Η αφήγηση μιας μεγάλης πορείας, από το Αρσάκειο της πρώτης πολιτικοποίησης και της πρώτης παράστασης, ώς την καθοδήγηση από τον Χρόνη Μπότσογλου και τον Γιώργο Κοτανίδη, τη μαθητεία πλάι στην Ασπασία Παπαθανασίου, τη θητεία στο υπουργείο Πολιτισμού και τους τωρινούς Πέρσες στην Επίδαυρο.
Τη συνέντευξη πήρε η
Ράνια ΠαπαδοπούλουΗ συνάντηση με την ηθοποιό και σκηνοθέτιδα Λυδία Κονιόρδου έγινε στο Αρσάκειο Ψυχικού, το σχολείο της, όπου έγιναν και κάποιες από τις πρόβες για τους
Πέρσες του Αισχύλου, που παρουσιάζονται 24 - 26 Ιουλίου, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου. Οι μνήμες που ξυπνούν είναι πολύ σημαντικές για τη Λυδία Κονιόρδου, καθώς αυτό το σχολείο έμελλε να αποτελέσει πολύ σημαντικό σταθμό στην πολιτικοποίησή της.
«Την εποχή που πήγα σχολείο, στο Αρσάκειο δεν υπήρχαν μόνο μαθήτριες από ευκατάστατες οικογένειες. Υπήρχαν παιδιά στρατιωτικών λόγω Χούντας, τα οποία δεν ήταν ευκατάστατα. Υπήρχε το κληροδότημα Αβέρωφ Τοσίτσα Αρσάκη, με το οποίο έρχονταν κορίτσια από την Ήπειρο ως υπότροφες, που ήταν πολύ φτωχά. Η τάξη μας ήταν μικτή. Το γεγονός ότι φορούσαμε ποδιά, μας προστάτευε από το να μην υπάρχουν ταξικοί διαχωρισμοί. Ενώ θεωρητικά η ποδιά είναι ομογενοποίηση των παιδιών. Εκείνη μάλιστα την εποχή υπήρξε μια κίνηση από τους προέδρους των τάξεων –ήμουν κι εγώ πρόεδρος– να καταργηθεί η ποδιά στο Γυμνάσιο, ως αντίσταση στο φασισμό. Ωστόσο, επειδή ακριβώς η τάξη μου είχε αυτό το μωσαϊκό κοριτσιών, υποστήριξα ότι δεν πρέπει να καταργηθεί η ποδιά, καθώς θα άρχιζαν να παρελαύνουν τα διάφορα σινιέ και όποια δεν φορούσε σινιέ δεν θα της μιλούσαν. Όπως έγινε αργότερα σε άλλα σχολεία, που αν δεν φορούσες σινιέ ήσουν λούζερ. Οι άλλοι πρόεδροι και οι καθηγητές συμφώνησαν και δεν καταργήθηκε η ποδιά. Αυτό ήταν για εμένα μια συνειδητοποίηση των ταξικών διαφορών. Μέσα σε αυτό το σχολείο συνειδητοποιήθηκα πολιτικά. Από την πρώτη δημοτικού, που δεν είχε να πληρώσει η μητέρα μου τα ακριβά τετράδια. Η ζωή μου "καρφώθηκε" εκείνη τη μέρα, που διαπομπεύτηκα με το καρφιτσωμένο τετράδιο στην πλάτη στο διάδρομο ως τιμωρία, γιατί δεν αγόρασα τα ακριβά τετράδια. Θεωρήθηκε απειθαρχία. Τιμωρήθηκα πολύ αυστηρά, γιατί ήταν Χούντα. Το σχολείο ήταν καλό, αλλά αυτή ήταν μία επιβεβλημένη γραμμή από το καθεστώς. Θυμάμαι το γιούχα που έπεφτε στο αμφιθέατρο, όταν μας προβάλανε τα αντικομουνιστικά φιλμάκια. Τα κορίτσια από μόνα τους αισθάνονταν το ψέμα και την προπαγάνδα και έπεφτε ένα απίστευτο γέλιο και κοροϊδία. Έβλεπες σιγά σιγά πώς, σε ένα τέτοιο σχολείο, δημιουργήθηκε μια μαγιά ανθρώπων προοδευτικών, συνειδητοποιημένων. Αυτό το σχολείο μου έδωσε τις πρώτες βάσεις πολιτικοποίησης και μετά αυτό συνεχίστηκε στο πανεπιστήμιο, όπου είχα καθοδηγητή τον Γιώργο Κοτανίδη και τον Χρόνη Μπότσογλου. Και τραγουδούσαμε με τον Μικρούτσικο στις διαδηλώσεις. Έχω ζήσει τη Νομική, το Πολυτεχνείο. Όλα αυτά είναι τα επόμενα μεγάλα βήματα της πολιτικής μου συνειδητοποίησης, που έχουν χαραχτεί πάρα πολύ βαθιά μέσα μου», αφηγείται στην «Εποχή» η Λυδία Κονιόρδου.
Η μύηση στο θέατρο και στο αρχαίο δράμαΕίχε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια. Οι γονείς της ήταν παιδιά προσφύγων από τη Ρωσία και τη Μικρά Ασία. Αυτά τα συναισθήματα που είχε συσσωρεύσει τα διοχέτευσε στο βόλεϊ, γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την πορεία της στο θέατρο.
«Με το βόλεϊ ανέπτυξα το ομαδικό πνεύμα, την αλληλεγγύη, την προσπάθεια για ένα κοινό σκοπό. Ήμουν σε μια πολύ καλή ομάδα, τη ΖΑΟΝ. Φτάσαμε πολύ ψηλά, παίρναμε πρωταθλήματα. Μπήκα στην Εθνική ομάδα Ελλάδας και αυτό με βοήθησε να νιώσω τα απαραίτητα βήματα που χρειάζεται να κάνω, σαν αυτοπειθαρχία και σαν στόχο, για να πετύχω κάτι καλό μαζί με άλλους. Αυτό για εμένα ήταν μια πρώτη μύηση στο θέατρο. Σε αυτό το σχολείο παρουσιάσαμε στα αρχαία ελληνικά την Ιφιγένεια εν Ταύροις όπου έπαιξα Κορυφαία στο Χορό. Ένιωθα τόση συγκίνηση, καθώς έβλεπα τον κόσμο να αναδύεται μπροστά μου. Αισθάνθηκα πολύ οικεία με αυτόν τον κόσμο. Ο σκηνοθέτης μού πρότεινε να πάω στην Επίδαυρο και να συμμετέχω στο Χορό του Εθνικού Θεάτρου. Δεν αισθανόμουν έτοιμη. Μόλις μπήκα στο Πανεπιστήμιο, έδωσα εξετάσεις στη μοναδική σχολή που δεν είχε δίδακτρα: το Εθνικό Θέατρο».
Όσον αφορά τους δασκάλους της στο αρχαίο δράμα, η Λυδία Κονιόρδου κάνει ειδική μνεία στην Ασπασία Παπαθανασίου.
«Ήταν μία γυναίκα αφιερωμένη όχι μόνο στο αρχαίο δράμα αλλά και στην υπηρεσία του απλού κόσμου. Θυμάμαι ότι όταν γύρισε το 1975 από την εξορία, έφτιαξε τους Δεσμούς, ένα θίασο ο οποίος είχε στόχο να φέρει και στο τελευταίο χωριό το αρχαίο δράμα, εκεί που δεν είχε πατήσει θέατρο. Ήμουν μαζί της στις δύο πρώτες περιοδείες. Με είχε δεχθεί στο θίασό της σαν μαθήτρια ακόμα. Πήγαμε στο Νεστόριο, στα σύνορα. Δεν υπήρχαν θέατρα, παίζαμε σε γήπεδα, σε αυλές, σε σχολεία, σε πλατείες. Η Ασπασία άνοιξε το δρόμο σε αυτό που λέμε θεατρική αποκέντρωση. Μετά ακολούθησε το Θεσσαλικό θέατρο. Δεν είναι τυχαίο ότι στο Χορό της Ασπασίας ήταν η Αριστούλα Ληνούδη και η Άννα Βαγενά, η οποία ήταν στον πρώτο πυρήνα του Θεσσαλικού Θεάτρου. Μετά ακολούθησαν τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. που έφεραν πολιτιστική αξιοπρέπεια στην περιφέρεια».Η θητεία στα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου και ΠάτραςΗ Λυδία Κονιόρδου έχει διατελέσει στο παρελθόν καλλιτεχνική διευθύντρια στα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βόλου και Πάτρας. Σχετικά με το θεσμό των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. εξηγεί:
«Ήταν ένα πολύ σημαντικό βήμα. Η Μελίνα Μερκούρη και μια σειρά πνευματικών ανθρώπων πήραν την απόφαση να δώσουν έμφαση στην περιφέρεια όσον αφορά τον πολιτισμό, έτσι ώστε να μην είναι αποικία των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης, αλλά να αποκτήσει και αυτή πολιτιστικούς θεσμούς. Οι επόμενοι υπουργοί μετά τη Μελίνα, δεν φρόντισαν να επικαιροποιήσουν το θεσμό, να τον ανανεώσουν, να τον παρακολουθούν, να τον ελέγχουν, γιατί πάντα χρειάζεται ένας έλεγχος όταν δέχεσαι δημόσιο χρήμα. Δεν φρόντισαν να μη δημιουργηθεί παθογένεια, όπως έγινε σε κάποια ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βεβαίως θεωρώ ότι και η πολιτεία και οι Δήμοι δεν έχουν πράξει τα δέοντα για το θεσμό. Όπου οι δήμαρχοι είναι φωτισμένοι και τιμούν τον πολιτισμό στην πόλη τους, έχουμε δει πάρα πολύ σημαντικά αποτελέσματα. Η πρώτη μου δουλειά όταν πήγα στο υπουργείο ήταν να δούμε την προγραμματική σύμβαση με τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ., τους Δήμους, αλλά και τις Περιφέρειες, ώστε να μπουν με έναν οργανικό τρόπο και να δικαιώσουν και τον τίτλο Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα. Τα χρήματα που δίνονταν δεν ήταν στοχευμένα και συγκεκριμένα. Μέσα στην καινούρια προγραμματική, που διόρθωνε κακώς κείμενα της προηγούμενης για την εσωτερική λειτουργία των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ., για τη σχέση τους με τους καλλιτεχνικούς διευθυντές κ.λπ., η περιφέρεια έμπαινε με ένα στοχευμένο τρόπο ώστε να βοηθάει τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. να κάνουν περιοδεία εντός της περιφέρειάς τους. Βλέπαμε τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. να παίζουν πιο συχνά στην Αθήνα απ’ ό,τι στην έδρα τους και στην περιφέρειά τους. Αυτό πολλές φορές οφειλόταν και σε οικονομικούς λόγους. Αυτό ήταν το πρώτο σημαντικό βήμα για να εξορθολογιστεί ο θεσμός, να μπει σε μια καινούρια φάση. Μπορεί στο μέλλον, τώρα που ο θεσμός εξυγιαίνεται και αρχίζουν να επιστρέφουν οι καλλιτεχνικοί διευθυντές στα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ., να αρχίσουν να έχουν μεγαλύτερη κινητικότητα και πνεύμα συνεργασίας μεταξύ τους αλλά και με άλλα θέατρα και θεσμούς. Πάνω σε ένα υγιές έδαφος μπορεί να κάνει κανείς πιο τολμηρή παρέμβαση. Πολλοί διαμαρτύρονταν και ζητούσαν να κλείσουν τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. δεν έχουν κλείσει ακόμα, γιατί είναι σε κωδικό. Κάθε χρονιά από τον προϋπολογισμό του υπουργείου δεσμεύεται ένα ποσό, που αντιστοιχεί μόνο στα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.»
«Παράλληλα, έκανα μεγάλη προσπάθεια, εκτός από το να επαναφέρω τις επιχορηγήσεις, να βγει κωδικός για το ελεύθερο θέατρο που παίρνει ρίσκο. Εδώ μιλάμε για φυτώρια, εκεί που δημιουργούνται οι νέες δυνάμεις και οι νέες κατευθύνσεις. Αν σβήσει το ελεύθερο θέατρο, θα σβήσει η τέχνη του θεάτρου. Δεν μπορεί το θέατρο να σκέφτεται μόνο το ταμείο. Όπου έγιναν σημαντικά πράγματα στο θέατρο, έγιναν μόνο από χώρες που έδωσαν επιχορηγήσεις σε θιάσους ή σε θεσμούς που άνοιγαν νέους δρόμους. Ο έλεγχος πρέπει να γίνεται πάντα στα χρήματα που δίνει το Δημόσιο. Πάντα πρέπει να υπάρχει παρακολούθηση και φροντίδα στο θεσμό. Αυτός ο κωδικός εξασφαλίζει ότι αυτές οι επιχορηγήσεις δεν μπορούν εύκολα να καταργηθούν πια, όπως καταργήθηκαν στην αρχή της κρίσης».Η θητεία στο υπουργείο ΠολιτισμούΤι αποτύπωμα αφήνει στην καλλιτέχνιδα Λυδία Κονιόρδου η θητεία στο υπουργείο Πολιτισμού;
«Τώρα που είμαι πάλι στο Εθνικό, νιώθω σα να είμαι στο σπίτι μου. Έτσι αισθάνθηκα και όταν ήμουν στο υπουργείο. Γνώριζα πάρα πολύ κόσμο από τη σαραντάχρονη εμπειρία μου, όχι μόνο ανθρώπους των τεχνών, που ήξερα τις ανάγκες τους, τις αγωνίες τους, τον τρόπο που θα μπορούσα να βοηθήσω, αλλά είχα γνώση και μέσα από τις περιοδείες που κάναμε σε αρχαιολογικούς χώρους. Ανέκαθεν εκτιμούσα τη δουλειά των αρχαιολόγων, των μηχανικών, των εφόρων, των συντηρητών κ.ά. Αισθάνθηκα ότι βρέθηκα σε ένα τομέα που λαχταρώ να υπηρετήσω. Ήταν τόσες οι φορές που σκοντάφταμε στο υπουργείο. Σκοντάφταμε στα ίδια προβλήματα κάθε φορά γιατί μέχρι να προλάβει να καταλάβει ο ένας υπουργός, ερχόταν ο άλλος ο οποίος ξανάρχιζε από την αρχή. Την απελπισία που μας δημιουργούσε αυτή η κατάσταση, προσπάθησα να την αλλάξω. Γι’ αυτό και στηρίχθηκα σε ό,τι καλό είχε γίνει μέχρι τότε και συνεργάστηκα με όλους όσοι ήθελαν να συνεργαστούν για να κάνουμε μαζί κάτι καλό. Χαίρομαι πολύ και το θεωρώ καμάρι μου, όχι ότι έγινε μόνο από εμένα, αλλά το πήρα με πολλή λαχτάρα και ενθουσιασμό: το γεφύρι της Πλάκας, που ξανασηκώθηκε. Δουλέψαμε σαν ομάδα, αυτό ήταν η χαρά. Να, η ομαδική δουλειά του αθλητισμού, πώς με βοήθησε κι εδώ, το να δημιουργώ την αίσθηση ότι όλοι μαζί προσπαθούμε για ένα κοινό καλό. Τρία υπουργεία και τέσσερις φορείς, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, καταφέραμε να συνεργαστούμε και σηκώσαμε το γεφύρι. Για εμένα αυτή ήταν και μια συμβολική πράξη», αναφέρει η Λυδία Κονιόρδου.
Η καλλιτεχνική παιδείαΑυτό που δεν κατάφερε η Λυδία Κονιόρδου να ολοκληρώσει κατά τη διάρκεια της θητείας της, για το οποίο κατάλαβε ότι θα χρειαζόταν δύο πλήρεις θητείες για την επίτευξή του, είναι η καλλιτεχνική παιδεία. «
Σε κάποιους τομείς της, όπως τα ωδεία, λειτουργεί με βασιλικό διάταγμα του 1953. Οι σχολές θεάτρου, χορού λειτουργούν με του 1990. Έγινε η αλλαγή των Τ.Ε.Ι. σε Α.Τ.Ε.Ι. και αφέθηκε όλη η καλλιτεχνική παιδεία αδιαβάθμητη. Τα παιδιά παίρνουν πτυχία και δεν ξέρουν τι διαβάθμιση έχουν. Αυτό ήθελα να το υπηρετήσω. Η εκπαίδευση είναι η πετριά μου. Μέσα μου είμαι δασκάλα. Είναι κάτι που αγαπώ πάρα πολύ και επειδή ήξερα πού πονάει, με το που ανέλαβα το υπουργείο, αρχίσαμε να έχουμε άτυπες επιτροπές ανά τομέα για το τι μπορούμε να κάνουμε. Αυτό συνειδητοποίησα ότι χρειάζεται πολύ μεγάλο νομοθετικό έργο, μακρόχρονη διαδικασία διαβούλευσης, γιατί είναι παγιωμένες νοοτροπίες και πρακτικές, που για να αλλάξουν πρέπει να έχουν συναίνεση από τους ενδιαφερόμενους. Στην καλλιτεχνική παιδεία τα πράγματα είναι σύνθετα και δύσκολα. Πρέπει να υπάρξει απόλυτη συνεργασία μεταξύ των υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού, χωρίς να υπάρξει προσπάθεια "διεκδίκησης" της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. Θεωρώ ότι σωστά η καλλιτεχνική εκπαίδευση είναι στο υπουργείο Πολιτισμού, καθώς αυτό είναι που γνωρίζει τι χρειάζεται η καλλιτεχνική εκπαίδευση για να παράξει καλλιτέχνες.
Η εκπαίδευση των καλλιτεχνών είναι βιωματική και πρακτική. Με την αλλαγή που έγινε με τα Τ.Ε.Ι., υπάρχει βραχυκύκλωμα», επισημαίνει η Λυδία Κονιόρδου.
Οι «Πέρσες» του ΑισχύλουΑπό τις 24 έως τις 26 Ιουλίου, οι «Πέρσες» του Αισχύλου παρουσιάζονται στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη, με την Λυδία Κονιόρδου να ερμηνεύει τη βασίλισσα Άτοσσα. «Η παράσταση βασίζεται στην αξία και τη δύναμη του λόγου και στην ποίηση. Είναι ένα έργο πολύ σημαντικό και επίκαιρο. Αυτό που ζούμε σήμερα αισθάνομαι ότι είναι η ολοένα αυξανόμενη οργή των ανθρώπων για την αδικία που υφίστανται για τη μεταφορά του πλούτου στο περίφημο 1%, τη στέρηση των δικαιωμάτων τους από τον αυταρχισμό, την αλαζονεία των κέντρων εξουσίας και των μεγάλων πολυεθνικών κέντρων οικονομικής εξουσίας, που στην ουσία επηρεάζουν τις πολιτικές εξουσίες και τις αποφάσεις. Αυτό θα σηκώσει οργή και από τη γη, η οποία λεηλατείται από το μέγα πλούτο για να αποκτήσει κι άλλο πλούτο. Αυτή η απληστία έχει αφεθεί ανεξέλεγκτη από τη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση της πλειοψηφίας των κρατών. Αυτή η δύναμη της φύσης εξοργισμένη θα γκρεμίσει ό,τι έχτισε αυτός ο πολιτισμός μέσα από τους σώφρονες ανθρώπους που κατέθεσαν τη σοφία τους για το καλό υπέρ της πλειοψηφίας των ανθρώπων».