Του Κωστή Τσιτσελίκη*Η ανακήρυξη της Αγιάς Σοφιάς ως μουσουλμανικού χώρου λατρείας δεν εξέπληξε πολλούς. Απλά επιβεβαίωσε τη σταθερή πορεία του κυρίαρχου της πολιτικής ζωής της Τουρκίας να ξεπερνάει με άνεση κάθε τι που έμοιαζε ως απαράβατο όριο. Με ή χωρίς κόστος, η τακτική αυτή μοιάζει επί χρόνια τώρα πετυχημένη για τις προσωπικές επιλογές και πολιτικές του ίδιου του Ερντογάν. Αποτυχημένη, εάν κριθεί με γνώμονα τους δείκτες δημοκρατίας της Τουρκίας, αλλά και τις προοπτικές ειρηνικής συνεργασίας με τα άλλα κράτη της περιοχής.
Η Αγιά Σοφιά-τζαμί αποτελεί ένα πολυσήμαντο γεγονός: την ολοένα και βαθύτερη ρήξη με το κεμαλικό ιδεολογικοπολιτικό χαρακτήρα της Τουρκίας και την εδραίωση του ισλαμικού χαρακτήρα της Τουρκίας. Τη διασύνδεση με το οθωμανικό παρελθόν, το οποίο επιχειρεί να οικειοποιηθεί ο ίδιος ο Ερντογάν, ως ηγεμόνας. Την ιδεολογική ομογενοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου της ευρύτερης περιοχής, κάτω από τη σκέπη της Τουρκίας. Το μήνυμα ότι όλα μπορούν να γίνουν από την Τουρκία και ότι η επόμενη κίνηση θα είναι εξίσου θεαματική με τις προηγούμενες.
Ζητούμενο η διασφάλιση του μνημείουΟ σάλος που προκλήθηκε στην Ελλάδα ήταν αναμενόμενος. Με βάση τις άρρητες ιδεολογικές διασυνδέσεις με το Βυζάντιο και την ιστορική Ορθοδοξία που καλλιέργησε το ελληνικό κράτος, το ελληνικό κοινό έχει τραφεί επί δεκαετίες με μια «υποχρέωση εποπτείας» προς κάθε τι εξωχώριο βυζαντινό και ορθόδοξο. Ειδικά στην περίπτωση της Αγίας Σοφίας, αν και δεν τίθεται ζήτημα δικαιωμάτων της ελληνορθόδοξης μειονότητας της Κωνσταντινούπολης, καθώς η Αγιά Σοφιά δεν λειτουργούσε ως ορθόδοξος ναός τους τελευταίους αιώνες, αλλά ως «Αγιασοφιά τζαμί», όπως το ήθελε ο Μωάμεθ ο Πορθητής, διατηρώντας το χριστιανικό της όνομα. Η μειονότητα εκεί διατηρεί πάνω από 60 ναούς, υπεραρκετούς για τις λατρευτικές ανάγκες της δημογραφικά φθίνουσας κοινότητας. Το μόνο ζήτημα που προκύπτει από πλευράς δικαιωμάτων είναι η πρόσβαση του κοινού σε ένα μνημείο παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς, ως αρχιτεκτόνημα και ως προς τα λίγα, αλλά σημαντικά ψηφιδωτά που έχουν διασωθεί. Αυτό μένει να διασφαλιστεί, και αυτό πρέπει να είναι ένα αίτημα οικουμενικό απέναντι στην τουρκική κυβέρνηση.
Αυτό που διαφεύγει από την ελληνική συζήτηση είναι ότι το θέμα της ανακήρυξης ενός αρχιτεκτονήματος ως μνημείο και η χρήση του είναι θέμα του κράτους στο οποίο βρίσκεται το μνημείο αυτό, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, αλλά και τις διεθνείς του δεσμεύσεις. Αυτό ισχύει και ως προς την Αγιά Σοφιά, ήδη ανακηρυγμένο μνημείο παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς υπό την αιγίδα της ΟΥΝΕΣΚΟ. Συνεπώς το ζήτημα τίθεται μεταξύ της Τουρκίας και της ΟΥΝΕΣΚΟ, και των όρων που θα πρέπει να τηρήσει η πρώτη, ώστε η Αγιά Σοφιά να παραμείνει μνημείο, επισκέψιμο και υπό συντήρηση, ανεξάρτητα από τη χρήση της ως τζαμί. Όπως συμβαίνει και με το παρακείμενο Μπλε Τζαμί, μνημείο υπό την αιγίδα της ΟΥΝΕΣΚΟ και ταυτόχρονα τζαμί.
Αυτού του είδους η «εποπτεία» αναλογεί στην ελληνική κυβέρνηση: της διασφάλισης του μνημείου ως παγκόσμιας κληρονομιάς, η συντήρηση των ψηφιδωτών και το δικαίωμα επίσκεψης. Σημειωτέον ότι στα τζαμιά, έτσι κι αλλιώς, κατά κανόνα επιτρέπεται η επίσκεψη σε όλους.
Παράταιρες εθνικιστικές φωνέςΟι ελληνικές φωνές περί αντιποίνων ακούστηκαν παράταιρες και άστοχες, καθώς κραύγασαν απλά και μόνο για να ικανοποιήσουν τα εθνικιστικά αντανακλαστικά του κοινού τους. Δύο ήταν βασικά που έμειναν να αιωρούνται: Να σταματήσουν τα έργα συντήρησης-αναστήλωσης σε οθωμανικά μνημεία στην Ελλάδα και να αλλάξει η χρήση του σπιτιού του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη από μουσείο του εθνοπατέρα της Τουρκίας σε μουσείο της ποντιακής γενοκτονίας. Το δεύτερο φαιδρό, ας μείνει ασχολίαστο. Το πρώτο, όμως, υποδηλώνει την πεποίθηση που κυριαρχούσε μέχρι τις δεκαετίες του 1980/90 ότι τα οθωμανικά μνημεία πρέπει να διατηρούνται σε απόλυτη παρακμή, ωσάν να ανήκουν στην Τουρκία, ως όμηροι που πρέπει να τους κακομεταχειριζόμαστε. Πυροβολούμε για άλλην μια φορά τα πόδια μας; Τα οθωμανικά μνημεία, όπως τα αρχαία και τα βυζαντινά, συναποτελούν την πολιτισμική κληρονομιά της Ελλάδας. Η οποιαδήποτε ιεράρχηση με εθνο-ιδεολογικές προτιμήσεις υπονομεύει το συνολικό μας πολιτισμικό υπόβαθρο και άρα τους ίδιους μας τους εαυτούς ως μετέχοντες του διαχρονικού πολιτισμού στον οποίο είμαστε εμβαπτισμένοι. Ας συζητήσουμε τα του οίκου μας και μετά να ασκούμε κριτική. Ας συζητήσουμε για τα τρία τζαμιά, σε Θεσσαλονίκη, Καβάλα και Δράμα που έγιναν εκκλησίες το 1923, κατά παραβίαση του εθνικού και διεθνούς δικαίου. Ας συζητήσουμε για τα οθωμανικά μνημεία που συνεχίζουν να είναι παραμελημένα σε διάφορες γωνιές της Ελλάδας. Ας αποκαλύψουμε την κτητορική επιγραφή του Λευκού Πύργου που την κρατάμε ασβεστωμένη. Ας τα κάνουμε αυτά και ας ασκήσουμε παράλληλα πίεση ως κοινωνία των πολιτών στην Τουρκία για να διασφαλίσει το μνημειακό χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας.
* Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας