Με το ερώτημα «πότε άκουσες για πρώτη φορά τη λέξη ξένος;» αρχίζει το ντοκιμαντέρ της Χριστίνας Φοίβη «Η αμυγδαλιά». Ένα όχι μόνο κινηματογραφικό, αλλά και εικαστικό αριστούργημα, που σε καθηλώνει με τα χρώματα, με τις εικόνες, όχι μόνο με τα νοήματα. Το χέρι που χαϊδεύει τα κίτρινα λουλούδια ή την κόκκινη παπαρούνα και μετά αγγίζει το συρματόπλεγμα, το ηλιοβασίλεμα, η πανσέληνος, μιλάνε πολύ περισσότερο στην ευαισθησία του θεατή από τα πολλά λόγια. Τα λόγια είναι ελάχιστα. Η ταινία θέτει ερωτήματα, δεν επιβάλλει απόψεις, δημιουργεί σκέψεις. Ο τσολιάς, ένας άλλος χαρακτηριστικός πρωταγωνιστής, είναι πανταχού παρών. Μέσα από τις εικόνες των παρελάσεων, των ναυτών στην Τήνο που τραγουδάνε –φάλτσα– τον εθνικό ύμνο, των προσφύγων πίσω από το συρματόπλεγμα, πλάθεται το αφήγημα. Το αντιεθνικιστικό αντιμιλιταριστικό αφήγημα. Οι ηθοποιοί είναι όλοι ισότιμοι, η σκηνοθέτιδα τους αντιμετωπίζει με απόλυτο σεβασμό, χωρίς να τους ποδηγετεί, να τους διατάζει. Η Λορέτα, από την Οργάνωση Ενωμένων Γυναικών Αφρικής, που συμμετέχει στο καστ της ταινίας, δεν λέει τα γενικά περί ισότητας, δικαιωμάτων, λέει απλά: «Τον πρώτο καιρό που ήρθα στην Αθήνα, πριν από πολλά χρόνια, άκουγα τις γυναίκες να φωνάζουν η μια στην άλλη από τα μπαλκόνια: «Ελένη, Μαριγώ, τρέξτε! Ελάτε να δείτε μια μαύρη που περνάει στο δρόμο!» Τώρα, είμαστε πολλοί, αλλά είμαστε αόρατοι». Η διαμόρφωση της «ελληνικής συνείδησης», που διαπερνά την κοινωνία και αρχίζει από τα πιο τρυφερά χρόνια, δημιουργεί την ιδέα του άλλου, του ξένου, του μαύρου, του Αλβανού, κάποιου που δεν έχει «ελληνικότητα», άρα δεν έχει δικαιώματα, είναι παρίας. Είναι αόρατος όταν μιλά για δικαιώματα. Είναι μόνο ορατός για την εκμετάλλευση, ειδάλλως, είναι βαρίδι.
«Από πού έρχονται τα σύνορα;» «Ξένος γεννιέσαι ή γίνεσαι;» «Από πού είσαι;» είναι άλλα ερωτήματα της ταινίας. Η άποψη πλανάται, χωρίς να θέλει να εντυπωθεί στο μυαλό του θεατή με εξουσιαστικό τρόπο, αλλά μέσω του στοχασμού, που ίσως να οδηγήσει στην αμφισβήτηση.
Η εικόνα ξέρει να είναι τρυφερή, στοχαστική, αλλά και πολύ σκληρή. Τα γεμιστά, ένα από τα αγαπημένα πιάτα της ελληνικής κουζίνας, κείτονται στο χώμα, μαζί με τα ούρα και τα περιττώματα. Η «ελληνική παράδοση», τα στερεότυπα, εδώ αποδομούνται.
Η ελληνική σημαία, κυματίζει σε πολλές σκηνές της ταινίας. Την συνοδεύουν πλάνα εγκλεισμού και αποκλεισμού των «ξένων» και εθνικιστικού παραληρήματος του ελληνόφρονος πλήθους, μαζί με το πλάνο των γυναικών που γονατιστές πηγαίνουν στην εκκλησία της Παναγίας της Τήνου, μόλις μετά την αποβίβασή τους από το πλοίο.
Η ανθισμένη αμυγδαλιά διατρέχει την ταινία, στην πόλη και στο ύπαιθρο. Γιατί; Σημαντικό βιωματικό στοιχείο της σκηνοθέτιδας , αφού, όταν ήρθε παιδάκι από την Αμερική, η εξέταση κατανόησης της γλώσσας ήταν συνδεδεμένη με ένα ποίημα με τίτλο «Η αμυγδαλιά», μια άγνωστη λέξη. Η λέξη αυτή συνδέθηκε με τη γλώσσα, την έλλειψη κατανόησης του άλλου, έγινε κυρίαρχη στο να δημιουργηθούν και σταδιακά να διατυπωθούν τα ερωτήματα.
Με τρόπο απλό, συναισθηματικό, αλλά συνάμα δυνατό, στις μύτες των ποδιών, η «Αμυγδαλιά» μπήκε και ρίζωσε στην καρδιά μας.
Τόνια Τσίτσοβιτς