Επιμέλεια: Στράτος Κερσανίδης

Ηταν η δεκαετία του 1970 όταν η Ιταλία και το ισχυρό Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα αποτελούσαν για πολλούς πολιτικό υπόδειγμα και ελπίδα μιας επερχόμενης πολιτικής αλλαγής. Ήταν τα χρόνια που η Αριστερά ήλεγχε μια σειρά από δήμους και συνδικάτα, είχε βαθιές ρίζες στην κοινωνία και πίεζε το πολιτικό σύστημα να την αποδεχθεί ως ισότιμο συνομιλητή. Αλλά όσο η επιρροή και η δύναμη του ΙΚΚ αυξανόταν, τόσο αυξανόταν και η αντίδραση του συστήματος, με αποτέλεσμα ο γενικός γραμματέας του κόμματος, ο αείμνηστος Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, να εισάγει στην πολιτική ατζέντα τον όρο «ιστορικός συμβιβασμός», την αναγκαιότητα δηλαδή να δεχτούν οι Χριστιανοδημοκράτες να συγκυβερνήσουν με τους κομμουνιστές εφόσον δεν μπορούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση μόνοι τους. Στο μεταξύ, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες συνέχιζαν την ένοπλη δράση τους και το 1978 απήγαγαν και δολοφόνησαν τον Άλντο Μόρο, ενέργεια που θεωρήθηκε ως προβοκάτσια ώστε να αποτραπεί η συμμετοχή του ΙΚΚ στην κυβέρνηση.


Η επόμενη δεκαετία του 1980 βρήκε δυναμωμένο το Σοσιαλιστικό Κόμμα και έτσι το 1983 έγινε πρωθυπουργός ο Μπετίνο Κράξι. Ένα χρόνο μετά πεθαίνει ο Μπερλινγκουέρ και τα επόμενα χρόνια το πολιτικό σκηνικό αρχίζει να αλλάζει δραματικά. Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, το 1991 συγκεκριμένα, ο νέος γραμματέας του ΙΚΚ, Ακίλε Οκέτο, διακηρύσσει το τέλος του κομμουνισμού, σπάζει κάθε δεσμό με το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα και μεταλλάσσει το κόμμα ονομάζοντάς το Δημοκρατικό Κόμμα. Η πορεία του Δημοκρατικού Κόμματος είναι γνωστή και μακάρι να αποτελέσει δίδαγμα και παράδειγμα προς αποφυγή, ώστε να μην έχουμε τα ίδια και στη χώρα μας. Το 1992 ξεσπάει σκάνδαλο διαφθοράς στο οποίο εμπλέκονται στελέχη του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Μπετίνο Κράξι. Είναι η περίφημη επιχείρηση «καθαρά χέρια», η οποία φέρνει στο φως πλήθος σκανδάλων με αποτέλεσμα την απαξίωση του κόμματος και την ουσιαστική διάλυσή του τα επόμενα χρόνια.
Έτσι το 1994 η Ιταλία, η χώρα με τη μεγάλη δημοκρατική και αριστερή παράδοση, καταλήγει στην εκλογή του μεγιστάνα, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος γίνεται πρωθυπουργός. Ταυτόχρονα σημειώνουν αλματώδη άνοδο τα ποσοστά των ακροδεξιών κομμάτων της Εθνικής Συμμαχίας και της Λέγκας του Βορρά.
Έκτοτε η Ιταλία βολοδέρνει μεταξύ μπερλουσκονισμού και λαϊκίστικων πειραμάτων τύπου «5 αστέρες» και συμμετοχής της ακροδεξιάς στην κυβέρνηση. Η Ιταλία της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα δεν έχει καμία σχέση με την Ιταλία των δεκαετιών 1970 και 1980. Πώς όμως αυτές οι αλλαγές επηρεάζουν τους ανθρώπους οι οποίοι τις έζησαν και ενηλικιώθηκαν ενόσω συνέβαιναν;
Ο Γκαμπριέλε Μουτσίνο, ένας από τους σκηνοθέτες οι οποίοι προσπαθούν να αναγεννήσουν τον παρηκμασμένο –όπως συνέβη και με την πολιτική– ιταλικό κινηματογράφο με την ταινία του «Όταν ανθίζει η νιότη» (Gli anni piu belli), τοποθετεί τους ήρωές του σε αυτήν τη χρονική περίοδο. Παρουσιάζει δηλαδή την ιστορία της Ιταλίας, από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα μέσα από τη ζωή τεσσάρων φίλων, της Τζέμα, του Τζούλιο, του Πάολο και του Ρικάρντο. Σαράντα χρόνια που έφεραν το πάνω κάτω στον κόσμο αλλά και στις ζωές τους. Πρόκειται για μια ταινία-τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής και μιας γενιάς η οποία μεγάλωσε με ορμή και έμεινε με αναπάντητα ερωτήματα για το παρελθόν αλλά και για το μέλλον. Οι τέσσερις φίλοι απομακρύνονται μετά τα εφηβικά τους χρόνια, ξανασυναντιούνται, χάνονται, επανασυνδέονται. Η ζωή σε κύκλους, με συναντήσεις, απώλειες κι απρόοπτα. Κι όλα αυτά σε συνάρτηση με την ιστορία της Ιταλίας και του κόσμου.
Συναντάμε τους ήρωές μας στα 16 τους χρόνια σε μια εποχή που οι συγκρούσεις της νεολαίας με την αστυνομία ήταν καθημερινότητα. Σε μια από αυτές ο Ρικάρντο τραυματίζεται. Είναι ένας ονειροπόλος νεαρός, με γονείς χίπηδες, ο οποίος παντρεύεται την Άννα, χωρίζουν και εκείνη τον εγκαταλείπει παίρνοντας μαζί της το παιδί που έχουν αποκτήσει.
Η όμορφη Τζέμα ξετρελαίνει όλους τους άνδρες που την γνωρίζουν. Ευάλωτη και αυτοκαταστροφική αποτελεί το πεδίο αντιζηλίας μεταξύ του Πάολο και του Τζούλιο που είναι ερωτευμένοι μαζί της. Ο Πάολο γίνεται καθηγητής Λατινικών και Λογοτεχνίας, αλλά δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει από την επιρροή της καταπιεστικής μητέρας του. Ο Τζούλιο έγινε πετυχημένος δικηγόρος, υπερασπιστής των αδύναμων, μέχρις ότου γοητεύθηκε και παραδόθηκε στη λατρεία του χρήματος και της κοινωνικής καταξίωσης.
Η ταινία είναι εμπνευσμένη από την ταινία του Ετόρε Σκόλα «Είχαμε αγαπηθεί τόσο» (1974), αλλά παράλληλα αποτίει φόρο τιμής στους μεγάλους Φεντερίκο Φελίνι, Ρομπέρτο Ροσελίνι και Αλέν Ρενέ. Ο σκηνοθέτης σημειώνει σχετικά: «Αναπόφευκτα, μιλάω για τη ζωή μου, όπως έκανε ο Σκόλα με τη δική του ταινία. Όπως και  ο Ροντόλφο Σονέγκο, που είναι ο πατέρας αυτού του είδους των ιστοριών, ο Σκόλα έζησε τον πόλεμο και την Αντίσταση που επηρέασε την ιδεολογία της δεκαετίας του ’70. Όλα αυτά λείπουν από τη γενιά μου, είμαστε παιδιά κατώτερα από αυτά που βίωσαν τις πολιτικές αλήθειες, μεγαλώσαμε νιώθοντας κατωτερότητα. Εμείς παίζαμε ποδόσφαιρο, ερωτευόμασταν, χορεύαμε μπλουζ, η μόνη μας επανάσταση ήταν το διαδίκτυο. Φυσικά, η ταινία μου αποτίει φόρο τιμής. Άλλωστε, είμαστε οι ταινίες που έχουμε δει και κάνοντας ταινίες δίνω πίσω όλα αυτά που έγινα χάρη στο σινεμά».

strakersan@gmail.com
kersanidis.wordpress.com
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet