Εμανουέλ Σεζ - Γκαμπριέλ Ζουκμάν«Ο θρίαμβος της αδικίας»,μτφ. Α. Δ. Παπαγιαννίδης, εκδ. Πόλις, σελ. 308Το 1970 οι πλουσιότεροι Αμερικανοί κατέβαλαν –αν συμπεριλάβει κανείς όλους τους φόρους– πάνω από το μισό τους εισόδημα σε φόρους. Αυτό, ως ποσοστό στο εισόδημα, σήμαινε ότι οι πλούσιοι πλήρωσαν τα διπλά των όσων κατέβαλαν τα μέλη της εργατικής τάξης (που έδωσαν το ένα τέταρτο περίπου του εισοδήματός τους σε φόρους). Ακολούθησε σταδιακά μια πορεία μειώσεων και φτάσαμε το 2018, μετά από τη φορολογική μεταρρύθμιση του Τραμπ, στο απίθανο αποτέλεσμα οι πλούσιοι να καταβάλουν, ως ποσοστό επί του εισοδήματος, λιγότερα από τους εργάτες, τους δάσκαλους ή τους συνταξιούχους.
Κι όμως: οι Ηνωμένες Πολιτείες που σήμερα, με αυτή την έννοια, αποτελούν φορολογικό παράδεισο των πλουσίων, τη δεκαετία του ’30 θεσμοθέτησαν –και εφάρμοσαν επί μισό αιώνα– ένα φορολογικό σύστημα που έφτανε να φορολογεί μέχρι και 90% τα υψηλότερα εισοδήματα. Που φορολογούσε με 50% τα εταιρικά κέρδη και τις μεγάλες κληρονομικές με 80% σχεδόν. Χάρη σε αυτή την υψηλή φορολογία έφτιαξε λ.χ. εκπαιδευτικά συστήματα με υψηλά ποιοτικά χαρακτηριστικά που λειτούργησαν ως επιταχυντές της ανάπτυξης.
Σήμερα λοιπόν βρισκόμαστε διεθνώς σε μια κατάσταση όπου οι ανισότητες είναι μεγαλύτερες από ποτέ, τουλάχιστον αν μιλάμε για τα τελευταία 100 χρόνια, και οι αδικίες τεράστιες. Αυτό ακριβώς είναι που πραγματεύεται το βιβλίο των Εμανουέλ Σεζ και Γκαμπριέλ Ζουκμάν «Ο θρίαμβος της αδικίας», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις σε εξαιρετική μετάφραση του απολύτως γαλλόφωνου και ειδήμονα περί τα οικονομικά, Αντώνη Παπαγιαννίδη. Ο υπότιτλος του βιβλίου είναι επίσης ενδεικτικός του περιεχομένου: «Πώς οι πλούσιοι αποφεύγουν τους φόρους και πώς θα τους κάνουμε να πληρώσουν». Οι συγγραφείς είναι Γάλλοι πανεπιστημιακοί της νέας γενιάς που εργάζονται σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και πραγματοποίησαν μια πολύ ευρείας έκτασης μελέτη για το θέμα, που δεν είχε ξαναγίνει εκεί. Ο 48χρονος Εμανουέλ Σεζ είναι καθηγητής στο Μπέρκλεϊ όπως και ο μόλις 34χρονος Γκαμπριέλ Ζουκμάν, μαθητής άλλοτε του Τομά Πικετί. Και οι δύο με πολλά βραβεία, και οι δύο –ειδικά ο Ζουκμάν– με επιρροή στην ευρύτερη Αριστερά τόσο στη Γαλλία όσο και στις ΗΠΑ.
Οι συγγραφείς διερευνούν το πρόβλημα στο σύνολό του αναλύοντας τόσο το ζήτημα της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και των φορολογικών παραδείσων όσο και των εσωτερικών δυσλειτουργιών των φορολογικών υπηρεσιών. Πιστεύουν, αντίθετα με όσα γενικά λέγονται σήμερα, ότι κάθε άλλο παρά αδύνατη είναι η φορολόγηση του κεφαλαίου και ότι υπάρχουν πολλές σχετικές δυνατότητες. Τόσο για να περιοριστούν τα «παραθυράκια» που έχουν γίνει βιομηχανία τις τελευταίες δεκαετίες, όσο και για να πειστούν οι φορολογικοί παράδεισοι να προσφέρουν λιγότερες «παραδείσιες» υπηρεσίες. Υπάρχουν τρόποι και τους υποδεικνύουν.
Ως βασική θεωρητική θεμελίωση της φορολόγησης των πλουσίων οι δύο συγγραφείς θέτουν το ζήτημα ότι στόχος πρέπει να είναι να βοηθηθούν οι φτωχοί. Να τους προσφέρονται καλύτερες υπηρεσίες και να βελτιώνεται το βιοτικό τους επίπεδο. Μιλώντας για το ποιος είναι ο βέλτιστος μέσος φορολογικός συντελεστής για τους πλούσιους, καταλήγουν σε ένα μεσοσταθμικό 60% επί του εισοδήματος, που σημαίνει ότι ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής για εισοδήματα άνω των 500.000 δολαρίων το χρόνο, θα είναι 75% (και ο συνολικός φόρος αυτών των εισοδημάτων, δηλαδή, συνυπολογιζομένων των συντελεστών μέχρι το ποσό αυτό, θα καταλήγει στο 60% του συνολικού εισοδήματος).
Μια άλλη βασική φορολογική αρχή που πρέπει να θυμηθούμε, λένε οι δύο συγγραφείς, είναι να υπάρχει ίδιος συντελεστής για ίδια εισοδήματα. Αυτό μπορεί να ακούγεται αυτονόητο, η αλήθεια όμως είναι ότι όλες οι σχετικές ρυθμίσεις, στις ΗΠΑ και αλλού, τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, είναι σε αντίθετη κατεύθυνση: θέτουν προτιμησιακό φορολογικό συντελεστή σε μερίσματα και μειώνουν το φόρο εισοδήματος των εταιρειών. Αυτά πρακτικά σημαίνουν ότι πλέον το κεφάλαιο φορολογείται χαμηλότερα από την εργασία.
Το ζήτημα αυτό, σε συνδυασμό με τη μείωση της προοδευτικότητας της φορολογίας, οδηγεί σε ακραίες ανισότητες και εντέλει δημιουργεί πρόβλημα δημοκρατίας. Οι συγγραφείς έχουν μπει για τα καλά στη μάχη για να ανοίξει η σχετική συζήτηση, έχουν μάλιστα δημιουργήσει και τον ιστότοπο taxjusticenow.org όπου ο αναγνώστης μπορεί όχι μόνο να αξιολογεί τις προτάσεις τους και να συμβάλλει στη σχετική συζήτηση, αλλά και να καταθέτει δικές του προτάσεις.
Σε ένα κόσμο όπου ο μισός πληθυσμός ζει με λίγα ή ελάχιστα (στις ΗΠΑ 122 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν ετήσιο εισόδημα 18.500 δολάρια) και όπου το ανώτατο 1% φορολογείται όπως το 19ο αιώνα, η συζήτηση αυτή αποκτά όχι μόνο μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά και χαρακτήρα κατεπείγοντος.
***
Σοφία Νικολαΐδου«Το χρυσό βραχιόλι»,εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 381Είναι οπωσδήποτε ωραία και πρωτότυπη η ιδέα της Σοφίας Νικολαΐδου να γράψει το «Χρυσό βραχιόλι». Δηλαδή το πτυχίο. Έτσι έλεγαν οι παλιές γιαγιάδες, μας θυμίζει η συγγραφέας, ότι το πτυχίο είναι το χρυσό βραχιόλι στο χέρι του παιδιού. Παρά κάτι 400 σελίδες γεμάτες ιστορίες. Ιστορίες 5-6 σελίδες η κάθε μία, ανθρώπων διαφορετικών, που έχουν όμως ένα κοινό γνώρισμα: είναι οι πρώτοι στις οικογένειές τους που σπούδασαν. Που έφυγαν από το χωριό, που γλίτωσαν από τα χωράφια, τα εργοστάσια, τα γιαπιά.
Για ένα σχεδόν αιώνα, λέει η συγγραφέας, ήταν ριζωμένη η πίστη ότι τα γράμματα σε κάνουν άνθρωπο. Ότι το πτυχίο σου αλλάζει τη ζωή. Τώρα η πίστη αυτή ξεθωριάζει, αλλά είναι πάντα εδώ.
Ένας επιχειρηματίας που ξεκίνησε από το μηδέν, με σχεδόν αγράμματους γονείς, λέει: «Έτσι ξεκίνησα. Τυχαία. Χωρίς λεφτά και χωρίς σχεδιασμό. (…) Δούλευα ώρες ατελείωτες, γιατί μ’ άρεσε. (…) Δεν ένιωσα ποτέ την αποτυχία. Αλλά και δεν έβαλα ποτέ στόχους που δεν θα μπορούσα να φτάσω. Έβαζα τους στόχους που έφτανα».
Και η μητέρα της ίδιας της Σοφίας Νικολαΐδου σπούδασε φιλόλογος γιατί ο Πόντιος πατέρας της (παππούς της συγγραφέα), από τη φυλακή επί Κατοχής, έγραφε στη σύζυγό του: Θα πεινάτε νέπουτση, αλλά τα παιδία θα μαθάνε γράμματα. Δε θα τα στείλεις στα χωράφια, άκουσες; Δε θα τα σταματήσεις από το σκολείο».
Όλη αυτή η κατάσταση, το πείσμα αυτών των ανθρώπων, προκάλεσε μια αρκετά μεγάλη κοινωνική κινητικότητα – μεγαλύτερη μάλλον από αυτή που παρατηρείται στις μέρες μας (και που, για μια ακόμα φορά, δεν ευνοεί την άρση των ανισοτήτων). Τώρα το πείσμα αυτό το έχουν περισσότερο τα παιδιά μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα. Αλλά όχι μόνο. Παρά το γεγονός ότι τις προηγούμενες δεκαετίες σπούδασαν περισσότεροι από ποτέ, υπάρχουν ακόμη παιδιά εντελώς αμόρφωτων γονιών. Μια κοπέλα 27 ετών που σπούδασε στα ΤΕΦΑΑ, είχε γονείς απόφοιτους δημοτικού. Ο μπαμπάς υδραυλικός. Μιλάει πολύ γλαφυρά για το πόσο η ευρύτερη οικογένεια και το περιβάλλον την αποθάρρυνε λέγοντας ότι κανείς τους δεν έχει σπουδάσει. Αλλά και πόσο μεγάλη ήταν η περηφάνια των γονιών της όταν πέρασε. Φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσει στο χωριό χωρίς πτυχίο. Και εντέλει έκανε και μεταπτυχιακό. Ο αγαπημένος της αδελφός της είπε «είσαι το μαύρο πρόβατο της οικογένειας. Δεν σου έφτανε το πτυχίο, κάνεις και μεταπτυχιακό. Τώρα θα λυσσάξουν». Όπως εύστοχα λέει η Σοφία Νικολαΐδου, και επαληθεύεται από το βιβλίο της, ο συγγραφέας δεν μπορεί να συναγωνιστεί τη ζωή. «Εκείνη γράφει τις καλύτερες ιστορίες».
Μανώλης Πιμπλής