Σχεδόν ένα χρόνο πριν τις γερμανικές εκλογές και όλα τα σημάδια δείχνουν ότι ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, θα αναλάβει την ευθύνη να οδηγήσει το κόμμα του, το SPD, στην επόμενη εκλογική του ήττα. H γερμανική σοσιαλδημοκρατία μοιάζει ανίκανη όχι μόνο να πιστέψει στις δυνάμεις της, αλλά και να προτείνει μια άλλη πορεία από αυτή που την έχει μετατρέψει τα τελευταία χρόνια από κόμμα του μεσαίου χώρου σε κόμμα μεσαίας κατηγορίας.
Του Δημήτρη ΣμυρναίουΑν ο Όλαφ Σολτς ταίριαξε σε κάτι με την Ανγκέλα Μέρκελ τότε στην λογική ότι ένα πρόβλημα δεν είναι απαραίτητο να το λύσεις, αρκεί απλώς να το διαχειριστείς. Μπορεί αυτό να μην είναι δείγμα μεγάλης πολιτικής προσωπικότητας, αλλά στην περίπτωση της κυρίας Μέρκελ αποδείχτηκε ιδιαίτερα αποτελεσματικό, μέχρις ότου το πρόβλημα να ξαναβρεθεί μπροστά της (βλέπε Τουρκία). Για τον άλλοτε δήμαρχο του Αμβούργου, όμως, το ζήτημα είναι ότι αυτή του ακριβώς η ιδιότητα δεν του επιτρέπει να διαφοροποιηθεί από την καγκελάριο. Η αλήθεια είναι ότι ούτε καν το προσπάθησε. Μπορεί, δηλαδή, για παράδειγμα τα «εγχώρια» πακέτα διάσωσης να φέρουν σε μεγάλο βαθμό την υπογραφή του, αυτό το περιβόητο «Βουμς!», όπως το αποκάλεσε για να ξαναπάρει μπρος με φόρα η οικονομία, αλλά όπως φαίνεται οι γερμανοί ψηφοφόροι απλώς θεωρούν ότι έκανε τη δουλειά του. Ή αλλιώς τον κατατάσσουν στην κατηγορία του πολιτικού, που αφού πήρε το ok από τη «μαμά Μέρκελ», πήρε μολύβι και χαρτί και άρχισε να υπολογίζει πόσο θα κοστίσει η απιστία στις εντολές της Σουαβής νοικοκυράς. Δεν είναι αυτός που χρεώνεται το πολιτικό θάρρος ή ρίσκο, ανάλογα από ποια σκοπιά το βλέπει κανείς. Γιατί ακριβώς λειτουργεί με τη λογική του διαχειριστή και όχι του αναμορφωτή.
Ο Όλαφ Σολτς θα είναι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο άνθρωπος που θα αναλάβει το άχαρο καθήκον να οδηγήσει τη σοσιαλδημοκρατία στις επόμενες εκλογές ως υποψήφιος καγκελάριος. Ενώ στις τάξεις της Χριστιανοδημοκρατίας οι υποψήφιοι είναι τουλάχιστον τρεις, με τον πρωθυπουργό της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ να αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι θα είναι ο τέταρτος, στις τάξεις του SPD επικρατεί... λειψανδρία. Και εχθροί και φίλοι φαίνεται να καταλήγουν στον Όλαφ Σολτς.
Η κληρονομιά του ΣρέντερΈνας πολιτικός χωρίς πάθος και χάρισμα, που ουσιαστικά καλείται τώρα να κλείσει τον κύκλο της «σρεντεροποίησης» με μια ακόμα σχεδόν σίγουρη ήττα. Μετά τους Στάινμπρουκ και Στάινμάιερ, η ομάδα των ατσαλάκωτων ρίχνει στην αρένα και το τελευταίο της άλογο, γνωρίζοντας όμως ότι ξεκινά ήδη με ένα τεράστιο χάντικαπ, που δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να το καλύψει. Οι δημοσκοπήσεις επιμένουν να κρατούν το κόμμα εκεί γύρω στο 15%. Παρά τη σχετική ικανοποίηση από την αντίδραση της κυβέρνησης συνασπισμού απέναντι στην πανδημία, όλα τα εύσημα φαίνεται να πηγαίνουν στην «πλευρά» της Ανγκέλα Μέρκελ.
Μοιάζει παράδοξο ότι αυτή τη στιγμή η σοσιαλδημοκρατία μοιάζει ανήμπορη να βρει κάποιον καλύτερό του. Κάποιον που να μπορεί, για παράδειγμα, να μιλήσει με ειλικρίνεια για τη διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων στη Γερμανία και των αιτιών της, αλλά και κάποιων προτάσεων για την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου. Μια έκθεση που δημοσιεύτηκε αυτές τις ημέρες από το έγκυρο Ινστιτούτο Οικονομικής Έρευνας του Βερολίνου (DIW) δείχνει ότι ένα 10% των Γερμανών διατηρεί πλέον το 67% του πλούτου. Το πλουσιότερο ένα εκατοστό το 35% του πλούτου. Για όλα αυτά το SPD μοιάζει να μην έχει κάτι να πει. Γιατί εκτός όλων των άλλων είναι και αποτέλεσμα της αναδιανομής υπέρ των πλουσίων που επιταχύνθηκε στα χρόνια του Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Ίσως να είναι το κατάλοιπο της τραγικής αποτυχίας του Μάρτιν Σουλτς, που ξεκίνησε στις προηγούμενες εκλογές για να παρουσιάσει κάτι διαφορετικό και τελικά κατέληξε στο καλάθι των πολιτικών αχρήστων, ηττημένος από τη Μέρκελ και απαξιωμένος από τους ίδιους του τους συντρόφους, που έδειξαν ότι δεν είχαν καμιά όρεξη να ξεβολευτούν. Το παράδειγμα του προφανώς και λειτουργεί αποτρεπτικά για όποιον μπορεί να είχε τέτοιες φιλοδοξίες. Και η νέα γενιά του κόμματος που τόσο πολύ είχε αναστατώσει το πολιτικό τοπίο μετά τις περασμένες εκλογές και που κάθε τόσο ανακοινώνει ότι θα προτιμούσε να εγκαταλείψει το κόμμα την κυβέρνηση δείχνει κι αυτή ανέτοιμη για το μεγάλο βήμα. Ο «αντάρτης» Κέβιν Κούνερτ, πρόεδρος της οργάνωσης νεολαίας του κόμματος, θα χρειαστεί να ωριμάσει, να τριφτεί στις κομματικές μυλόπετρες για να δοκιμάσει ίσως την τύχη του το 2025, αν έχει επιβιώσει πολιτικά μέχρι τότε.
Ο Όλαφ Σολτς θα έχει επιπλέον να αντιμετωπίσει και μια μεγάλη αντίφαση. Η κομματική βάση απλώς θα τον ανέχεται. Οι ψηφοφόροι δεξιότερα θα τον θεωρούν αναντίστοιχο με τις παρόλες της ηγεσίας του κόμματος, που υποτίθεται θα θέλει να στρίψει αριστερά. Και οι ψηφοφόροι αριστερότερα έχουν έτσι κι αλλιώς άλλες επιλογές. Υπάρχει η Die Linke και οι Πράσινοι, όσο μπορεί κανείς να τους τοποθετήσει σχηματικά σε αυτό το χώρο. Τα τρία αυτά κόμματα μοιάζουν ήδη έτοιμα να αλληλοσπαραχτούν για ένα ακροατήριο, που δεν είναι απαραίτητα πλειοψηφικό. Το χειρότερο; Κανένα από αυτά δεν μοιάζει να έχει ένα σχέδιο για μια κυβέρνηση των τριών, που θα αφαιρέσει την καγκελαρία από τους Χριστιανοδημοκράτες μετά από δεκαετίες. Ειδικά για το SPD, ένα κόμμα που έχει στο DNA του τον κυβερνητισμό, αυτό είναι ασυγχώρητο.
Και όλα γέρνουν προς τα ΔεξιάΤο ιστορικό κόμμα δεn μοιάζει να πιστεύει πια στις δυνάμεις του. Δεn δείχνει ικανό να προτείνει ένα διαφορετικό πρόγραμμα, που θα μπορούσε να συσπειρώσει γύρω από μια νέα προοδευτική πλειοψηφία. Το σύνθημά του θα μπορούσε να είναι «Ένας άλλος κόσμος δεν είναι εφικτός». Αν κάποιος ήθελε να είναι πολύ αυστηρός με την ηγεσία του θα μπορούσε να πει ότι είναι έτοιμο να κάνει ένα ακόμα ιστορικό λάθος, σαν εκείνα της προπολεμικής περιόδου, εξαιτίας της απέχθειας του στην ιδέα να συνεργαστεί με την Αριστερά. Αφήνει ελεύθερο το πεδίο στην Χριστιανοδημοκρατία και μάλιστα σε μια στιγμή, που αυτή θεωρητικά θα βρεθεί στην άγνωστη για δύο γενιές στελεχών της κατάσταση να πρέπει να κατέβει σε εκλογές χωρίς τη «σιγουριά» της ηγέτιδας Μέρκελ, που «καθάριζε» με την προσωπική της δημοφιλία τις προηγούμενες εκλογικές μάχες. Κι όχι μόνο αυτό. Το SPD δείχνει ανήμπορο να αντιδράσει στην εκτόπιση του ως κεντροαριστερού κόμματος από τους Πράσινους, τους οποίους, μάλιστα, όπως όλα δείχνουν, θα τους ρίξει στην αγκαλιά της Χριστιανοδημοκρατίας, αναγκάζοντάς τους αναπόδραστα να γίνουν και αυτοί πιο συντηρητικοί. Η πολιτική ζυγαριά στη Γερμανία γέρνει επικίνδυνα προς τα δεξιά, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για την Ευρώπη των επόμενων χρόνων.