Του Θωμά ΤσαλαπάτηΓράφεις για να σχολιάσεις. Γράφεις για να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους. Πρώτα στο μυαλό σου και στη συνέχεια στο χώρο γύρω σου. Το έχεις ανάγκη –έτσι πιστεύεις– τα τελευταία χρόνια το κάνεις διαρκώς. Είναι αυτό που κάνεις, άρα είναι αυτό που είσαι. Και οι λέξεις είναι τα πιόνια της κατανόησης, μια παρτίδα που δεν ξέρεις αν θα καταλήξει ποτέ σε αποτέλεσμα, μόνο ξέρεις πως συνεχίζει. Χωρίς άνω τελείες και κόμματα. Διαρκώς, σαν φράση που αγνοεί την ανάσα και διαρκώς συνεχίζει. Οι λέξεις σου φτιάχνουνε τον κόσμο. Τον δημιουργούν από την αρχή ενώ ταυτόχρονα τον ερμηνεύουν. Γιατί η λέξη είναι σύμβολο διαρκές, χωράει παντού και χωράει τα πάντα. Και η χρήση της κάθε φορά σε επιστρέφει στη στιγμή της εφεύρεσής της. Τη στιγμή εκείνη που η λέξη σε συνάντησε για να σε πει. Διάφανος, έκθετος, το σώμα σου ορατό μέσα σε μια φωνή που σε περιγράφει. Μια λέξη αρκεί να σε χωρέσει. Μήτρα του ήχου. Κούνια του νοήματος. Διάρκεια. Μαζί και ανάσα.
Η λέξη είναι το σχήμα που παίρνει ο χρόνος μας. Η εκβολή παγωμένη μέσα σε ένα παρόν που περιγράφει τον εαυτό του. Υπενθύμιση παρουσίας μέσα στο πλέγμα της επικοινωνίας. Ένας τρόπος να λες: «Είμαι εδώ». Και η φράση σου να ξεπερνάει το «είμαι». Και η φράση σου να ξεπερνάει το «εδώ». Να τα ερμηνεύει μέσα από τη διαδικασία της σύνταξής τους. Να επιβεβαιώνει και τις δύο λέξεις μέσα από την ταυτόχρονη συνύπαρξη που συνορεύει με την ταύτιση. Ναι. Οι λέξεις είναι ένα ατελείωτο «είμαι εδώ» ειπωμένο για ίδια χρήση. Μα υπάρχει μια αντίστροφη κίνηση. Μια ενέργεια σιωπής που αναζητά το αντίστροφο αποτέλεσμα. Και οι δύο ενέργειες συναντιούνται στο σώμα σου. Εξισορροπούν και σε συντηρούν ακίνητο. Όταν φουντώνουν, μέσα από την ταυτόχρονη ένταση που βρίσκει την ισόπαλή της, σε κάνουν να ίπτασαι. Πάνω από τα νοήματα, πέρα από το κενό της ερμηνείας. Εκεί ψηλά. Σιωπηλό και ειπωμένο ταυτόχρονα.
Μα το καλοκαίρι οι λέξεις αναζητούν τον ίσκιο. Μια φωλιά όπου το συνεχές του φωτός θα παύσει για λίγο. Η σιωπή έρχεται με νέα ένταση, με νέα αυτοπεποίθηση κυριαρχίας. Σε παρασέρνει μέσα στη ζέστη. Εκεί που οι λέξεις ιδρώνουν και σταδιακά μεταλλάσουν το νόημά τους. Σαν γρανίτες σε ξυλάκι κάτω από τον ήλιο. Όλο και λιγοστεύουν παραμορφωμένες. Πώς να πεις κάτω από τόση ζέστη; Το μόνο νόμιμο νόημα είναι ο ίσκιος. Εδώ θα αναπαυτείς. Κυνηγημένος από λέξεις που ζουζουνίζουν γύρω σου τρομαγμένες σαν έντομα που ψεκάσανε τη φωλιά τους. Εδώ θα ανασάνεις. Μια ανάσα βαθειά και επαναλαμβανόμενη. Με την έντασή της όλο και να ανεβαίνει. Και ενώ εξακολουθεί, η ανάσα, ο ρυθμός της σταδιακά αρχίζουν να ντύνονται με λέξεις. Γίνονται μουρμούρισμα, αρχικά ακατανόητο και ασύνδετο στη συνέχεια ευκρινές, όλο και πιο ευκρινές. Και καθώς ανεβαίνουν από μέσα. Ερχόμενες από βαθιά, όλο και πιο βαθιά. Φτάνοντας ψηλά, όλο και πιο ψηλά. Γίνονται τραγούδι. Γίνονται ξανά νόημα και μαζί το αντίστροφό του. Μοιράζονται γύρω, περισσότερο ήχος και λιγότερο περιεχόμενο. Γίνονται επαφή και λιγότερο ερμηνεία. Αφή κυρίως παρά σκέψη. Γιατί έτσι επικοινωνεί το φως. Με την όψη και όχι με την ερμηνεία της.
Το διαβρωτικό νόημα του καλοκαιριού συνεχίζει μέσα στα κείμενα σου. Ακόμα και αν δεν είναι εμφανές κατοικεί εκεί. Θέλει να ξεσηκώσει τις λέξεις από τις αναλύσεις και τις περιγραφές σου και να τις κάνει τραγούδι. Να απελευθερώσει τις φράσεις από τα νοήματα και να τις καταστήσει ισάξιες του σφυρίγματος. Γιατί τελικά το μόνο που μένει είναι μια άσκοπη καλοκαιρινή περιπλάνηση. Η τυχαία πορεία σου σε έναν ερημικό δρόμο κάτω από τον ήλιο ενώ σφυρίζεις και δεν έχεις κανέναν στόχο. Όλα εδώ είναι ήχος. Και συ είσαι το σφύριγμά σου.
tsalapatis.blogspot.com