Στις 23 Ιουλίου μια καταστροφική φωτιά έκαψε ένα σπουδαίο κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας της Αθήνας: τα Σφαγεία του Ταύρου. Το γεγονός επισκιάστηκε επειδή συνέπεσε με την επέτειο της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι και την εκμετάλλευσή του από την κυβέρνηση. Δύο μόνο αίθουσες σώθηκαν, κατά μαρτυρίες, από τις επτά συνολικά που είχαν αναστηλωθεί και χρησιμοποιούνταν ως Πνευματικό Κέντρο του Ταύρου. Μάλιστα καταστράφηκαν ολοσχερώς οι αίθουσες 4, 5, 6, 7 όπου φιλοξενούνταν η Μουσική Γωνιά, το εργαστήριο κοπτικής - ραπτικής, το θεατρικό εργαστήριο, ο χώρος εκδηλώσεων και διοικητικές υπηρεσίες του Πνευματικού Κέντρου. Μέχρι σήμερα η Πυροσβεστική δεν έχει καταθέσει ακόμη το επίσημο πόρισμα ώστε να ξέρουμε τα ακριβή αίτια που προκάλεσαν την πυρκαγιά και, όπως σε κάθε παρόμοια περίπτωση, οι κάτοικοι της περιοχής εκφράζουν το σκεπτικισμό τους για το τυχαίο της πυρκαγιάς ή τον πιθανό δόλο. Πάντως η καταστροφή των Σφαγείων βύθισε σε θλίψη τον Ταύρο, αλλά και τη γειτονική Καλλιθέα, αφού η περιοχή συνδέεται με το περίφημο Μπλόκο της Καλλιθέας, στις 28 Αυγούστου 1944.Τι ήταν όμως τα Σφαγεία; Η ανάγκη για ένα χώρο υγειονομικής σφαγής των ζώων έγινε φανερή ήδη από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Επί δημαρχίας Δημητρίου Καλλιφρονά (διετέλεσε δήμαρχος το 1837 και 1840-41) υπήρξε ένα πρώτο μάλλον υποτυπώδες σφαγείο στην περιοχή του Αστεροσκοπείου, το οποίο το 1856 μεταφέρθηκε πίσω από το λόφο Φιλοπάππου, στην περιοχή του, κατ’ όνομα σήμερα μόνο, λόφου Σικελίας. Ωστόσο οι εγκαταστάσεις δεν πληρούσαν τους όρους λειτουργίας ενός πραγματικού σφαγείου κι έτσι οι συζητήσεις συνεχίζονταν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Επί δημαρχίας Εμμανουήλ Μπενάκη έγινε ο πρώτος σχεδιασμός των σύγχρονων σφαγείων κατά τα γερμανικά πρότυπα και με υψηλό κόστος κατασκευής. Από την αρχή θεωρήθηκε πως η περιοχή που ονομάζουμε σήμερα Ταύρος ήταν ιδανική. Ήταν αραιοκατοικημένη, από πρόσφυγες που ζούσαν σε παράγκες, υπήρχε ο άξονας της Πειραιώς που διευκόλυνε τις μεταφορές και εκεί το Δημόσιο είχε δικές του γαίες. Η κατασκευή, πάνω σε σχέδια του αρχιμηχανικού του δήμου Αθηναίων Κλ. Ζάννου, άρχισε το 1916 και ολοκληρώθηκε επί δημαρχίας Σπύρου Πάτση το 1920. Τα Νέα Δημοτικά Σφαγεία ήταν πια γεγονός. Η περιοχή άρχισε να κατοικείται εντατικότερα και σχηματίστηκε ο οικισμός Νέων Σφαγείων, ο Ταύρος, που το 1934 αποσχίστηκε από το δήμο της Αθήνας και αποτέλεσε ανεξάρτητη κοινότητα και αργότερα δήμο, ως το 2010 που με το «σχέδιο Καλλικράτης» συνενώθηκε με το μικρό δήμο Μοσχάτου, σε μια ενότητα που παραξενεύει όποιον γνωρίζει καλά την περιοχή και τα προβλήματά της.
Η εγκατάσταση των Νέων Σφαγείων περιτοιχίστηκε και εντός της περιτοίχισης περιελάμβανε σημαντικές –και πρωτόγνωρες για την Αθήνα της εποχής– εγκαταστάσεις, όπως ένα κλίβανο καταστροφής υγρών ουσιών, ένα καλοχτισμένο πηγάδι πλούσιο σε νερά, μια μεγάλη δεξαμενή ύδατος και χώρους διοικητικούς, που στέγαζαν τον εισπράκτορα, τον αστυνόμο, ένα σταθμό χωροφυλακής αλλά και το γραφείο του αστυκτηνιάτρου, ενώ γύρω από τα σφαγεία άρχισαν να κτίζονται παραπήγματα εμπόρων που φιλοξενούσαν τα προς σφαγήν ζώα και καφενεία που έγιναν γρήγορα κέντρα εμπορικών συμφωνιών, όχι μόνο για την ελληνική αλλά και τη βαλκανική, κυρίως την αλβανική, αγορά κρέατος. Η μυρωδιά του αίματος, αλλά και οι χώροι κατεργασίας εντοσθίων και δέρματος (βυρσοδεψεία και τα περίφημα «εντεράδικα») έκαναν την περιοχή να μυρίζει πολύ άσχημα.
Τα Νέα Σφαγεία και το αριστερό κίνημαΜε τα Νέα Σφαγεία συνδέονται και γεγονότα που ενδιαφέρουν την ιστορία του αριστερού κινήματος στην Ελλάδα – ο Ταύρος είναι εργατούπολη και με μεγάλη συμμετοχή στην Αριστερά. Οι αρχειομαρξιστές του Δημήτρη Γιωτόπουλου την είχαν ως κέντρο των δραστηριοτήτων τους, μέχρι το 1925, όταν η Ασφάλεια με μια επιχείρηση αστραπή συνέλαβε τους πρωτεργάτες και τους οδήγησε σε δίκες και εκτοπίσεις. Ο χώρος επέτρεπε να καταφεύγουν εκεί απεργοί και τα επεισόδια συγκρούσεων με την αστυνομία ήταν συχνά, ενώ στη μάντρα των Σφαγείων έγιναν εκτελέσεις αγωνιστών.
Στην είσοδο των Σφαγείων, επί της Πειραιώς, υπήρχε το περίφημο πατσατζίδικο του Λαμπράκη, σημείο αναφοράς στη νυχτερινή ή μάλλον πολύ πρωινή ζωή της Αθήνας. Ο ιδιοκτήτης ήταν κουμπάρος του Καζαντζίδη και στο τζουκ μποξ του μαγαζιού ακούγονταν μόνο τραγούδια του Καζαντζίδη, μολονότι από ’κει πέρναγε καθημερινά πολύς καλλιτεχνικός κόσμος και μεταξύ τους γνωστοί τραγουδιστές.
Η μερική αξιοποίηση Τα Νέα Δημοτικά Σφαγεία, που τη δεκαετία του ’50 επεκτάθηκαν και κάλυψαν όλο το οικόπεδο που είχαν από την αρχή στη διάθεσή τους, λειτούργησαν ως τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Από τότε ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση για την αξιοποίηση του χώρου, που διοικητικά ανήκε στο δήμο Ταύρου (σήμερα Ταύρου-Μοσχάτου) αλλά ιδιοκτησιακά στο δήμο Αθηναίων. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο δήμος κατεδάφισε μερικά από τα βοηθητικά κτίρια για να αποσυμφορήσει το χώρο και το 1984 προχώρησε σε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Από τη μελέτη που προέκυψε διαμορφώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90, 5 από τα 17 στρέμματα της έκτασης και το 1997 αποδόθηκε ολόκληρος ο χώρος στο δήμο Ταύρου, ενώ η πολιτεία κήρυξε διατηρητέα τρία από τα κτίρια του συγκροτήματος των Σφαγείων. Ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου του τότε ΥΠΕΧΩΔΕ για την ανάδειξη του άξονα της οδού Πειραιώς, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση ακινήτων που βρίσκονται στις δύο πλευρές και ανήκουν σε φορείς του Δημοσίου. Τα διατηρητέα αναστηλώθηκαν και μετατράπηκαν σε εργαστήρια τέχνης, μουσικής και χορού με σημαντική δραστηριότητα για πάνω από δύο δεκαετίες. Ωστόσο, τα υπόλοιπα κτίρια παρέμειναν σε κακή κατάσταση. Πέρυσι το καλοκαίρι ξεκίνησε μια νέα μεγάλη συζήτηση για την ανάπλαση του χώρου με φιλόδοξο σχέδιο, στην οποία πήραν μέρος οι δημοτικές αρχές τόσο του δήμου Ταύρου-Μοσχάτου όσο και της Αθήνας. Οι συζητήσεις έκαναν λόγο για δημιουργία γηπέδων ποδοσφαίρου και τένις, κινηματογράφου που θα μπορούσε να λειτουργεί και ως συναυλιακός χώρος, παιδότοπου κτλ. με χρηματοδότηση στην οποία θα έπαιζε ρόλο ο ιδιωτικός τομέας (μισθώσεις των κτιρίων ή ΣΔΙΤ).
Σε έκτακτο δημοτικό συμβούλιο που έγινε αμέσως μετά την πυρκαγιά και στο οποίο παρέστη επίσης ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος, μετά τις συνήθεις εκφράσεις θλίψης για το γεγονός, ανακοινώθηκε πρόθεση του υπουργείου Εσωτερικών να αναλάβει το κόστος αποκατάστασης των ζημιών, που σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις ξεπερνά τις 500 χιλιάδες ευρώ. Το γεγονός της μεγάλης αναφοράς στην ανάπλαση(;) του παραλιακού μετώπου με την οποία συνδέθηκε το θέμα των Σφαγείων και η συγκυρία της στιγμής (κρίση του Covid-19, οικονομική κατάρρευση της χώρας), αλλά και η σιωπή της Περιφέρειας Αττικής μάς καθιστούν σκεπτικούς για την τύχη του ιστορικού χώρου των Σφαγείων, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Μακάρι να διαψευστούμε.
Μαρώ Τριανταφύλλου