Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ένα από τα πιο αγαπημένα θέματα με τα οποία ασχολείται ο κινηματογράφος. Aνεξαρτήτως της χώρας από την οποία προέρχεται, πράγμα που καταδεικνύει το κοινό της ανθρώπινης κατάστασης και του ανθρώπινου βασάνου. Αν μη τι άλλο, οι σχέσεις αποδεικνύονται υπερεθνικές, αφού υπερβαίνουν σύνορα, γλώσσες, θρησκείες, έθιμα και νοοτροπίες, ταυτόχρονα δε, εξαιρετικά δημοκρατικές και υπερταξικές. Είτε στην Ελλάδα, είτε στη Νότια Αφρική, είτε στην Παραγουάη, είτε στη Σιγκαπούρη, οι ανθρώπινες σχέσεις πάντα εκπλήσσουν με την ομοιότητά τους.
Στη Σιγκαπούρη, λοιπόν, μας μεταφέρει η ταινία του Άντονι Τσεν «Η εποχή της βροχής» (Wet season), ταινία η οποία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του 60ού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Η Λινγκ είναι καθηγήτρια κινέζικης γλώσσας σε ένα σχολείο στη Σιγκαπούρη. Κοντά στα 40 προσπαθεί με διάφορες θεραπείες να αποκτήσει παιδί, ενώ ο σύζυγός της γίνεται όλο και πιο απόμακρος καθώς είναι απορροφημένος με τις δουλειές του. Επιπλέον η Λινγκ έχει αναλάβει τη φροντίδα του ανάπηρου πεθερού της. Η γυναίκα είναι παγιδευμένη σε έναν αδιέξοδο γάμο και εγκλωβισμένη σε μια τελματωμένη καθημερινότητα. Έτσι οποιαδήποτε χαραμάδα η οποία προσφέρει μια αίσθηση κινητικότητας στη στασιμότητα της προσφέρει ανάσες ελπίδας. Μια τέτοια ανάσα θα της προσφέρει ένας νεαρός μαθητής ο οποίος θα προσδώσει ενδιαφέρον στη ζωή της. Στο τμήμα υποστηρικτικών μαθημάτων που κάνει για τους μαθητές της, οι οποίοι χρειάζονται ενισχυτική διδασκαλία, έρχεται σε στενή επαφή με έναν από αυτούς, τον Γουέι Λουγκ. Δημιουργείται μια όμορφη σχέση ανάμεσά τους που βοηθά την Λινγκ να εξωτερικεύσει τις ανάγκες της και να καλύψει την απουσία ενός παιδιού που τόσο θέλει, προφέροντας στο νεαρό τη στοργή της. Σιγά-σιγά, όμως, ο Γουέι Λουνγκ αρχίζει να την βλέπει, όχι μόνον ως καθηγήτρια αλλά και ως γυναίκα.
Χαμηλών τόνων, τρυφερή ταινία για τη μητρότητα, τον εφηβικό έρωτα, την αποξένωση, την ανάγκη για επαφή. Πάνω απ’ όλα όμως μια ταινία η οποία διεισδύει και εξερευνά σε βάθος τη γυναικεία ταυτότητα. Αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις οι οποίες μπορεί να είναι απλές και πολύπλοκες, ταυτόχρονα. Ο Άντονι Τσεν προσεγγίζει τους ήρωές τους απλά κι ανεπιτήδευτα, δημιουργεί έναν καμβά δυνατών συναισθημάτων όπου κυριαρχούν οι εύθραυστες σχέσεις και η αληθινή αγάπη. Χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις αλλά με τη δύναμη των βλεμμάτων και των όσων αφήνεται να υπονοηθούν, ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα αβίαστο, ειλικρινές και ανεπιτήδευτο φιλμ που συγκινεί με τη λεπτότητα και τη διακριτικότητα με την οποία προσεγγίζει το θέμα του.
Το μοτίβο «μαθητής ερωτεύεται καθηγήτρια» θα μπορούσε να αποτελέσει πρόσφορο έδαφος για μια ταινία γεμάτη «πρέπει» και «δεν πρέπει», με διδακτική πρόθεση ή κουτσομπολίστικη διάθεση. Όμως ο Τσεν δεν κρίνει, δεν κατακρίνει, δεν υποστηρίζει ούτε δικαιώνει. Χωρίς στερεοτυπικές αναφορές και με δόσεις χιούμορ και συγκίνησης, αφήνει την ιστορία του να εξελιχθεί αβίαστα και να μπουν τα πράγματα μόνα στη θέση τους. Κι αν κάτι μένει στους ήρωες –και στους θεατές– είναι η γλυκιά αίσθηση των όσων έζησαν ή θα ήθελαν να ζήσουν. Έτσι η ζωή συνεχίζεται, οι τάξεις δικαιώνονται και οι άνθρωποι λυτρώνονται.
«Με ενδιέφερε πάντα να εξερευνώ γυναικείους χαρακτήρες. (…) Μου ήρθε στο μυαλό η ιδέα για μια γυναίκα που κοντεύει τα σαράντα και θέλει απελπισμένα να κάνει δικό της παιδί. Στο σενάριο την περιέγραψα ως “μια κομψή, μητρική παρουσία, παρόλο που δεν είναι μητέρα”. Μια γυναίκα που χάνει τον εαυτό της υπό την πίεση των προσδοκιών της μοντέρνας εργαζόμενης γυναίκας και ευσυνείδητης συζύγου» σημειώνει ο σκηνοθέτης. Και συνεχίζει: «Η ταινία είναι ένα τρυφερό πορτρέτο μιας γυναίκας, της οποίας η αξία δεν έχει αναγνωριστεί στο εργασιακό και οικογενειακό της περιβάλλον, σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας και επαναπροσδιορισμού του εαυτού της. Υπάρχει ένας σιωπηλός δυναμισμός μέσα της, καθώς παλεύει μέσα στη ζωή με αξιοπρέπεια και χάρη. Τα τελευταία δύο χρόνια αυτό το σχέδιο συνδέθηκε μαζί μου με ένα πιο προσωπικό τρόπο, καθώς η σύζυγός μου κι εγώ έπρεπε να αντιμετωπίσουμε τις δικές μας προκλήσεις προσπαθώντας να ξεκινήσουμε μια οικογένεια. (…) Όσο κι αν προσπαθούμε να προοδεύσουμε προς μια ισότιμη κοινωνία, φαίνεται ότι παντού στον κόσμο, όπως και στη Σιγκαπούρη, υπάρχουν αόρατες γραμμές που διαχωρίζουν τους ανθρώπους, βασισμένες στα χρήματα, την καταγωγή και την τάξη. Υπήρχε πάντα ένας ελιτισμός από όσους έχουν εκπαιδευτεί με το αγγλικό σύστημα και μιλούν σχεδόν αποκλειστικά αγγλικά. Στη σημερινή Σιγκαπούρη το κύμα νέων μεταναστών από την Κίνα, έχει οδηγήσει πολλούς ντόπιους να διαχωρίζουν τον εαυτό τους μέσω της ικανότητας τους να μιλούν αγγλικά. (…) Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πάντα πιο περίπλοκες από όσο νομίζουμε. Οι γραμμές σίγουρα μπλέκονται στη σχέση του Γουέι Λουν και της δασκάλας του. Είναι η Λινγκ η ιδανική ερωμένη ή μια αντικαταστάτρια μητέρα; Είναι ο Γουέι Λουν ένας αντικαταστάτης του απόντα συζύγου ή του γιου που πάντα ήθελε να αποκτήσει; Πάντα ένιωθα ότι τα συναισθήματά μας, μας οδηγούν σε μέρη που ποτέ δεν πιστεύαμε ότι θα πηγαίναμε. Αυτή η ασάφεια στους ανθρώπινους δεσμούς και την επικοινωνία μεταξύ τους μου κινεί πάντα το ενδιαφέρον».