Παρακολουθώντας την συνέντευξή του στον Σκάι την Τρίτη, εύλογα διερωτάται κάποιος αν ο κ. Μητσοτάκης έχει, από ιδιοσυγκρασία, μια άκρως προσωπική σχέση με τα αριθμητικά δεδομένα και την ερμηνεία τους, ή εάν η διαχείριση που τους επιφυλάσσει απλώς υπαγορεύεται από την ανθρωπίνως κατανοητή ανάγκη να υπερασπιστεί τα πεπραγμένα του, ακόμη και αν, κάνοντάς το, έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με την ψυχρή αλήθεια τους. «Η χώρα», είπε ο πρωθυπουργός, «είναι πιο ισχυρή από ό,τι ήταν πριν, παρά την ύφεση. Αυτό αποτυπώνεται και στις μετρήσεις. Οι μετρήσεις δείχνουν ότι η χώρα πάει πολύ καλά.»
Την ίδια μέρα οι μετρήσεις και οι αριθμοί κατέθεταν τη δική τους μαρτυρία. Είχε τη μορφή της πρόβλεψης της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με την οποία το 2020 θα υπάρξει ύφεση 9%. Αυτό, στην ψυχρή γλώσσα των αριθμών σημαίνει δύο τινά: Πρώτον, η ελληνική οικονομία θα χάσει 16,87 δις, δηλαδή το ΑΕΠ θα πέσει στα 170,6 δις. Και, δεύτερον, ακόμη και αν ισχύσει η αισιόδοξη πρόβλεψη της Κομισιόν για ανάκαμψη με ρυθμό ανάπτυξης 6% το επόμενο έτος —σενάριο άκρως επισφαλές διότι η υγειονομική κρίση πλήττει κυρίως τη «βαριά βιομηχανία» που λέγεται τουρισμός— το 2021 το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 10,236 δις, φτάνοντας στα 180,8 δις. Αυτό απλά σημαίνει ότι το 2021 η οικονομία θα έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 2017. Με άλλα λόγια, όλος ο πλούτος που παράχθηκε την περασμένη τριετία, ο οποίος, όπως σωστά επισημάνθηκε, «ήταν και ο μοναδικός που παρήγαγε η χώρα στη δεκαετία των μνημονίων», θα έχει χαθεί. Οι αριθμοί προειδοποιούν: Ήδη, σύμφωνα με το σύστημα «Εργάνη», τον Ιούνιο μόνο υπήρξαν 200.000 απολύσεις, ενώ το 20% των επιχειρήσεων που «κατέβασαν ρολά» με το lockdown «παραμένει ακόμη κλειστό, με εργαζομένους-ζόμπι των 530 ευρώ».
Ο κ. Μητσοτάκης στη συνέντευξή του προτίμησε άλλους αριθμούς. Επικαλέστηκε το πακέτο των 24 δις με το οποίο, όπως είπε, η κυβέρνησή του «υποστήριξε την πραγματική οικονομία» — πακέτο που, όμως, παραμένει γρίφος με όρους πραγματικής ρευστότητας προς τη δοκιμαζόμενη επιχειρηματικότητα και την απασχόληση. Επικαλέστηκε, το σημαντικότερο, τα 32 δις ευρώ που προσδοκά, «για να καλύψει το κενό» όπως είπε, η Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης – το οποίο, όμως, παραμένει αίνιγμα με όρους πραγματικής σύνθεσής του και, κυρίως, με όρους χρονικού προσδιορισμού έναρξης διοχέτευσης των πόρων του, η οποία έναρξη, όπως όλα δείχνουν, τοποθετείται σε ένα μέλλον που ξεπερνά τις αντοχές των αναγκών της ελληνικής οικονομίας.
Η Ευρώπη παραμένει διχασμένη αναφορικά με το Ταμείο Ανάκαμψης. Τα 750 δισ. ευρώ που προτείνει η Κομισιόν εκκρεμούν. Οι προοπτικές να υπάρξει συμφωνία στην κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής στις 17-18 Ιουλίου εξασθενούν κάθε μέρα που περνά. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, σκοπεύει να παρουσιάσει στη Σύνοδο μια συμβιβαστική πρόταση που θα διατηρεί σταθερό το ύψους του Ταμείου. Όμως παραμένει άγνωστο αν το μείγμα μεταξύ επιχορηγήσεων και δανείων της πρότασης της Κομισιόν —500 δισ. και 250 δισ. αντίστοιχα— θα αλλάζει και προς ποια κατεύθυνση, όταν υπάρχουν χώρες, όπως η Ολλανδία, που αποστρέφονται τις επιχορηγήσεις και επιμένουν σε ένα Ταμείο δανεισμού, αναπόφευκτα συνδεδεμένο με μνημονιακούς όρους.
Ο κ. Μητσοτάκης είναι ο τελευταίος που δικαιούται να ξεχνά ότι η Ελλάδα έχει δεσμευτεί στο Eurogroup ότι το 2021 θα επανέλθει ο στόχος για πλεόνασμα 3,5%, με ό,τι δυσοίωνο σημαίνει αυτό για τα δημόσια οικονομικά της χώρας. Και ο πρώτος που πρέπει να ανησυχεί στο ενδεχόμενο η κυβέρνηση, αντί να επαναπαύεται σε εφεδρείας τύπου Ταμείο Ανάκαμψης (που πλέον διαγράφεται εξαιρετικά αμφίβολο αν θα αρχίσει να «αποδίδει» μέσα στο 2021), να υποχρεωθεί να καταφύγει σε εφεδρείες τύπου προσφυγή στην πιστοληπτική γραμμή του ESM — κάτι που, άλλωστε, αφήνει να πλανάται ως ενδεχόμενο το Βερολίνο, ως ενδιάμεση λύση έως ότου αρθούν οι διαφωνίες για το Ταμείο Ανάκαμψης.
Γνωρίζει ο κ. πρωθυπουργός ότι όσο πλησιάζει η συζήτηση για τη συγκρότηση του Ταμείου Ανάκαμψης στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής στις 17 Ιουλίου εντείνονται οι παροτρύνσεις, αν όχι οι πιέσεις, ιδίως προς τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου που έχουν πληγεί περισσότερο από τον Covid-19 και την κρίση, να επανεξετάσουν τη στάση τους έναντι των δανείων του ESM.
Είναι γνωστή η επίσημη θέση της ελληνικής κυβέρνησης. Αποκλείει προς το παρόν την προσφυγή στον ESM, εκτός αν και άλλες χώρες της Ε.Ε. αρχίσουν να προσφεύγουν για δάνεια στα 240 δισ. ευρώ του ταμείου του ESM.
Είναι άγνωστο αν η κυβέρνηση πληροφορήθηκε με ανακούφιση ή με ανησυχία ότι η Ιταλία —προς την οποίο κυρίως απευθύνθηκε ανοικτά η πίεση με την προσδοκία η ανταπόκρισή της να «συμπαρασύρει» και άλλους του ευρωπαϊκού Νότου— απάντησε κατηγορηματικά όχι. Κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Πορτογαλία και την Ισπανία ο ιταλός πρωθυπουργός, Τζουζέπε Κόντε, υπήρξε σαφής: «Δεν μπορούμε να υποχωρήσουμε σε σχέση με την πρόταση της Κομισιόν για το Ταμείο Ανάκαμψης», είπε, καθιστώντας σαφές ότι δεν θέλει και δεν πρόκειται να προσφύγει στον ESM και αφήνοντας να εννοηθεί ότι συμπορεύονται η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Μετά από αυτή τη εξέλιξη, το διάστημα μέχρι τις 17 του μήνα προβλέπεται πυκνό. Είναι πολύ νωρίς να προεξοφληθεί οτιδήποτε. Μπορεί μόνο να υποτεθεί με σχετική βεβαιότητα ότι η δημόσια δέσμευση του κ. Μητσοτάκη, στη συνέντευξή του στον Σκάι, ότι δεν σχεδιάζει προσφυγή στις κάλπες πριν από το τέλος της θητείας του, σχετίζεται με την προσδοκία του ότι στη Σύνοδο Κορυφής, ή ώστε μέχρι τη λήξη της γερμανικής προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο τέλος του έτους, θα έχει υπάρξει συμβιβαστική λύση που θα τον απαλλάξει από τον εφιάλτη της προσφυγής στον ESM – και από την ανάγκη να χρειαστεί να καταφύγει για πολλοστή φορά στη μετωπική σύγκρουση με την ψυχρή αλήθεια των αριθμών.

Κωστής Γιούργος
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet