συνέντευξή του στο Cineaste το 1995 δήλωσε: «Οι συνθέτες όλων των εποχών, εκτός ίσως από αυτήν, που ασχολούνταν με το σινεμά, το θέατρο και άλλες σύγχρονες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, έγραφαν οι ίδιοι τη μουσική τους. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιος που αποκαλεί τον εαυτό του συνθέτη δεν ολοκληρώνει τη μουσική του, και άρα δεν θέτει τις τελικές πινελιές στο έργο του».
Συχνά ο Μορικόνε δούλευε σε είκοσι ή περισσότερες ταινίες το χρόνο, έχοντας μερικές φορές στα χέρια του μόνο ένα σενάριο. Οι σκηνοθέτες εκπλήσσονταν από την ποικιλία των συνθέσεών του (ταραντέλες, ρομαντικά θέματα, υποβλητικές μουσικές για θρίλερ, μουσικές επηρεασμένες από τον 18ο αιώνα). Όμως, πάνω απ’ όλα, ήξερε πότε χρειάζεται η σιωπή. Φρόντιζε να μην υπάρχει υπερβολική χρήση μουσικής σε μια ταινία, ώστε να μην μπερδέψει τα συναισθήματα του κοινού.
Ο Ένιο Μορικόνε γεννήθηκε στη Ρώμη στις 10 Νοεμβρίου του 1928. Ο πατέρας του ήταν τρομπετίστας και του δίδαξε να παίζει πολλά μουσικά όργανα από μικρή ηλικία. Η επιρροή του πατέρα ήταν θεμελιώδης. Το 1940 μπήκε στην Εθνική Ακαδημία της Σάντα Τσετσίλια, όπου σπούδασε τρομπέτα, διεύθυνση ορχήστρας και σύνθεση.
Οι εμπειρίες του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πείνα και η δυστυχία που είδε στη Ρώμη εκείνη την εποχή, τότε που για να ζήσει έπαιζε τρομπέτα σε γιορτές και πανηγύρια, τον επηρέασαν βαθιά και αντανακλώνται σε πολλές από τις μουσικές του. Μεταπολεμικά εργάστηκε ως συνθέτης για το ιταλικό δημόσιο ραδιόφωνο και για δισκογραφικές εταιρείες. Σαν καλλιτέχνης πάντα πίστευε στο να γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ των μουσικών ειδών και αυτό αποδεικνύεται από τη συμμετοχή του στη σύνθεση και ενορχήστρωση πολλών ιταλικών ποπ τραγουδιών, όπως τα θρυλικά Sapore di Sale του Τζίνο Πάολι και Se Telfonando της Μίνα.
Η πρώτη του ταινία, το 1961, ήταν η αναρχική κωμωδία με τίτλο «Ο φασίστας», σε σκηνοθεσία του Λουτσιάνο Σάλτσε, χάρη στην οποία έγινε διάσημος ο Ούγκο Τονιάτσι, στο ρόλο του μελανοχίτωνα Πρίμο Αρκοβάτσι, στον οποίο έχουν υποσχεθεί προαγωγή αν μεταφέρει στη Ρώμη για «αναμόρφωση» έναν αντιφασίστα διανοούμενο.
Παρόλο το τεράστιο ταλέντο του και τη μεγάλη του καριέρα, ήταν πάντα ένας μετριόφρων άνθρωπος. Σε συνέντευξή του στους New York Times είχε πει: «Η άποψη ότι είμαι ένας συνθέτης που γράφει πολύ είναι σωστή, αλλά μόνο σε ένα βαθμό. Σε σύγκριση με τους κλασικούς συνθέτες, όπως ο Μπαχ, ο Φρεσκομπάλντι, ο Παλεστρίνα και ο Μότσαρτ θα θεωρούσα τον εαυτό μου άεργο». Έλεγε επίσης: «Κάθε φορά προσπαθώ να ετοιμάσω τη μουσική επένδυση μιας ταινίας που πρέπει να αρέσει στον σκηνοθέτη, στο κοινό, αλλά κυρίως να αρέσει σε εμένα, γιατί διαφορετικά δεν είμαι ικανοποιημένος. Εγώ πρέπει να είμαι ικανοποιημένος πριν από το σκηνοθέτη. Δεν μπορώ να προδώσω τη μουσική μου».
Μια από τις μουσικές του που συγκλόνισαν πραγματικά ήταν για την ταινία «Η μάχη του Αλγερίου» (1966), που σάρωσε τα βραβεία και έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη όσων την είδαν.
Ο Ένιο Μορικόνε αναχώρησε για τα πάνθεον των κινηματογραφικών γιγάντων και η μουσική του παραμένει αθάνατη.
Γιάννης Ραντίν