Άλντεν Νόουλαν «Χαίρομαι που είμαι εδώ», ανθολόγηση - μετάφραση - επίμετρο: Γιάννης Παλαβός, εκδόσεις Loggia, 2020Δεν είμαι επαγγελματίας μεταφραστής και μάλλον δεν θα ήθελα να γίνω. Όποιος έχει δοκιμάσει να μεταφράσει γνωρίζει πόσος μόχθος και χρόνος απαιτούνται για μια επαρκή μετάφραση, και μάλιστα έναντι αμοιβών που συχνά δεν ανταποκρίνονται στον κόπο του. Χώρια που, παρότι πρόκειται για δουλειά αυτονόητα σημαντική, εκτιμάται κατά κύριο λόγο από τους λίγους μυημένους αναγνώστες, ενώ για τους υπόλοιπους ο μεταφραστής γίνεται ορατός μόνο όταν σκοντάψουν στα λάθη που, μοιραία, θα παρεισφρήσουν στο αποτέλεσμα. Συνεπώς, τρέφω μεγάλο σεβασμό προς τους επαγγελματίες μεταφραστές –ιδιαίτερα εκείνους των οποίων την ευαισθησία, το ένστικτο και τη μαστοριά βλέπεις ανάγλυφα στο μεταφρασμένο κείμενο, που αναδεικνύεται επειδή έπεσε στα φιλόπονα χέρια τους–, αλλά, ιδίως όσο έχω τη δυνατότητα να βιοπορίζομαι από αλλού, προτιμώ να διατηρώ με τη μετάφραση μια σχέση «αριστοκρατική»: να μεταφράζω ό,τι μου αρέσει, ό,τι διάβασα και με συγκίνησε τόσο, που θεωρώ ότι είναι κρίμα να μην υπάρχει στα ελληνικά. κι ακόμη, ό,τι διάβασα και το ζήλεψα, ό,τι θα ήθελα να το έχω γράψει, αλλά το έγραψαν ήδη άλλοι. Έτσι καταπιάστηκα και με τον Καναδό ποιητή Άλντεν Νόουλαν (1933 - 1983).
Ο Άλντεν Νόουλαν (δεξιά) με τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, το 1967.
Πριν από πέντε χρόνια, χαζεύοντας τα περιεχόμενα ενός αγγλόγλωσσου ιστότοπου ποίησης, έπεσα πάνω στο όνομα «Alden Nowlan» και σ’ ένα ποίημα με τίτλο «Weakness» («Ανημποριά»). Το παραθέτω μεταφρασμένο:
ΑνημποριάΓέρικη φοράδα, μάτια
σαν ραγισμένοι βόλοι
φτύνει αίμα στο κριθάρι της
τρέμει κουκουλωμένη στην ψάθινη κουβέρτα της.
Για τον πατέρα μου ως και το χαλάζι είναι προτιμότερο απ’ την ανημποριά.
αύριο το πρωί
ατάραχος
θα της φυτέψει μια σφαίρα στον κρόταφο –μια κι έξω–
μετά θα τη θάψει στο απάνω λιβάδι.
Απόψε
φεύγοντας απ’ τον στάβλο
αφήνει το φανάρι σ’ έναν αναποδογυρισμένο κουβά
στρέφεται
τη βλαστημάει που του βγήκε σκάρτη
κι απαλά με το πανωφόρι του
σκεπάζει την άρρωστη ράχη της.
Αμέσως ένιωσα ότι αυτός ο άγνωστός μου ποιητής με αφορά: η εναλλαγή σκληρότητας και τρυφερότητας, ο λιτός λόγος, η συγκίνηση που μεταδίδεται χωρίς να εκβιάζεται, η ακαριαία έξοδος, η σκηνογραφία, η αφηγηματικότητα – όλ’ αυτά με τράβηξαν κι άρχισα να ψάχνω την περίπτωσή του. Δεν ήταν τόσο η βιογραφία του που με γοήτευσε, παρότι είναι ομολογουμένως ασυνήθιστη. δίνω παρενθετικά το περίγραμμά της: ο Νόουλαν γεννήθηκε το 1933 στην επαρχία της Νέας Σκοτίας, στον ανατολικό Καναδά, σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, εγκατέλειψε το σχολείο στην πέμπτη δημοτικού, στην εφηβεία του έκανε πολλές χειρωνακτικές δουλειές για να επιβιώσει, στα δεκαεννιά του προσελήφθη ως δημοσιογράφος υποβάλλοντας πλαστό βιογραφικό και κατόπιν άρχισε να δημοσιεύει ποίηση που, ενώ αρχικά απορρίφθηκε ως ρηχή ηθογραφία, σταδιακά έλαβε την αναγνώριση που της άξιζε, προτού ο ίδιος –με επιβαρυμένη υγεία, έχοντας περάσει νέος έναν επώδυνο καρκίνο– πεθάνει μόλις στα πενήντα του. Εκείνο που με κέρδισε, κι εμένα και τους πολυάριθμους αναγνώστες του στον Καναδά, όπου θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ποιητές του 20ού αιώνα, είναι η ποιητική του ιδιοτυπία.
Σε τι συνίσταται, όμως, αυτή; Τα βασικά γνωρίσματά της είναι η αμεσότητα, η ευθυβολία, το χιούμορ, η τρυφερότητα και, κυρίως, η κατάφαση στη ζωή. Οι δώδεκα συλλογές που εξέδωσε από το 1958 ως το 1983 μεταβολίζουν τα σκληρά παιδικά του βιώματα και την εμπειρία της ασθένειάς του σε κομψό εγκώμιο της αναπνοής, σε επίκληση στη χαρά του ζην, με αποτέλεσμα η ποίησή του, ακόμα κι όταν γίνεται πικρή ή μελαγχολική, να παραμένει κατά βάθος, για να θυμηθούμε το σεφερικό στίχο, «ζήτημα φωτός». Το έργο του είναι σπαρμένο με βινιέτες της επαρχιακής ζωής που εναλλάσσονται με δηκτικά σχόλια για το μεσοαστικό περιβάλλον όπου βρέθηκε από το 1968 μέχρι το θάνατό του (ως υπότροφος του Πανεπιστήμιου του Νιου Μπράνσγουικ), με αυτοσαρκαστικές εξομολογήσεις γύρω από τα πάθη του και με ποιήματα που μιλούν για τη θαλπωρή μιας ήρεμης οικογενειακής ζωής που ο ίδιος στερήθηκε και αποζητούσε επίμονα. όλ’ αυτά δοσμένα απλά, μ’ ένα ύφος κουβεντιαστό, που θα εξέπιπτε στην πεζολογία αν έλειπε ο επιδέξιος χειρισμός των παύσεων και ο έξυπνα ζυγισμένος στίχος του. Η ταλάντευση ανάμεσα στην απαισιοδοξία και το γκροτέσκο ορισμένων ποιημάτων του, ιδίως πρώιμων, και στη χαμηλόφωνη, εξομολογητική και τελικά φωτεινή όψη της ποίησής του υφαίνει ένα έργο ταυτόχρονα αυστηρό και ανεπιτήδευτο, πένθιμο και ελαφρύ, παράγοντας ευπρόσδεκτη αναγνωστική ένταση.
Ο Άλντεν Νόουλαν με τον θετό γιο του, Τζόνι.
Παρακινημένος από αυτά, άρχισα να μεταφράζω ποιήματα του Νόουλαν για την προσωπική μου ευχαρίστηση. Κι όταν το 2017 ο φίλος συγγραφέας Νίκος Κουφάκης με ενημέρωσε πως ετοίμαζε έναν νέο εκδοτικό οίκο ονόματι «Loggia», που μάλιστα θα εξέδιδε αποκλειστικά έργα ανέκδοτων στην Ελλάδα πεζογράφων και ποιητών, του πρότεινα μια ανθολογία του. Δέχτηκε και τον ευχαριστώ: η καλαίσθητη δίγλωσση έκδοση Χαίρομαι που είμαι εδώ, που κυκλοφόρησε την άνοιξη από τη Loggia, περιλαμβάνει σαράντα από τα καλύτερα ποιήματα του Νόουλαν, προσφέροντας μια αντιπροσωπευτική εικόνα του έργου του. Απομένει στον αναγνώστη να το ανακαλύψει, εύχομαι δε να το απολαύσει όσο ο μεταφραστής του.
Γιάννης Παλαβός