Ο σκηνοθέτης Αντώνης Μποσκοΐτης μιλά για την τελευταία μικρού μήκους ταινία τουΤο 2001, η σελίδα αυτή είχε δώσει βήμα σε ένα νεαρό και άγνωστο κινηματογραφιστή που μόλις είχε ολοκληρώσει ένα ντοκιμαντέρ για τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Τα χρόνια πέρασαν, ο νεαρός εκείνος κινηματογραφιστής έγινε ένας διακεκριμένος ντοκιμαντερίστας που κατέγραψε με το δικό του ύφος την ιστορία του ελληνικού ροκ, την ανατρεπτική φιλμογραφία του Νίκου Κούνδουρου και τον καταραμένο βίο της Κατερίνας Γώγου. Με χαρά, λοιπόν, παρουσιάζουμε σήμερα τον σκηνοθέτη και δημοσιογράφο Αντώνη Μποσκοΐτη σε μία ενδιαφέρουσα συζήτηση για τα «Γράμματα στη Γερμανία», την τελευταία ταινία του που θα κάνει πρεμιέρα στις Νύχτες Πρεμιέρας της Αθήνας. Πρόκειται για μια άκρως ποιητική, λυρική και ευαίσθητη μικρού μήκους ταινία με την πρωτότυπη μουσική της Ελένης Καραΐνδρου.Τη συνέντευξη πήρε η Λιάνα Μαλανδρενιώτη
Το μέχρι τώρα στίγμα σου ως σκηνοθέτη είναι δημιουργός ντοκιμαντέρ που όλα τους έχουν βραβευθεί. Γιατί αυτή η μετάβαση στη μυθοπλασία και στη μικρού μήκους μάλιστα;Η ταινία αυτή δεν θα γυριζόταν αν δεν μου γινόταν η πρόταση από την συγγραφέα Τούλα Μπούτου. Η Μπούτου είχε παρευρεθεί στην πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ για την Γώγου. Τρία χρόνια μετά, με προσέγγισε και μου ζήτησε να σκηνοθετήσω τη μεταφορά ενός διηγήματός της στη μεγάλη οθόνη. Επομένως, ένα διήγημα, άρα μια μικρή ιστορία, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε τίποτα άλλο από μια μικρού μήκους ταινία.
Μια ανάθεση δεν είναι απαραίτητο να αρέσει στον εκάστοτε σκηνοθέτη.Η «Άρνηση», έτσι λέγεται το συγκεκριμένο διήγημα, μου άρεσε και πολύ μάλιστα. Μιλάμε για μια ιστορία σε τρεις σελίδες όλες κι όλες, η οποία, αν και γράφτηκε το 1987, θα μπορούσε να έχει γραφτεί... αύριο. Μια ιστορία για τη μετανάστευση, την απώλεια, τα ανθρώπινα συναισθήματα, το συμβολικό θάνατο ενός νέου Έλληνα στη Γερμανία, τις κοινωνικές συνθήκες. Φαντάζομαι πως ούτε η ίδια η Μπούτου ήξερε πόσο διαχρονική θα ήταν η συγκεκριμένη γραφή της.
Οι γονείς σου υπήρξαν μετανάστες στη Γερμανία του 1960. Έπαιξε ρόλο αυτό στη δημιουργία της ταινίας;Σαφώς και έπαιξε. Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι όπου άκουγα από τα παιδικά μου χρόνια πως κάποτε η γερμανική κυβέρνηση πλήρωνε την ελληνική με το «κεφάλι» κάθε Έλληνα που πήγαινε εκεί για να εργαστεί.
Πρωταγωνιστής σου είναι ο Μανώλης Δεστούνης, ένας παλαίμαχος ηθοποιός, γνωστός κυρίως από λαϊκές κωμωδίες, εδώ σε τραγικό ρόλο.Ισχύει ότι οι κωμικοί είναι κατά βάθος τραγικά πρόσωπα. Ο Δεστούνης είναι ευρείας γκάμας ηθοποιός που μετράει πάνω από μισό αιώνα στο χώρο του θεάματος. Χαίρομαι πραγματικά που έγινε πρωταγωνιστής σε μία ταινία, έστω μικρού μήκους, στα 78 του χρόνια. Παραμένει τρομερά αξιοποιήσιμη κινηματογραφική φάτσα. Όταν έδωσε μια μαρτυρία για την Κατερίνα Γώγου μεσ’ στο ντοκιμαντέρ, θυμάμαι την ατάκα του: «Δεν θα κάνεις καμιά φιξιόν ταινία να συνεργαστούμε κανονικά;» Να που έγινε!
Ευτύχησες, όμως, και από το υπόλοιπο καστ, τους νεότερους Απόλλωνα Μπόλλα και Λίλα Μπακλέση.Ο Μπόλλας είναι ένα παιδί 28 ετών που αγαπάει την τέχνη της υποκριτικής κι αποτελεί ήδη έναν ευέλικτο και εκφραστικότατο ηθοποιό. Τον είχα δει στους «Δώδεκα ενόρκους», την παράσταση της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη που έσκισε πέρυσι και θα συνεχιστεί και φέτος, και του έδωσα κατ’ευθείαν το ρόλο. Εκείνος, οφείλω να το πω αυτό και να τον ευχαριστήσω δημόσια, έριξε στο τραπέζι το όνομα της Μπακλέση όταν ψάχναμε το υπόλοιπο καστ. Την δε Μπακλέση σαφώς και την γνώριζα από το υπέροχο Αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού του Έκτορα Λυγίζου. Εκ των υστέρων, αποδείχτηκε η... σταρ της ταινίας που κάναμε.
Θα ήταν πρόκληση για τους ηθοποιούς να παίξουν σε μια ουσιαστικά βουβή ταινία.Εντελώς! Δεν φαντάζεσαι πόσο δύσκολο είναι να γίνει μια βουβή ταινία και δεν αναφέρομαι τόσο στους ηθοποιούς, που τους εξιτάρει, αλλά στον σκηνοθέτη. Μπορεί να μην είχαμε ηχολήπτη, που μπορεί κι αυτός να παίρνει το χρόνο του, φροντίζαμε όμως με τόση λεπτομέρεια τα κάδρα, που χάναμε την αίσθηση του φιλμικού χρόνου. Πριν μπούμε στο μοντάζ λέγαμε πως δεν υπάρχει περίπτωση η ταινία αυτή να ξεπεράσει τα εφτά λεπτά σε διάρκεια. Τελικά, βγήκε στα 14, αυτό που επιθυμούσαμε. Μεγάλη εμπειρία και ήδη ονειρεύομαι μεγάλου μήκους ταινία βουβή με τα έξοχα βλέμματα, τις εκφράσεις και την κίνηση ηθοποιών σαν του Δεστούνη, του Μπόλλα και της Μπακλέση, έτσι, χωρίς κανένα διάλογο! Ευλογία ακόμη η συνεργασία μου με τον διευθυντή φωτογραφίας Δημήτρη Θεοδωρόπουλο, που φέτος κλείνει 15 χρόνια. Μας αρέσουν κοινά πράγματα με τον Δημήτρη: Η ασπρόμαυρη φωτογραφία και πάνω απ’ όλα η εκλεπτυσμένη τζαζ και ροκ μουσική.
Ευλογία ήταν και η συνεργασία σου με την Ελένη Καραΐνδρου βεβαίως!Με την Καραΐνδρου γνωριζόμαστε αρκετά χρόνια, αφού μου έχει δώσει αρκετές συνεντεύξεις, ενώ έχει φιλοξενηθεί και στις ραδιοφωνικές εκπομπές μου στο παρελθόν. Την παρακολουθούσα, όχι μόνο από τις μουσικές της για το σινεμά του Αγγελόπουλου, αλλά και από την τραγουδοποιία της. Η «Μεγάλη αγρυπνία», ας πούμε, με την Μαρία Φαραντούρη παραμένει ένας αγαπημένος μου δίσκος. Πήρα το θάρρος και της έδωσα το σενάριο, με επιφύλαξη ομολογουμένως. Όχι γιατί δεν θα της άρεσε, αλλά γιατί δεν θα είχε χρόνο να ασχοληθεί. Ωστόσο, λίγες μέρες μετά, η Ελένη μου τηλεφώνησε, βρεθήκαμε και σύντομα είχα στα χέρια μου δέκα θέματα της αριστουργηματικά! Την ευχαριστώ και, πραγματικά, είναι μεγάλη μου τιμή!
Πιστεύω θα της άρεσε η ποιητική σεκάνς που κλείνει την ταινία σου και που θυμίζει Αγγελόπουλο. Αναφέρομαι στο βαλς που χορεύουν πατέρας και γιος στο νεκροταφείο.Καταρχάς, το ότι η σεκάνς αυτή θυμίζει Αγγελόπουλο, που λες, δεν το θεωρώ κάτι μεμπτό, ίσα - ίσα. Λατρεύω τον Αγγελόπουλο και τον βρίσκω εξαιρετικά λυρικό σκηνοθέτη πέραν του χαρακτηρισμού «επικός» που του έχουν αποδώσει κατά καιρούς. Η σκηνή αυτή δεν υπήρχε στο σενάριο, μια και το διήγημα τέλειωνε με τον πατέρα να γράφει γράμμα στο νεκρό παιδί του. Υπήρχε δηλαδή ένα ωραίο τέλος, αλλά μάλλον αντικινηματογραφικό. Όταν κάναμε τα γυρίσματα στο Λουξεμβούργο, οι φιγούρες του Μανώλη και του Απόλλωνα, έτσι όπως τους είχε ντύσει η Κική Μήλιου, το ψυχρό κλίμα και το μοναδικό ντεκόρ του γοτθικού νεκροταφείου, πραγματικά θύμισαν Αγγελόπουλο! Τους ρώτησα ευθύς αμέσως πως θα τους φαινόταν αν χόρευαν ένα βαλς οι δυο τους, επί τόπου, ανάμεσα στους πέτρινους τάφους. Τους άρεσε η ιδέα και όπως φάνηκε δεν άρεσε μόνο σε αυτούς και σε μένα, αλλά και στον ιερέα που ερχόταν για να λειτουργήσει και σταμάτησε για να χαζέψει το θέαμα. Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα, τηλεφώνησα στην Καραΐνδρου: «Ελένη, σώσε με, θέλω ένα βαλς 40 δευτερολέπτων»! Ακόμη μία φορά στο σπίτι της, είδαμε τη σκηνή μαζί, κάθισε στο πιάνο και μου έπαιξε μια υπέροχη μελωδία, ανέκδοτη, ηχογραφημένη ήδη. Μου την παρέδωσε κι αυτήν και θυμάμαι ότι επέστρεψα στο σπίτι μου πετώντας από χαρά!
Γιατί «Γράμματα στη Γερμανία», αλλά γυρισμένα στο Λουξεμβούργο;Ας μη φανταστεί κανείς ότι κάναμε καμιά υπερπαραγωγή, επειδή πήγαμε ένα τριήμερο στο Λουξεμβούργο. Τίποτα δεν θα γινόταν αν δεν μας βοηθούσαν τα δραστήρια μέλη της Ελληνικής Κινηματογραφικής Λέσχης Λουξεμβούργου. Γνωριζόμουν προσωπικά με τους Έλληνες που διατηρούν τη Λέσχη, αφού είχα την τύχη όλα τα ντοκιμαντέρ μου να κάνουν και εκεί πρεμιέρα, από το 2006 με το «Ζωντανοί στο Κύτταρο - Σκηνές Ροκ». Οι θαυμάσιοι αυτοί άνθρωποι μάς πρόσφεραν φιλοξενία και βοήθεια που δεν θα ξεχάσουμε, όσα χρόνια κι αν περάσουν, τόσο εγώ, όσο και οι συνεργάτες μου.
* Η ταινία μικρού μήκους «Γράμματα στη Γερμανία» του Αντώνη Μποσκοΐτη προβάλλεται την Παρασκευή 2 Οκτωβρίου στο Ιντεάλ (5 – 7μ.μ.) στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας. Χορηγός επικοινωνίας «Η Εποχή».