Του Δημήτρη ΓιατζόγλουΘα κλονίσει σε παγκόσμιο επίπεδο η πανδημία Covid-19 τις βεβαιότητες που θεμελιώνουν την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και της γενικευμένης οικονομικής βίας που αυτός ασκεί; Θα αναδυθεί μια διευρυμένη συνείδηση της ανάγκης και της δυνατότητας ριζοσπαστικής αμφισβήτησής του; Θα υπάρξει, μέσα σε ορισμένες συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης, μια μικρή έστω μετατόπιση από τη φανατική προσήλωση στην οικονομική στρατηγική της λιτότητας και της μεταδημοκρατίας; Μήπως, τελικά, αυτό που θα προκύψει θα είναι η παραπέρα ενίσχυση του σημερινού παγκοσμιοποιημένου ανθρωπολογικού προτύπου, διευρυμένου με νέες μορφές βιοεξουσίας;
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι γυμνόςΚυβερνήσεις, πολιτικοί ηγέτες και κόμματα, διανοούμενοι (της αριστεράς κατά κύριο λόγο) ψάχνουν απαντήσεις. Επιχειρούν να διατυπώσουν υποθέσεις εργασίας για μια «άλλη» ανάγνωση του άμεσου μέλλοντος. Μια δειλή και αμήχανη αισιοδοξία επανεμφανίζεται στην προβληματική και συνοψίζεται στο γνωστό κλισέ –«η κρίση ως ευκαιρία»: Διότι, απέναντι στην κρίση, ο νεοφιλελευθερισμός εμφανίζεται γυμνός. Διότι, ακόμα και οι ζηλωτές του δόγματος της «ελεύθερης αγοράς που ρυθμίζει από μόνη της δυσλειτουργίες και κρίσεις της καπιταλιστικής μεγέθυνσης», στρέφουν ανήσυχοι το βλέμμα στο «κράτος-δυνάστη», για να παρέμβει και να αποτρέψει την κατάρρευση κλάδων και ιδιωτικών επιχειρήσεων. Και συνεπώς, ιδού μια εναλλακτική «αντικειμενική» δυνατότητα.
Αυτή η «αισιοδοξία» θυμίζει μάλλον τη νοσταλγία του φυλακισμένου για ελευθερία. Αγνοεί και την πρόσφατη μνήμη και τις αντοχές της φυλακής. Παρακάμπτει την πραγματικότητα στο όνομα της επιθυμίας: Ο «επάρατος κρατισμός» επιστρατεύθηκε και το 2008 για να σωθούν επιχειρήσεις και τράπεζες. Οι αλα-καρτ παρεμβάσεις του θα συνεχίζονται όσο το απαιτεί η αντοχή και η αναπαραγωγή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και η επικυριαρχία της οικονομίας επί της πολιτικής. Το σταθερό αντίτιμο της σωτηρίας θα εξακολουθήσει να είναι η κατά καιρούς σφαγή των μισθών και των κοινωνικών δικαιωμάτων και η συντήρηση δημόσιων πολιτικών πρόνοιας θα ασκείται οριακά, για να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του εργασιακού δυναμικού. Η ταυτότητα του νεοφιλελευθερισμού είναι συνεκτική. Τα «πρακτικά» μέτρα και η ιδεολογία που τα συναρμόζει, συγκροτούν εδώ και χρόνια ένα αφήγημα που πείθει τους υποτελείς ότι η «φυλακή» είναι τελικά ο καλύτερος των δυνατών τόπων.
Παρά τη σύγχιση και τις αβεβαιότητες των επιστημονικών προβλέψεων για την εξέλιξη, παρά τη ρητορική περί επανεμφάνισης της «αλληλεγγύης» στην Ευρώπη και την πιθανολόγηση κεϋνσιανών ψιμμυθίων στο παγερό πρόσωπο της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας, παρά τα όποια εξεγερσιακά ξεσπάσματα του θυμού και της απελπισίας, ο κυρίαρχος προσανατολισμός για την «επόμενη μέρα» είναι ορατός: Επιστροφή στην προ πανδημίας «κανονικότητα», του καπιταλισμού χωρίς φραγμούς, πολιτικό έλεγχο, ηθικές δεσμεύσεις και όρια. Και η επιστροφή θα γίνει αποδεκτή από τα θύματα ως μόνη ιστορική δυνατότητα. «Η ζωή ως ρίσκο», από έκφραση πολιτισμικού εκβαρβαρισμού, έχει καταστεί το σύγχρονο modus vivendi. Η πανδημία δεν θα λειτουργήσει ως μοχλός ανατροπής. Θα ενσωματωθεί στην αντίληψη ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι «η φυσιολογική κατάσταση της ανθρωπότητας στη σύγχρονη εποχή».[ Κύρκος Δοξιάδης].
Απουσία οράματοςΑυτή είναι αληθινά μια μαύρη εικόνα. Δεν την έχει επιβάλει, όμως, ούτε ο αυτοματισμός της ιστορικής νομοτέλειας του «μονόδρομου», ούτε η πειθώ του ιδεολογήματος ότι η Αγορά είναι ο εγγυητής της «ελευθερίας» και της παραμυθίας για την ανεκτή ευμάρεια των «μειωμένων προσδοκιών». Στις συντεταγμένες που ορίζουν την εικόνα, ανήκει η διάσταση μιας καθοριστικής απουσίας. Της απουσίας του να σκεφτόμαστε έστω, ως κοινωνίες, ως πολιτικές συλλογικότητες, ως άτομα, τη δυνατότητα μιας ριζικής εναλλακτικής λύσης στο υπάρχον και πολύ περισσότερο να σχεδιάσουμε τη πολιτική πρακτική του μετασχηματισμού του. Η ευθύνη της απουσίας βαραίνει πρωτίστως την Αριστερά.
Μετά το 1989, απέναντι στην επιτάχυνση των διαδικασιών της θριαμβεύουσας νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η Αριστερά στάθηκε αμήχανη (στην καλύτερη περίπτωση) ή σε σύγχυση (στην χειρότερη). Η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», εσωτερικεύθηκε, σε συντριπτικό βαθμό, και ως στρατηγική ιδεολογική ήττα, τροφοδοτώντας διεργασίες σχετικοποίησης θεμελιακών προταγμάτων και
«εκσυγχρονιστικής» προσαρμογής στη νέα κατάσταση. Για το σοσιαλδημοκρατικό της κομμάτι, η παγκοσμιοποίηση ήταν η αναπόφευκτη και επιθυμητή χωρική και χρονική επέκταση της νεωτερικότητας, η εποχή άνθισης των δικαιωμάτων, ένα συνώνυμο της «οικουμενικότητας». Για δυνάμεις της πέραν της σοσιαλδημοκρατίας Αριστεράς, ήταν ένα σύνθετο πεδίο αγώνων για το «δημοκρατικό έλεγχο, τον προσανατολισμό και τη διεύθυνσή της». Το «πώς» αυτού του ελέγχου δεν διατυπώθηκε ποτέ μέσα από ένα επεξεργασμένο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα (θυμόμαστε όλοι την τύχη της πρότασης για τον φόρο Τόμπιν στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές). Στην υιοθέτηση αυτού του «στρατηγικού στόχου» υπήρχε εξ αρχής ένα αναπάντητο ερώτημα: πόσο δυνατή ήταν και είναι η επιδίωξη βελτιωτικών «ρυθμίσεων» του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, του οποίου ο ταυτοτικός πυρήνας είναι η διαρκής απορρύθμιση, χωρίς την αμφισβήτηση και τη ρήξη με τα βασικά του χαρακτηριστικά; Και σήμερα, πόσο πειστική ακούγεται η καθησυχαστική μελλοντολογία της Λαγκάρντ για το οικονομικό μέλλον της Ευρώπης, αν εξακολουθήσουν να παραμένουν ανέγγιχτα τα ιερά δόγματα των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και της μείωσης του χρέους;
Η σπίθα δεν ανάβει μόνη τηςΗ σκοπιά του οικονομισμού αποκρύπτει το ουσιώδες: το νεοφιλελεύθερο «παράδειγμα» εγκαταστάθηκε στο μυαλό και στην ψυχή των ανθρώπων σαν πεπρωμένο, μέσα από ένα συστηματικό και αδιάλλακτο ιδεολογικό αγώνα. Ο «μονοθεϊσμός της Αγοράς» νίκησε τον «πολυθεϊσμό» της εκσυγχρονιστικής «ιδεολογίας της μη ιδεολογίας» [Ελεφάντης]. Η Αριστερά ηττήθηκε στο δικό της γήπεδο. Τα υποζύγια της βαρβαρότητας, στερημένα από την πολιτική φαντασία μιας εναλλακτικής στον καπιταλισμό, πρόσφεραν «παθητική συναίνεση» στην επαγγελία: ελευθερία χωρίς αλλαγή των ταξικών σχέσεων.
Να περιμένουμε την πανδημία να λειτουργήσει ως το «αντικειμενικό συμβάν», που θα πυροδοτήσει διαδικασίες αποδιάρθρωσης της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας αποτελεί κάτι περισσότερο από ηθελημένη ψευδαίσθηση. Αποτελεί συνέχιση υπαγωγής στην ήττα (μέχρι να στρέψει κατεύθυνση η μηχανική της ιστορίας). Το κομβικό ζήτημα είναι να επανεγγράψουμε στο φαντασιακό των ανθρώπων τη δυνατότητα να αντιμετωπιστεί η διπλή τους απώλεια: του μέλλοντος ως διάστασης σχεδιασμού μιας διαφορετικής ζωής, εναντίον ενός παρόντος που προσλαμβάνεται ως μη αναστρέψιμο, και της πολιτικής ως χειραφετητικής διαδικασίας. Να επανεγγράψουμε, δηλαδή, στη σκέψη την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα των αντικαπιταλιστικών ρήξεων, διαμεσολαβημένη από τη συλλογική πράξη. Μόνο που αυτό απαιτεί πριν απ’ όλα την ανάληψη από την Αριστερά ενός ιδεολογικού αγώνα, το ίδιο συστηματικού και αδιάλλακτου με αυτόν του αντιπάλου.
Ας επιστρέψουμε σε κάτι που φαίνεται πως έχουμε ξεχάσει: Απέναντι στην πολύπλοκη πραγματικότητα του καιρού μας, η διαυγής απλότητα των θεμελιακών μας προταγμάτων μπορεί να κινητοποιήσει και πάλι το πάθος της πολιτικής στράτευσης.